Οι πρωτοβουλίες για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς ήταν, ίσως, το µεγαλύτερο πολιτικό ανέκδοτο της προηγούµενης δεκαετίας. Πολιτικοί, αναλυτές, σχολιαστές έγραφαν κάθε τόσο για «την τελευταία ευκαιρία της Κεντροαριστεράς».

Οσες προσπάθειες και αν έγιναν, έφερναν το ίδιο αποτέλεσµα, που δεν ήταν άλλο από την κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ. Από τότε, όµως, κύλησε αρκετό νερό, µε αποτέλεσµα, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, να υπάρχει µια διάχυτη αίσθηση πως µπορεί να δούµε αντίστροφες ροές από το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, τον ΣΥΡΙΖΑ, προς το άλλοτε κραταιό κόµµα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ.

Ο «σπόρος» που έριξε στην Κεντροαρστερά ο Σπίρτζης

Η αποχώρηση του κ. Τσίπρα, σε συνδυασµό µε την εκλογή του κ. Κασσελάκη, έχει προκαλέσει ένα τεράστιο ανακάτεµα της πολιτικής τράπουλας, καθώς όλοι οι παίχτες αναζητούν τον ρόλο τους στο καινούργιο τοπίο που διαµορφώνεται στην πορεία προς τις ευρωεκλογές.

Τα νερά τάραξε περισσότερο από όλους ο Χρήστος Σπίρτζης -ο οποίος έχει υπάρξει στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ- µε την πρόταση που κατέθεσε για κοινή κάθοδο των δύο κοµµάτων στις ευρωεκλογές. Η πρόταση αντιµετωπίστηκε αρνητικά τόσο από την Κουµουνδούρου όσο και από τη Χαριλάου Τρικούπη.

Ο σπόρος, ωστόσο, έπεσε και κάθε τόσο µπαίνει στο τραπέζι αυτό το ενδεχόµενο ως σενάριο, πολύ περισσότερο µετά τα θετικά αποτελέσµατα που απέφερε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση η συνεργασία των δύο κοµµάτων.

Στους µύθους, δε, που κυκλοφορούν φαίνεται να κινούν τα νήµατα δύο πρώην πρωθυπουργοί, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιώργος Παπανδρέου, µε αφορµή και µια συνάντηση που είχαν στις Βρυξέλλες. ∆εδοµένου του ότι ο κ. Τσίπρας δεν εµπλέκεται περαιτέρω στα πολιτικά ζητήµατα, το βάρος έπεσε περισσότερο στον κ. Παπανδρέου, πολύ περισσότερο µε αφορµή τη δήλωση που έκανε το βράδυ της νίκης του Χάρη ∆ούκα στον ∆ήµο της Αθήνας, για την ανάγκη συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάµεων.

Διαβάστε ακόμα: Χρήστος Σπίρτζης: Αν δεν συνεργαστούν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, η Κεντροαριστερά θα χαθεί από το δίπολο

Ανταγωνισµός

Ολα τα προαναφερθέντα κινούνται, ωστόσο, είτε στη σφαίρα του επιθυµητού είτε στη σφαίρα της παραφιλολογίας. ∆ιότι η πραγµατικότητα είναι πως τα δύο κόµµατα θα κινηθούν απολύτως ανταγωνιστικά στην πορεία προς τις ευρωεκλογές. Ο Στέφανος Κασσελάκης θέλει να εδραιωθεί στο κόµµα του και ο Νίκος Ανδρουλάκης να αρπάξει την ευκαιρία που του ανοίγεται για να κερδίσει τη δεύτερη θέση και να γίνει οιονεί αξιωµατική αντιπολίτευση.

Και για να το πάµε ένα βήµα παραπέρα, συνοµιλώντας µε γνώστες του παρασκηνίου, στην παρούσα φάση δεν υπάρχουν καν δίαυλοι επικοινωνίας µεταξύ Κουµουνδούρου και Χαριλάου Τρικούπη. Λέγεται, µάλιστα, πως ενδεχοµένως να προέκυπταν, αν στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είχε εκλεγεί η Εφη Αχτσιόγλου, µε την οποία θα ήταν πιο εύκολο να υπάρξουν ζυµώσεις επί των προγραµµατικών ζητηµάτων. Αντιθέτως, το θολό πολιτικό προφίλ του κ. Κασσελάκη, σε συνδυασµό µε το κλίµα που επικρατεί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο µπορεί να οδηγήσει ακόµα και σε διάσπαση, καθιστά στην παρούσα φάση αποτρεπτική οποιαδήποτε συζήτηση µεταξύ των δύο κοµµάτων.

Γι’ αυτό και ο κ. Ανδρουλάκης φέρεται να έχει δηλώσει στους στενούς του συνεργάτες πως «όποιος ανοίγει τώρα θέµα συνεργασίας προσφέρει σανίδα σωτηρίας στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Κασσελάκη». Αυτό, ωστόσο, που υπάρχει είναι µια προσπάθεια που έχει αρχίσει εδώ και καιρό, προκειµένου να οµαλοποιηθούν οι σχέσεις των δύο κοµµάτων.

Φάνηκε µε τις διεργασίες που έγιναν σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης και θα φανεί περαιτέρω το επόµενο διάστηµα, µε πιθανές κοινές νοµοθετικές πρωτοβουλίες. Μάλιστα, ένα θέµα που ενώνει τα δύο κόµµατα και ξεπερνά τις αντιθέσεις του παρελθόντος είναι αυτό των τηλεφωνικών υποκλοπών. Πολύ περισσότερο από τη στιγµή που και ο κ. Κασσελάκης δείχνει µια έντονη διάθεση να αναδείξει µια υπόθεση που, εκτός των άλλων, αφορά προσωπικά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Αρα η αντιµετώπιση ενός ζητήµατος που σχετίζεται µε τη λειτουργία της δηµοκρατίας µπορεί να βοηθήσει ώστε να µπουν τα πρώτα βαγόνια πάνω στις ράγες της (µελλοντικής) συνεννόησης.

Πότε θα γίνει «ταµείο»

Από εκεί και πέρα, όµως, η βεντάλια θα ανοίξει στη βάση του αποτελέσµατος των ευρωεκλογών. Εκεί όπου θα γίνει το πραγµατικό ταµείο για το ποιο από τα κόµµατα µπορεί προοπτικά να αντιµετωπίσει στις εθνικές εκλογές του 2027 τη Ν.∆. Αλλά και ποιος από τους δύο ηγέτες της Κεντροαριστεράς µπορεί να κερδίσει ή, έστω, να απειλήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπου έως τώρα είναι κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό. Η εµπειρία, µάλιστα, λέει πως µε ένα διαµορφωµένο τοπίο από το εκλογικό αποτέλεσµα θα αυξηθούν από «τα κάτω», αλλά και κύκλους της διανόησης, της ακαδηµαϊκής κοινότητας, των συνδικάτων ή ακόµα και του επιχειρείν, οι πιέσεις για (τουλάχιστον) συνεννόηση των κοµµάτων.

Το επιχείρηµα θα είναι απλό και θα µοιάζει λογικό: Μόνο αν ενωθούν τα δύο κόµµατα θα µπορούν να αντιµετωπίσουν την παντοδυναµία της Ν.∆. και του σηµερινού πρωθυπουργού. Οπως, όµως, προαναφέραµε, όλα αυτά παραπέµπουν στο (κοντινό) µέλλον. Εως τότε ο ανταγωνισµός θα είναι µεγάλος και µάλιστα ενδέχεται να (ξανα)τραυµατιστούν οι σχέσεις των δύο κοµµάτων αν υπάρξουν µεταγραφές ή και επιστροφές στελεχών από τον ΣΥΡΙΖΑ στο ΠΑΣΟΚ. Ως προς το τελευταίο, ο κ. Ανδρουλάκης µοιάζει αρκετά επιφυλακτικός να ανοίξει µια τέτοια συζήτηση, καθώς εκτιµά πως η κοινωνία θέλει νέα πρόσωπα, που φέρνουν έναν άλλο αέρα ηθικής και δεν επιβραβεύουν τους πολιτικούς γυρολόγους. Γι’ αυτό και προκρίνει τις συζητήσεις µε µεσαία στελέχη, συνδικαλιστές, αυτοδιοικητικούς και όχι φίρµες και πρώην υπουργούς ή βουλευτές.

 

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής