00100srPORTRAIT_00100_BURST20201226172926943_COVER
Ο Μάικλ Πάρκερ, δάσκαλος ρητορικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, λέει ότι οι άνθρωποι ενεργούν με βάση το συναίσθημα και αιτιολογούν με βάση τη λογική. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η ισχύς αυτής της παρατήρησης δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο το χώρο της πολιτικής.

Στο βιβλίο του «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία», ο Έριχ Φρομ, μεταξύ άλλων, εξηγεί ότι ο έντονος πόθος του ατόμου για την απόκτηση της φήμης δημιουργήθηκε την περίοδο της Αναγέννησης, και αυτό διότι παράλληλα με το αίσθημα της ισχύος αναπτύχθηκαν και αισθήματα αμφιβολίας, σκεπτικισμού, ανασφάλειας. Η απόκτηση της φήμης ήταν ο τρόπος της εποχής, που διατηρείται μέχρι σήμερα, να κατευνάσει κάποιος τις αμφιβολίες του και αυτό και μόνο αποκτά μια επίδραση στην κρίση των άλλων. Το αρνητικό σήμερα είναι ότι μπορεί εύκολα να αποκτήσει κάποιος φήμη, με την έννοια της διασημότητας.

Συχνά ακούμε ως «παράπονο» ότι έχουμε τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα στην πολιτική σκηνή της χώρας. Ο λόγος δεν είναι ότι δεν έχουμε άλλες επιλογές, αλλά ότι εμείς κάνουμε τις ίδιες επειδή ακριβώς η επίδραση της φήμης ασκείται πάνω μας. Στην πολιτική λειτουργούμε με τη λογική «αυτόν ξέρουμε, αυτόν εμπιστευόμαστε». Κανένας πολίτης δεν γνωρίζει όλους όσοι περιλαμβάνονται σε όλα τα ψηφοδέλτια. Στην πραγματικότητα αυτό που ισχύει είναι ότι αισθανόμαστε πως έχουμε χρέος να ψηφίσουμε και γι’αυτό προσερχόμαστε και στις κάλπες. Σκοπός, όμως, των εκλογών δεν είναι μόνο η συμμετοχή. Είναι η συνετή συμμετοχή. Δεν είναι όλοι οι υποψήφιοι «οι ίδιοι και οι ίδιοι». Οι επιλογές μας είναι οι ίδιες.

Κάποια στιγμή, επίσης, πρέπει να διαχωρίσουμε μέσα μας και το πότε ακούμε κάτι ορθολογικό, ακόμα κι αν αυτό δεν μας αρέσει, από το πότε ακούμε κάτι που ενδεχομένως τροφοδοτεί την οργή, το φόβο, την ανασφάλεια που νιώθουμε, αλλά η προτεινόμενη «λύση» δεν έχει πεδίο εφαρμογής. Στις διαπραγματεύσεις λένε πως ένα «ναι» χωρίς το «πώς» είναι ένα τίποτα. Σημειώνεται δε ότι αναγνωρίζονται τριών ειδών «ναι» : το δεσμευτικό, το επιβεβαιωτικό και το πλασματικό. Στην πολιτική οφείλουμε να επιλέγουμε εκείνους που επιλέγουν τη δέσμευση. Μόλις καταλάβουμε την διαφορά μεταξύ του «νιώθω συναισθηματικά δικαιωμένος» και του «έχω πραγματικά δικαιωθεί», δηλαδή έχει υπάρξει ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και όχι αερολογίες, θα μπορέσει να επιτευχθεί ουσιαστική αλλαγή. Γι’ αυτό η λογική έχει δώσει τη θέση της στο συναίσθημα και αυτό αφήνει το χώρο που χρειάζονται φαινόμενα όπως ο λαϊκισμός και η προπαγάνδα για να αναπτυχθούν.

Είναι, μάλλον λίγες οι φορές που τίθεται θέμα πειθούς, όπως είναι δομημένος ή μάλλον αποδομημένος διαχρονικά ο πολιτικός δημόσιος διάλογος. Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι πως υιοθετούμε έτοιμες απόψεις, που επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη προϋπήρχε μέσα μας σαν πεποίθηση, γιατί απλά αυτό είναι πιο εύκολο για μας. Δεν μας απασχολεί τόσο πολύ ο έλεγχος και η κριτική προσέγγιση των όσων ακούμε, καθώς είναι πιο εύκολο σήμερα να βρούμε μια έτοιμη άποψη και να την ενστερνιστούμε παρά να δημιουργήσουμε και να προτείνουμε την δική μας. Ενστερνιζόμαστε μάλιστα τις απόψεις, που ακόμα και αν δεν καταλαβαίνουμε επακριβώς τι λέει ο εκφραστής τους, με τον τρόπο που τα λέει μας κάνει να νιώθουμε ότι υπερέχει έναντι του άλλου (συν)ομιλητή. Και τούτο οφείλεται στη δύναμη της επικοινωνίας, που δεν πρέπει, όμως, ούτε να τη δαιμονοποιούμε, ούτε να την εκθειάζουμε, αφού άλλωστε αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εξέλιξής μας, των διαπροσωπικών και επαγγελματικών μας σχέσεων, της καθημερινότητας μας.

Παραδοσιακά τα κόμματα δεν αποτελούν μόνο τους εκφραστές της κοινής γνώμης, αλλά και τους δημιουργούς αυτής. Με την εξέλιξη της τυπολογίας των πολιτικών κομμάτων, όμως, η ιδιότητα αυτή σχεδόν σταμάτησε να υφίσταται. Σήμερα έχουμε το σύγχρονο πολυσυλλεκτικό κόμμα. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η αναζήτηση ψήφων δεν γίνεται σε μια συγκεκριμένη μερίδα πληθυσμού, αλλά οπουδήποτε είναι δυνατόν να γίνει. Συνεπώς, τα κόμματα -κατά κανόνα- προτιμούν να είναι εκφραστές απόψεων και όχι καθοδηγητές. Φυσικά το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Μπορεί (και οφείλει) ένα κόμμα να κάνει και τα δύο.

Όλα αποκτούν το νόημά τους από τη σημασία που εμείς οι ίδιοι τους προσδίδουμε. Από τις λέξεις, μέχρι τις εικόνες, μέχρι τις αποφάσεις και τους θεσμούς. Όλα αποκτούν το νόημά τους από το σεβασμό, που εμείς δείχνουμε σε αυτά, από το πόσο σοβαρά παίρνει ο καθένας τον ρόλο του. Γι’ αυτό εκείνοι που αντλούν από τον «τίτλο» τους την ανεξήγητη αυτή αυτοπεποίθησή τους ούτε στήριγμα μπορούν να είναι για άλλους ούτε να σηκώσουν στην πλάτη τους την ευθύνη. Και αν εμείς οι ίδιοι είμαστε που φερόμαστε τόσο επιπόλαια και αλαζονικά, τότε το ουσιαστικό νόημα μας εγκαταλείπει και μαζί του μας εγκαταλείπουν και αυτοί που το επιζητούν.

*Η Δέσποινα Κάντα είναι πολιτική επιστήμονας