Κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η ατάκα του Κυριάκου Μητσοτάκη στο συνέδριο του Economist και δίπλα στον πολιτικό επιστήµονα και οικονοµολόγο, Φράνσις Φουκουγιάµα, µε βάση την οποία ο Ελληνας πρωθυπουργός τοποθετούσε τον Ταγίπ Ερντογάν «στη λάθος πλευρά της Ιστορίας», ορµώµενος φυσικά από τις θέσεις που εκφράζει ο Τούρκος πρόεδρος σε ό,τι αφορά τα τεκταινόµενα στη Μέση Ανατολή. Στον αντίποδα, όπως λένε έµπειροι γεωστρατηγικοί αναλυτές, επρόκειτο επί της ουσίας για µια φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη που ισοδυναµεί µε σύνοψη της διπλωµατικής στρατηγικής και των στοχεύσεων της Αθήνας σε αυτή την κρίσιµη περίοδο για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία επικεντρώνεται ακριβώς στην ανάδειξη των διαφορών της ελληνικής και της τουρκικής προσέγγισης στα µεγάλα ζητήµατα που προκύπτουν µε φόντο τη σύρραξη Ισραήλ - «Χαµάς». Αλλωστε και µόνο το γεγονός ότι η επιλογή αυτή του σταθερά µετριοπαθούς και ρεαλιστή στην εξωτερική πολιτική πρωθυπουργού ήρθε σε µια χρονική στιγµή όπου το περιβάλλον των διµερών επαφών είναι σε µεγάλο βαθµό ισορροπηµένο, καταδεικνύει την ιδιαίτερα «βαθιά» και µελετηµένη στόχευσή της.

Ξεκάθαρη θέση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη

 «Την ώρα που ο Ερντογάν παίζει πάλι το παιχνίδι της ηγεµονίας της Τουρκίας έναντι του ισλαµικού κόσµου, αρνούµενος να καταδικάσει τη ‘‘Χαµάς’’, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε ξεκάθαρη θέση κατά της επίθεσης, µιλώντας για τροµοκρατική ενέργεια και στέλνοντας προς πάσα κατεύθυνση µήνυµα περί ετοιµότητας της Ελλάδας να αναλάβει για ακόµη µια φορά -µετά τον ρωσοουκρανικό πόλεµο- τον ρόλο που της αναλογεί, ως του πλέον αξιόπιστου εταίρου της ∆ύσης πλησίον µιας φλεγόµενης γεωστρατηγικής ζώνης. 

Διαβάστε επίσης: Κυριάκος Μητσοτάκης: Τηλεφωνική επικοινωνία με τον Άντονι Μπλίνκεν

Παράλληλα, δεν θα πρέπει να λησµονείται και η σηµαντικότερη επένδυση της εγχώριας διπλωµατίας τα τελευταία χρόνια, που δεν είναι άλλη από την περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων µε τον αµερικανικό παράγοντα, αλλά και τον άξονα µε την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Από κει και πέρα, δεν γίνεται βήµα πίσω από τη διαχρονική στήριξη των δικαιωµάτων των Παλαιστινίων, αλλά και την εµπεδωµένη και συµβατική συνεργασία µε τα Εµιράτα και τις ειδικές σχέσεις µε τη Σαουδική Αραβία, που συνιστούν κεντρικό πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής», σηµειώνει στην «Απογευµατινή» της Κυριακής ανώτατη διπλωµατική πηγή, ερµηνεύοντας την επιχειρηµατολογία του πρωθυπουργού από την έναρξη της κρίσης και µετά. Ως εκ τούτου, το υπουργείο Εξωτερικών φροντίζει σε κάθε ευκαιρία να υπογραµµίζει τον ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας, τόσο µε το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή όσο και µε το σύνολο των εµπλεκόµενων µερών. Στο ίδιο κάδρο τοποθετούνται και οι ενέργειες της Αθήνας που ξετυλίγονται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και στον διαρκή συντονισµό µε τις ΗΠΑ.

Με φόντο πλέον και την εµφανή βελτίωση στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και τη συνεπακόλουθη κινητικότητα που παρατηρείται στο µέτωπο της δηµιουργίας µιας θετικής ατζέντας, µετά το πέρας των εθνικών εκλογών στις δύο πλευρές του Αιγαίου, το µεγάλο ερώτηµα είναι αν η γενικότερη στάση και οι σχεδιασµοί της Τουρκίας προκαλέσουν «ρήγµατα» σε αυτή τη διαδικασία. Προς το παρόν, η εικόνα αυτή δεν δείχνει να διαταράσσεται, αφού η πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν, αλλά και η πρόοδος που έχει συντελεστεί µέσω της καλής επικοινωνίας των δύο υπουργών Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν, φαίνεται να λειτουργούν σαν δικλίδες ασφαλείας. Πολλώ δε µάλλον από την ώρα που στο βάθος του τούνελ υπάρχει η µεγάλη ευκαιρία του ∆εκεµβρίου και του Ανώτατου Συµβουλίου Ελλάδας και Τουρκίας, που προσδιορίζεται ένθεν κι ένθεν ως ένα πιθανό µεγάλο βήµα για την καθιέρωση ενός «οδικού χάρτη» συνεννόησης και συνεργασίας. Παράλληλα, µε βάση τις απόψεις που εκφράζουν έµπειροι αναλυτές, το εµφατικό ενδιαφέρον της Αγκυρας για την Ανατολή και το Ισλάµ θα µπορούσε υπό συνθήκες να την οδηγήσει σε µια τακτική περαιτέρω εξοµάλυνσης, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, προκειµένου να διατηρήσει έστω και τα προσχήµατα έναντι της ∆ύσης.

Έτοιµη η ελληνική διπλωματία

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ελληνική διπλωµατία εµφανίζεται έτοιµη για κάθε ενδεχόµενο, αφού ουδείς µπορεί να παρακάµψει το στοιχείο του απρόβλεπτου που χαρακτηρίζει παραδοσιακά την τουρκική εξωτερική πολιτική. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι προβληµατισµοί που εκφράζουν µια µερίδα στελεχών της ελληνικής διπλωµατίας σχετικά µε τα περιθώρια της χώρας να παραµείνει στη γραµµή προσέγγισης µε την Τουρκία, τη στιγµή που ο Ταγίπ Ερντογάν θα αποµακρύνεται συνεχώς από τη ∆ύση, την οποία η Ελλάδα φιλοδοξεί ουσιαστικά να εκπροσωπεί στην περιοχή µε αφορµή και την παρούσα συγκυρία. Στο πλαίσιο αυτό, οι ίδιοι κύκλοι θέτουν ανοιχτά ζήτηµα αλλαγής των συνθηκών και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες θα οδηγηθούν Ελλάδα και Τουρκία στο µεγάλο ραντεβού της Θεσσαλονίκης, ενώ δεν παραλείπουν να υπενθυµίζουν µε νόηµα πως ο πολιτικός και ο διπλωµατικός χρόνος που µεσολαβεί µέχρι την 7η ∆εκεµβρίου είναι ιδιαίτερα πυκνός έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγµατα.

 Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής