Τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, ώρα δέκα και μισή το πρωί.

Η ελληνική σημαία κυματίζει δίπλα στην τουρκική και ο Χακάν Φιντάν βρίσκεται στην είσοδο περιμένοντας τον Έλληνα ομόλογό του, Γιώργο Γεραπετρίτη. Έπειτα από μια θερμή χειραψία ξεκινούν την κατ’ ιδίαν συνάντησή τους, που διήρκεσε δύο ώρες. Στο γραφείο του Τούρκου υπουργού ήταν οι δυο τους. Οι συνεργάτες τους περίμεναν απ’ έξω. Συνέχισαν την κουβέντα τους στο γεύμα που ακολούθησε, αντί να διακόψουν για τις κοινές δηλώσεις στον Τύπο. Έτσι είχαν και περισσότερο χρόνο να συμφωνήσουν τι θα πουν δημοσίως.

Ύστερα, προχώρησαν στην ενημέρωση των δημοσιογράφων, επαναλαμβάνοντας τουλάχιστον από δύο φορές ο καθένας την ανάγκη διατήρησης του καλού κλίματος. Ο Γ. Γεραπετρίτης ανακοίνωσε επισήμως τη συνάντηση των Μητσοτάκη και Ερντογάν στις 18 Σεπτεμβρίου και τα τρία βήματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, ενώ ο Χ. Φιντάν επέμεινε στο να βάλει στο τραπέζι όλα τα θέματα. Οι δύο υπουργοί συζήτησαν για τα διμερή θέματα, τις ευρωτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό, αλλά και το Μεταναστευτικό.

Τρία βήματα

Ο περιβόητος οδικός χάρτης για τα επόμενα ελληνοτουρκικά βήματα περιλαμβάνει τρία επίπεδα.

Πρώτον, το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου, ο οποίος θα εκκινήσει με ευθύνη της υφυπουργού Εξωτερικών, Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, και του Τούρκου ομολόγου της, Μπουράκ Ακσαμπάρ, στις 16 Οκτωβρίου. Δεύτερον, το επίπεδο της εφαρμογής και ενίσχυσης των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), που θα εκκινήσει το αμέσως προσεχές διάστημα. Τρίτον, το επίπεδο των συνομιλιών για την προώθηση της θετικής ατζέντας, υπό τον υφυπουργό Εξωτερικών, Κώστα Φραγκογιάννη (τουρισμός, επενδύσεις, γεωργία, εμπόριο, ναυτιλία, κλιματική κρίση, πολιτισμός).

Κομβικά σημεία της διαδικασίας αυτής θα είναι η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν, που «κλείδωσε» για τις 18 Σεπτεμβρίου, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, και το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας - Τουρκίας που θα γίνει τον Νοέμβριο στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από επτά χρόνια και με την παρουσία των δύο ηγετών. Μετρημένος, σοβαρός και συγκρατημένα αισιόδοξος εμφανίστηκε ο Γ. Γεραπετρίτης.

Στάθηκε στο momentum τονίζοντας: «Δεν είμαστε αιθεροβάμονες. Γνωρίζουμε ότι οι αποστάσεις που δημιουργήθηκαν σε βάθος χρόνου και τα πάθη που κληρονομήθηκαν από γενιά σε γενιά δεν διαγράφονται μονοκοντυλιά. Όμως, έχουμε τη διάθεση και τη βούληση να επενδύσουμε στην ειλικρίνεια και την αμοιβαία κατανόηση. Είναι απαραίτητο να χτίσουμε πάνω σε αυτά που μας ενώνουν και να κατανοήσουμε καλύτερα αυτά που μας χωρίζουν», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Γεραπετρίτης. Εξίσου προσεκτικός στις δηλώσεις του ήταν και ο κ. Φιντάν. Έμπειρος καθώς είναι, «μέτρησε» μέχρι και το «και».

Έθεσε βέβαια όλα τα θέματα, μίλησε για «διαμοιρασμό του πλούτου» στην Ανατολική Μεσόγειο, για «διαφορές στο Αιγαίο» και για διάλογο χωρίς προϋποθέσεις. Ακόμη, δήλωσε ότι περιμένει από την Ελλάδα συνεργασία στο Μεταναστευτικό, αλλά και στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Η μειονότητα

Παράλληλα, αναφερόμενος στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ανέφερε ότι συζήτησε με τον Έλληνα υπουργό τα «προβλήματα των ομογενών» και έκλεισε σημειώνοντας ότι μεταξύ των δύο πλευρών υπάρχει «ταύτιση απόψεων για επίλυση διαφορών μέσω διαλόγου». Ενδεικτικό του κλίματος που καλλιεργούν οι δύο πλευρές είναι η σπάνια «φιλοξενία» Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στα φιλοκυβερνητικά τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης. Για πρώτη φορά, το κρατικό πρακτορείο Anadolu δημοσίευσε συνέντευξη Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στο περιθώριο της επίσκεψής του στην τουρκική πρωτεύουσα. Αναφέρθηκε κυρίως στη λεγόμενη «θετική ατζέντα» και στα πολλαπλά οφέλη που θα μπορούσε να έχει για τις δύο χώρες. Επίσης, για πρώτη φορά στα χρονικά, η τουρκική εφημερίδα «Milliyet» κυκλοφόρησε με δήλωση του επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας και τίτλο: «Μήνυμα φιλίας».

Ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η σκέψη που με συνοδεύει σε αυτό το ταξίδι είναι ότι, αν το 1923, την επαύριο ενός σκληρού πολέμου με τεράστιες απώλειες και για τις δύο πλευρές, η Ελλάδα και η Τουρκία μπόρεσαν να βρουν την οδό του συμβιβασμού και κατόρθωσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, τότε κι εμείς, υπό ασυγκρίτως καλύτερες συνθήκες, οφείλουμε να βαδίσουμε με ειλικρίνεια και εντιμότητα στον δρόμο της ειρηνικής συνεργασίας και να επιδιώξουμε τη συνεννόηση, τηρώντας τις αρχές και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Η ατέρμονη αντιπαράθεση δεν μπορεί να είναι επιλογή».

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 6/9