Ιούνιος ’14, μόλις ένας μήνας μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θριάμβευσε αφήνοντας τη ΝΔ δεύτερη, με τέσσερις μονάδες διαφορά.

Όλα τότε έδειχναν ότι το μικρό κόμμα της Αριστεράς, που γιγαντώθηκε βίαια μετεξελισσόμενο σε κόμμα εξουσίας μέσα σε συνθήκες εθνικής κρίσης, ανεβαίνοντας πάνω στο αντιμνημονιακό κύμα, όδευε προς τη βέβαιη ανάληψη της διακυβέρνησης. Αρκετοί, όμως, κοίταζαν με ισχυρές δόσεις σκεπτικισμού και ανησυχίας την όλη προοπτική.

Όχι μόνον διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διέθετε αριθμητικά και ποιοτικά το απαραίτητο προσωπικό με κατάρτιση και εμπειρία στον κυβερνητισμό για να αντιμετωπίσει την κατάρρευση της χώρας. Αλλά και γιατί διέβλεπαν να έρχονται έξωθεν αφόρητες πιέσεις, αν η νέα κυβέρνηση επέμενε στη στρατηγική ακύρωσης των μνημονίων, ρήξης και σύγκρουσης.

Ο Αλέξης Τσίπρας, εκείνον τον Ιούνιο του ’14, άκουγε τη σύσταση συνομιλητή, στο γραφείο του στη Βουλή, όταν η συζήτηση από το ποδόσφαιρο και τον Παναθηναϊκό πέρασε στα φλέγοντα πολιτικά μέσω του συμβολικού και γύρω από τη διαφαινόμενη κυβερνητική προοπτική: «Mήπως να στείλεις κι αυτή τη φορά την μπάλα στο δοκάρι...», του συνέστησε με τη μορφή ερωτήματος.

O Τσίπρας σιώπησε για λίγο και επιλέγοντας την ίδια συμβολική γλώσσα απάντησε: «O σέντερ φορ όταν βρεθεί μέσα στη μικρή περιοχή, σε θέση να βάλει γκολ, μόνος με τον τερματοφύλακα, θα πάει για το γκολ. Το 2012 βρήκαμε τα δοκάρια, τώρα, όμως, σε αυτές τις εκλογές δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να σκοράρουμε». Έξι μήνες αργότερα, ο Τσίπρας βρίσκει δίχτυα, γίνεται ο νεότερος πρωθυπουργός στην Ιστορία, σε ηλικία μόλις 40 ετών, ο πρώτος που δεν έδωσε θρησκευτικό όρκο, και η Αριστερά κυβέρνηση. Η περιπέτεια για τον Αλέξη, τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πάνω από όλα για την ήδη χρεοκοπημένη και τρικλίζουσα Ελλάδα άρχιζε.

Η γνωριμία με την Μπέτυ

Είχε προηγηθεί μια πραγματικά φρενήρης διαδρομή από την ΚΝΕ στον Συνασπισμό και έως τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, με πολλούς και ταραχώδεις ενδι- άμεσους σταθμούς.

Γεννημένος σε μια μεσοαστική οικογένεια, χωρίς κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη ριζοσπαστική Αριστερά. Κεντρώος περισσότερο, ο Παύλος Τσίπρας, στη Δεξιά μάλλον τάση του χώρου, ψηφοφόρος ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, όταν όλη η χώρα μαγευόταν από τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Με καταγωγή από το Αθαμάνιο Άρτας και την Ελευθερούπολη από την πλευρά της μητέρας του Αρίστης -πρόσφυγας από τον Αρτεσκό Ανατολικής Θράκης- αποφοίτησε από το Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων, κοντά στο γήπεδο της αγαπημένης του ομάδας. Σπούδασε στο ΕΜΠ στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, απ' όπου αποφοίτησε, αν και οι κακές γλώσσες ισχυρίζονται πως σπανίως θα τον έβρισκε κανείς στα έδρανα την ώρα των μαθημάτων και ότι το πτυχίο το οφείλει περισσότερο στη συνδικαλιστική δράση την οποία ανέπτυξε ως φοιτητής και λιγότερο στη φιλομάθεια.

Νωρίτερα, στα 15 του, γράφτηκε στην ΚΝΕ, εκεί όπου αργότερα θα γνωριστεί με τη συνομήλική του Μπέτυ Μπαζιάνα για να ξεκινήσουν από τότε την κοινή τους διαδρομή έως σήμερα, έχοντας αποκτήσει εν τω μεταξύ δύο γιους.

Ευχάριστος, με σαφή επικοινωνιακά χαρίσματα και δημοφιλής, ξεχώρισε γρήγορα από το πλήθος της γενιάς του, συμμετέχοντας στην ομάδα που πρωτοστατούσε κατά τη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων τη διετία ’90-’91.Τότε καταγράφεται η πρώτη του δημόσια εμφάνιση, στην ΕΡΤ, στην εκπομπή της Άννας Παναγιωταρέα, όταν ο 16άρης Αλέξης, με τα μακριά μαλλιά χτενισμένα προς τα πάνω α λα rockabilly, επιχειρηματολογεί υπέρ της... κοπάνας παρουσιάζοντας σαν «δικαίωμα» των μαθητών να αποφασίζουν οι ίδιοι και όχι οι γονείς πότε θα λείψουν από το σχολείο.

Στο προσκήνιο

Θα ακολουθήσουν, βέβαια, εκατοντάδες εμφανίσεις μπροστά στις κάμερες, κάτι που ο ίδιος, ειδικά στα πρώτα χρόνια του ΣΥΝ, έδειχνε να απολαμβάνει. Το 1991 αφήνει το ΚΚΕ, δεν του πήγαιναν άλλωστε η σκληρή πειθαρχία και η υποταγή τού εγώ χάριν της κομματικής συλλογικότητας, και μεταπηδά στον Συνασπισμό για να ξεχωρίσει αμέσως - κατάφερνε, άλλωστε, να κερδίζει τους γύρω του και δεν μιλάμε μόνο για τους συντρόφους του στο κόμμα.
Ως πρωθυπουργός, χρόνια αργότερα, είχε χαρακτηριστεί από τον επικεφαλής του ΟΑΣΑ, Άνχελ Γκουρία, σαν το next big thing της διεθνούς πολιτικής τάξης.

Κερδίζει τη συμπάθεια του τότε προέδρου Νίκου Κωνσταντόπουλου και την περίοδο 1999-2003 διατελεί γραμματέας της Νεολαίας του Συνασπισμού. Εν τω μεταξύ, το 2001 στρέφει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, όταν ταξιδεύει στην Ιταλία για να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις εναντίον της Συνόδου Κορυφής του G8 στη Γένοβα. Ήταν ανάμεσα στα 135 στελέχη του ΣΥΝ που θεωρήθηκαν ύποπτα για πρόκληση επεισοδίων και στα οποία απαγορεύτη- κε η αποβίβαση στο λιμάνι της Ανκόνας, με αποτέλεσμα να οργανώσουν επιτόπια ολοήμερη διαμαρτυρία, παρεμποδίζοντας την αναχώρηση του καραβιού, έως ότου παρενέβη η ιταλική Αστυνομία.

Αρχίζει να απασχολεί το πανελλήνιο τον Οκτώβριο του 2005, όταν ο Αλέκος Αλαβάνος, που εν τω μεταξύ είχε διαδεχθεί τον Νίκο Κωνσταντόπουλο στην ηγεσία, προτείνει τον μόλις 30άρη Αλέξη ως υποψήφιο δήμαρχο Αθηναίων αντί του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, θέλοντας κατά βάση να βγάλει από τη μέση μία από τις πλέον ιστορικές μορφές της Αριστεράς. Η κόντρα Αλαβάνου - Παπαγιαννάκη εντέλει και η μάχη εξουσίας των δύο λειτούργησαν υπέρ του Αλέξη Τσίπρα, φέρνοντάς τον στο προσκήνιο της πολιτικής, κερδίζοντας μεγάλη αναγνωρισιμότητα έναν χρόνο αργότερα στις δημοτικές εκλογές του 2006, οπότε έλαβε ποσοστό 10,51%, δύναμη υπερ- διπλάσια αυτής που κατέγραφε ο ΣΥΝ.

Αναγκαία «πατροκτονία»

Το άστρο του Αλέξη αρχίζει να ανατέλλει. Τον Φεβρουάριο του 2008, το 5ο Συνέδριο του ΣΥΝ εξέλεξε πρόεδρο τον Τσίπρα αντί του Φώτη Κουβέλη. Στην πραγματικότητα, ο Αλαβάνος φιλοδοξούσε να γίνει ο ίδιος ηγέτης όλων των συνιστωσών, του όλου ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο ο Συνασπισμός υπό τον Τσίπρα θα ήταν απλώς μία από τις συνιστώσες, αλλά δεν υπολόγισε καλά τον «μικρό».

Η πλειονότητα του ΣΥΝ αντιδρά - ο Αλαβάνος πέφτει στον λάκκο που είχε αρχίσει να σκάβει για τους άλλους από την πρώτη του κόντρα με τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Ο Τσίπρας με τη βοήθεια των παλαιότερων και εμπειρότερων του ΣΥΝ (Κουβέλης, Λαφαζάνης, Στρατούλης κ.ά.) συσπειρώνει εντέλει δίπλα του όλες τις υπόλοιπες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, εκδιώκοντας ουσιαστικά τον Αλαβάνο, έπειτα από μια διετία με ισχυρές εσωκομματικές συγκρούσεις, ίντριγκες και μετατοπίσεις ομάδων και προσώπων, που όμως θα έχουν συνέχεια καθώς σημειώνεται η πρώτη διάσπαση επί ημερών του.

Οι Φώτης Κουβέλης, Θανάσης Λεβέντης, Γρηγόρης Ψαριανός και Νίκος Τσούκαλης αποχωρούν από τον ΣΥΡΙΖΑ έναν χρόνο μετά τις εκλογές του 2009. Περιέργως, η ίδια ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, καθώς στην Κουμουνδούρου σημειώνονται νέες παρασκηνιακές διεργασίες, συνεννοήσεις και μετατοπίσεις μεταξύ τάσεων και προσώπων, με στόχο βέβαια όχι απλώς την εκλογή νέου αρχηγού αλλά την ανάληψη καλών ρόλων των άλλων πρωταγωνιστών της επόμενης μέρας του ΣΥΡΙΖΑ. Αν υπάρξει.

Την 8η Μαΐου 2010 για τον Αλέξη Τσίπρα μπαίνει μπροστά ο επιταχυντής της Ιστορίας που έμελλε να τον βγάλει από τα στενά όρια ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς και να τον αναδείξει σε πολιτικό πρόσωπο αιχμής, που θα φιγουράρει στα μεγαλύτερα διεθνή ΜΜΕ. Υπό το βάρος της χρεοκοπίας το πολιτικό σύστημα περνάει στην ανυποληψία, ο δικομματισμός ΝΔ - ΠΑΣΟΚ δοκιμάζεται, ο κόσμος ξεσηκώνεται.

Η κρίσιμη δεκαετία

Αξιοποιώντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια τριετία εκτοξεύεται από το 4,6% (2009) στο 26,89% στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου του 2012, με διαφορά μικρότερη των 3 μονάδων από τη ΝΔ, η οποία σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη. Ο Αλέξης Τσίπρας για πρώτη φορά κάνει λόγο περί κυβέρνησης της Αριστεράς ως αίτημα των καιρών και του ελληνικού λαού και σκληραίνει μιλώντας για τους ξένους δανειστές και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, με αποκορύφωμα το «γκόου μπακ, μάνταμ Μέρκελ, γκόου μπακ, κύριε Σόιμπλε, γκόου μπακ, κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας της Ευρώπης».

Τα αγγλικά του δεν τον βοηθούν, κάνει εντατικά μαθήματα και τα βελτιώνει αισθητά, ξεκινά διεθνή ταξίδια, περνάει τον Ατλαντικό για να δει κόσμο με τη βοήθεια του Γιάνη Βαρουφάκη και του συστήματος των Δημοκρατικών της Αμερικής, που θέλουν να βοηθήσουν την Ελλάδα στην κόντρα με τη Γερμανία, αλλά τα βρίσκει πολύ δύσκολα με τη «νότια» προφορά του Μπιλ Κλίντον. Καταλαβαίνει στο περίπου, χαμογελά αμήχανος απέναντι στο πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, παραμένει όμως σε γενικές γραμμές ψύχραιμος. Επισκέπτεται την έδρα του ΔΝΤ, «τη φωλιά του τέρατος», και στην Ευρώπη ξεναγείται στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, έχει συναντήσεις με εκπροσώπους lobby και φόρουμ, προκαλώντας ερωτήματα και δυσφορία στους αριστερούς του ΣΥΡΙΖΑ που ψάχνονται μεταξύ τους διερωτώμενοι «τι δουλειά έχει ο Αλέξης με όλους αυτούς».

Σε Άγιον Όρος, Βατικανό

Στο εσωτερικό κάνει ανοίγματα προς πάσα κατεύθυνση, δεξιά και αριστερά, ακόμη και σε χώρους παρθένους στην Αριστερά, όπως η Εκκλησία, βλέπει συχνά τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, επισκέπτεται το Άγιον Όρος και γίνεται δεκτός από τον Πάπα στο Βατικανό.

Ήδη ο διεθνής Τύπος ασχολείται καθημερινά μαζί του και οι Ευρωπαίοι πολίτες αρχίζουν να τον βλέπουν ως τον άνθρωπο που θα ξεκινούσε μια πραγματική επανάσταση στη Γηραιά Ήπειρο εναντίον της λιτότητας. Το 2013, το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς τον επιλέγει ως υποψήφιο για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον Μάιο της επόμενης χρονιάς ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει στο debate το οποίο μεταδίδεται πανευρωπαϊκά σε απευθείας μετάδοση, όπου θα λάμψει, κερδίζοντας κατά κράτος τους Ζαν-Κλoντ Γιουνκέρ και Μάρτιν Σουλτς.

Αργότερα, σε προσωπικές συνομιλίες, θα αναφερόταν απαξιωτικά σε αυτούς, περίπου χλευάζοντας και τους δύο, ένδειξη, μάλλον, της ελλιπούς προετοιμασίας, γνώσης και ενημέρωσης που είχε για τα ευρωπαϊκά πράγματα αλλά και την πραγματική ισχύ των μηχανισμών των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Ή, ακόμη, μια έκφανση άγνοιας κινδύνου.

«Μα τι σε έχει πιάσει και θέλεις ντε και καλά να βουτηχτείς στα σκατά; Τι βιάζεσαι; Περίμενε. Έτσι κι αλλιώς, θα γίνεις πρωθυπουρ γός κάποια στιγμή». Αυτά τα λόγια φέρεται να του είχε πει το 2014 σε ένα τετ α τετ στη Βουλή ο τότε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Σαμαρά, Ευάγελος Βενιζέλος.

Η πρωθυπουργία όμως τον κοίταζε κατάματα κι όπως αρκετές φορές εκ των υστέρων δηλώνει ο ίδιος ήταν πάντοτε παρών στο κάλεσμα της Ιστορίας. Ο Αλέξης Τσίπρας γίνεται πρωθυπουργός, η χώρα μπαίνει στην κάμινο των διαπραγματεύσεων, η ελληνική πλευρά που θα έσκιζε τα μνημόνια κάνει τις πρώτες υποχωρήσεις, αλλά οι δανειστές βλέποντας να υποχωρεί εντείνουν τις πιέσεις ζητώντας όλο και περισσότερα.

Ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ επιχειρεί να «φορέσει» γραβάτα στον Αλέξη Τσίπρα, στο περιθώριο Συνόδου στη Ρίγα της Λετονίας, στις 22 Μαΐου. Έναν μήνα μετά στη Σύνοδο Κορυφής η κυβέρνηση, ούσα αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία και την εκδίωξη της χώρας μας από το ευρώ, έκανε ένα πολύ μεγάλο βήμα για την επίτευξη συμφωνίας καταθέτοντας πρόταση που περιλάμβανε μέτρα ύψους 7,9 δισ. ευρώ για να εξασφαλίσει νέα παράταση του υπάρχοντος προγράμματος. Όμως η αισιοδοξία δεν είχε διάρκεια.

Την επομένη οι «θεσμοί» ζήτησαν αλλαγές στο μείγμα των μέτρων, ο Τούσκ του έλεγε «game is over» με τον Έλληνα πρωθυπουργό να του απαντά πως «δεν πρέπει να υποτιμά μέχει που μπορεί να φθάσει ένας λαός όταν αισθάνεται ταπεινωμένος». Με συνοπτικές διαδικασίες η Ελλάδα βρέθηκε εκτός προγράμματος, η ΕΚΤ κλείνει τη στρόφιγγα διακόπτοντας τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και την Κυριακή 28 Ιουλίου η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών. Πέντε μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου και την επαναδιαπραγμάτευση για την οποία διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να μην πετύχει, ο Τσίπρας μετέφερε την ευθύνη της επιλογής στους πολίτες, αφού οδήγησε τη χώρα σε αδιέξοδο.

Για να ακολουθήσει το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, το βροντερό «όχι» των πολιτών, η νέα διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ με την αποχώρηση 25 βουλευτών υπό τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και το τρίτο μνημόνιο με την υπογραφή της Αριστεράς.

Στην κατηφόρα

Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί την πρωτιά και θα σχηματίσει κυβέρνηση με τη συνδρομή πάλι του Πάνου Καμμένου, θα διαχειριστεί τους μνημονιακούς περιορισμούς προχωρώντας στη ρύθμιση του χρέους, ο Αλέξης θα φορέσει τη γραβάτα του Τζανακόπουλου στο Ζάππειο, μιας και ο ίδιος δεν διέθετε στην γκαρνταρόμπα του, ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως κόμμα που έφερε μνημόνιο και ο πρόεδρός του «μνημονιακός πρωθυπουργός».

Ο Αλέξης το πλήρωσε αναδρομικά, τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, στις περασμένες διπλές εκλογικές αναμετρήσεις, όπως πλήρωσε και την αδυναμία να λάβει το μήνυμα του ’19 για να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές στο κόμμα, κυρίως στο επίπεδο των προσώπων. Και κάπως έτσι οδηγήθηκε στη μεγάλη απόφαση. Ο Τσίπρας δεν αιφνιδίασε τον κομματικό μηχανισμό. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, όντας «καλβινιστής» κατά βάθος, όπως αστειευόμενοι τον χαρακτήριζαν κάποιοι συνεργάτες του.

Όλοι γνώριζαν την πρόθεσή του να αφήσει την προεδρία, οι στενοί συνεργάτες του, ο Τσακαλώτος, ο Φίλης, η Αχτσιόγλου. Δύο πράγματα μένουν πλέον να απαντηθούν. Το πρώτο αν το «αντίο» στον ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει και οριστική αποχώρηση από την ενεργό πολιτική. Το δεύτερο αν μπορεί να υπάρξει ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα. Το πρώτο ερώτημα δύσκολα απαντάται σε αυτή τη φάση.

Όσον αφορά το δεύτερο, αν κρίνουμε από όσα συμβαίνουν στην Κουμουνδούρου, τότε ακόμη και όσοι τον αμφισβήτησαν και τον πολέμησαν στον ΣΥΡΙΖΑ θα δια- πιστώσουν πως το κενό του δεν αναπληρώνεται. Για την Αριστερά ας μη γίνεται λόγος, η ήττα που υπέστη ήταν στρατηγικών διαστάσεων και θα κάνει χρόνια να σηκωθεί. Αν ποτέ σηκωθεί. Εξέλιξη που στο διηνεκές θα φέρει τη σφραγίδα του Αλέξη Τσίπρα.

Ρεπορτάζ: Σπύρος Κάραλης
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή