Ενας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της νεότερης γενιάς, αλλά και παρεμβατικός πολίτης, ο Νίκος Μαραντζίδης, με μια συνέντευξη-ποταμό στα «Παραπολιτικά», δηλώνει πως αισθάνεται ντροπή ακούγοντας τον Στέφανο Κασσελάκη. Ο πολιτικός επιστήμων, καθηγητής και συγγραφέας υπογραμμίζει πως ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι άσχετος και με ανερμάτιστο λόγο. Δεδομένου ότι στις πρόσφατες εκλογές συνεργάστηκε με τον Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Μαραντζίδης μιλάει για τον ρόλο του πρώην πρωθυπουργού, αναλύει τη συνολική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ και επισημαίνει πως υπάρχει πλέον χώρος για ένα σοβαρό αριστερό κόμμα.

Εως τα τέλη Αυγούστου οι πάντες προεξοφλούσαν τη νίκη της κυρίας Αχτσιόγλου. Εντέλει, γιατί κέρδισε ο κ. Κασσελάκης;

Η νίκη Κασσελάκη είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Κάποιοι από αυτούς είχαν βαθύτερο και μακροχρόνιο χαρακτήρα και άλλοι ήταν προϊόντα της συγκυρίας. Μετασχηματισμένος από καιρό σε αρχηγικό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, με ασθενείς κομματικές δομές και αδύναμους θεσμούς συλλογικής λειτουργίας, διαμόρφωσε σε ένα σημαντικό τμήμα των οπαδών του μια μεσσιανική κουλτούρα, η οποία «κούμπωσε» στο σοκ που προκάλεσαν οι πρόσφατες εκλογές και η αποχώρηση του Τσίπρα. Ενα κομμάτι της εκλογικής βάσης ήταν σε απόγνωση, θυμωμένο. Ηθελε, με όρους γηπέδου σχεδόν, να ξεσπάσει την οργή του απέναντι σε αυτούς που αντιλαμβανόταν ως τους «παλιούς» και στους οποίους απέδωσε την ευθύνη της ήττας. Παραδόξως, ενώ στα κόμματα εξουσίας η εκλογική ήττα αποδίδεται κυρίως στον ηγέτη και οδηγεί στην αυτονόητη παραίτησή του, στον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε αυτή η νοοτροπία. Πολλοί θεωρούσαν πως ο Τσίπρας έπρεπε να μείνει στο διηνεκές, είτε κερδίζει είτε χάνει, και πως η παραίτησή του ήταν προϊόν συνωμοσίας. Γελοιότητες, δηλαδή. Ο Κασσελάκης εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά (σε κανένα σοβαρό κόμμα δεν θα μπορούσε να συμβεί αυτό) και ενώ ήδη είχε περάσει ένας μήνας προεκλογικής καμπάνιας. Παρουσιάστηκε ως το «φρέσκο» μπροστά σε ένα καταπονημένο και αποκαρδιωμένο ακροατήριο. Η συγκρατημένη και συντηρητική, αλλά πάντως σοβαρή μέχρι τότε, αναμέτρηση μεταξύ των τεσσάρων υποψηφίων δεν συγκινούσε ούτε τα ΜΜΕ ούτε τη βάση, που ήθελαν σασπένς και δράματα. Ο Κασσελάκης διεξήγαγε μια αστραπιαία καμπάνια, στηριγμένη σε σημαντικό αριθμό αφελών, πλην πιασάρικων βίντεο στα σόσιαλ μίντια, που αναπαράγονταν τηλεοπτικά στις ειδήσεις και στις εκπομπές lifestyle. Ηταν το τηλεοπτικό προϊόν του καλοκαιριού. Αξιοποίησε προς όφελός του το πένθος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, σκορπώντας παιδαριώδεις υποσχέσεις, του τύπου «Εγώ κερδίζω τον Μητσοτάκη», ενθουσιάζοντας επιπλέον ένα μικρό, αλλά κρίσιμο, εκτός ΣΥΡΙΖΑ, κοινό. Ακόμα και σοβαροί άνθρωποι «την πάτησαν». Η καμπάνια του, συνδυάζοντας θετικά («Εγώ κερδίζω») και αρνητικά για τους συνυποψηφίους του μηνύματα, μέσω των φίλων του και τρολ στο Διαδίκτυο, κατάφερε να μετατρέψει την οργή και την τοξικότητα του Διαδικτύου σε καύσιμο υπέρ της υποψηφιότητάς του.

Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν περιγράψει με διάφορους τρόπους τον κ. Κασσελάκη: από Τραμπ και Μπέπε Γκρίλο έως alternative right. Με όρους πολιτικής επιστήμης, πώς θα τον χαρακτηρίζατε;

Φοβάμαι πως δίνουμε υπερβολική σημασία στην πολιτική σκέψη του Κασσελάκη. Με όρους κοινής πολιτικής λογικής, θα τον χαρακτήριζα άσχετο, με ανερμάτιστο λόγο. Νιώθω ντροπή όταν τον ακούω και αμηχανία που είναι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ακόμα και τώρα, δύο μήνες μετά την εκλογή του, δυσκολεύομαι να πιστέψω τι συνέβη. Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως εν αγνοία μας συμμετέχουμε σε κάποιο κοινωνικό πείραμα, σε ένα γιγαντιαίο «Βig Βrother», που μελετά τις αντοχές μας. Βεβαίως, υπάρχει κάποια πρωτόλεια πολιτική σκέψη στον Κασσελάκη. Σε αυτήν όντως διακρίνω πρωτοφασιστικά, λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, τύπου Τραμπ. Ο κόσμος του είναι ανησυχητικά μανιχαϊστικός, αφελής και με χοντροκομμένες διαιρέσεις (οι καλοί και οι κακοί, η ελίτ και ο λαός). Επίσης, η απαρέσκεια που δείχνει στους πολιτικούς θεσμούς, στις συλλογικές λειτουργίες και στα πολιτικά κείμενα θυμίζει λαϊκιστές ηγέτες και φασίστες του Μεσοπολέμου. Φοβάμαι, όμως, πως το σπουδαιολογούμε, γιατί αλλάζει με ιδιαίτερη ευκολία απόψεις. Τώρα που το σκέφτομαι, αν έπρεπε να βρω έναν Μαρξ που να έχει επηρεάσει τη σκέψη του, προφανώς δεν θα ήταν ο Κάρολος, αλλά ο Γκράουτσο. Ο Κασσελάκης μού δείχνει πως κινείται με πυξίδα το: «Αυτές είναι οι αρχές μου κι αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες». Αν ήμουν χριστιανός, θα αναφωνούσα έντρομος: Παναγιά, βοήθα!

Από την επομένη της εκλογής του από τη βάση του κόμματος, ο κ. Κασσελάκης δέχτηκε σφοδρότατη κριτική από ένα σημαντικό τμήμα του στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ. Ενας νέος πρόεδρος δεν δικαιούται μια στοιχειώδη περίοδο χάριτος ή και προσαρμογής; Είναι ορόσημο γι' αυτόν οι ευρωεκλογές;

Ο Κασσελάκης είναι μια ακρότατη συνθήκη, στην οποία όταν βρεθεί ένα κόμμα πρέπει να ηχήσουν οι σειρήνες της αυτοσυντήρησης. Σε κανένα κόμμα με στοιχειώδες αίσθημα αυτοσυντήρησης και κοινή λογική οι κομματικοί θεσμοί δεν θα έδιναν περίοδο χάριτος, όχι οκτώ μήνες, αλλά ούτε οκτώ εβδομάδες. Δείτε τους βρετανούς Συντηρητικούς, ένα κόμμα 200 χρόνων. Εκεί υποχρεώθηκε σε παραίτηση η Λιζ Τρας από την ηγεσία του κόμματος και την πρωθυπουργία μέσα σε μόλις επτά εβδομάδες από την εκλογή της. Ο ρεαλισμός των Τόρις τούς οδήγησε τάχιστα να αντιληφθούν πως είχαν διαπράξει σοβαρό λάθος εκλέγοντας την Τρας και το διόρθωσαν. Τι μας λέει αυτή η ιστορία; Πως τα κόμματα εξουσίας πρέπει να συμπεριφέρονται ως κόμματα εξουσίας, όχι ως λέσχες πειραματισμού.

Δεδομένου ότι έφυγαν ή φεύγουν τα λεγόμενα «αριστερά βαρίδια», τι κόμμα θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του Στ. Κασσελάκη;

Ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από τον Κασσελάκη ήταν ένα κόμμα εντός του οποίου ισορροπούσαν τρία μεγάλα ρεύματα: Αυτό που εξέφραζε την αριστερή τάση και έφτανε μέχρι τον αριστερό ριζοσπαστισμό, η αριστερή σοσιαλδημοκρατία, που την εξέφραζε ο Τσίπρας, και το λαϊκιστικό ρεύμα. Το τελευταίο είχε στους κόλπους του διάφορους «θυμωμένους» τοξικούς, που το βασικό τους γνώρισμα ήταν πως έβλεπαν την πολιτική ως «σκανδαλοθηρία» και πεδίο αναπαραγωγής θεωριών συνωμοσίας. Το λαϊκιστικό ρεύμα δεν εμπνέεται από κανένα από τα θέματα της ριζοσπαστικής ή της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας. Δεν δίνει δεκάρα γι' αυτά τα ζητήματα. Τα βρίσκει κουραστικά και ανιαρά. Το λαϊκιστικό ρεύμα διψάει απλώς για την εξουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα μετασχηματιζόταν σταδιακά από ριζοσπαστικό σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ο μετασχηματισμός όμως αυτός γινόταν στα τυφλά, αρχικά μέσω της τριβής του με τις απαιτήσεις της διακυβέρνησης και στη συνέχεια από την επιθυμία επιστροφής του σε αυτήν, χωρίς προγενέστερη σοβαρή θεωρητική επεξεργασία και, κυρίως, χωρίς τον αναγκαίο εσωτερικό και επίπονο διάλογο. Πάντως, έστω αδέξια και χοντροκομμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ επί Αλέξη Τσίπρα επιχειρούσε να συνθέσει και να εκφράσει έναν μεγάλο ιδεολογικό πλούτο και ένα ευρύ φάσμα ιδεών. Από το κόμμα της σπασμωδικής και στα τυφλά σοσιαλδημοκρατικοποίησης, περάσαμε σήμερα στο κόμμα του λαϊκιστικού, τοξικού τίποτα. Γιατί αυτή είναι η συνεισφορά του διδύμου Κασσελάκη - Πολάκη στον ΣΥΡΙΖΑ: Ενα λαϊκιστικό, τοξικό τίποτα.

Για τη σημερινή, εκφυλιστική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, η ευθύνη κατά τη γνώμη σας πού ανήκει; Είναι απόρροια της εκλογής Κασσελάκη; Ή, μήπως, όπως λένε φανατικοί πολέμιοι του ΣΥΡΙΖΑ, «αυτή η κατάληξη του άξιζε»;

Δύσκολη ερώτηση, με άρωμα χαιρεκακίας. Το αντιλαμβάνομαι, «Vae victis», ουαί τοις ηττημένοις, δηλαδή. Οταν το ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε και βρέθηκε στα πρόθυρα της εξαΰλωσης το 2015, πολλοί από όλο το πολιτικό φάσμα αισθάνθηκαν την ανάγκη να πουν «καλά να πάθουν». Ηταν η εποχή που αριστεροί και δεξιοί έριχναν τις ευθύνες της χρεοκοπίας σε μια «νοοτροπία ΠΑΣΟΚ», που κυριάρχησε για αρκετά χρόνια, νοοτροπία που ήταν ταυτισμένη με το πελατειακό κράτος, τις δημόσιες και ιδιωτικές σπατάλες, τον νεοπλουτισμό κ.λπ. Σήμερα, από την άλλη, πολλοί θυμούνται τις μέρες που ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ταύρος σε υαλοπωλείο, εφορμούσε στο υπό κατάρρευση τότε κομματικό σύστημα, έχοντας έντονα καταγγελτικό, συχνά τοξικό λόγο, που ήταν πραγματικά ανυπόφορος. Δεν ήταν όλα για πέταμα, κάθε άλλο, αλλά δυστυχώς η τραγική συνεργασία του με τους ΑΝ.ΕΛ. οδήγησε σε παράκρουση την τοξικότητα του λόγου του, ειδικά στο Διαδίκτυο, αν και εκεί που σόκαρε περισσότερο ήταν στο Κοινοβούλιο. Η έξαρση της τοξικότητας σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφώς απόρροια της κυριαρχίας εντός του της λαϊκιστικής ομάδας, που παίζει στο γήπεδό της, ένα γήπεδο-βούρκο δηλαδή.

Ζήσατε από κοντά τον Αλέξη Τσίπρα την περίοδο των εθνικών εκλογών. Εκτιμάτε πως μια δική του παρέμβαση, έστω την ύστατη ώρα, θα μπορούσε να διασώσει τον ΣΥΡΙΖΑ;

Ναι, είμαι πεπεισμένος γι' αυτό!

Αυτή τη στιγμή, τι ρόλο θα μπορούσε να παίξει ο κ. Τσίπρας; Του τοποτηρητή των εξελίξεων στον ΣΥΡΙΖΑ, του πρώην πρωθυπουργού που παρεμβαίνει στα μεγάλα θέματα ή είναι ένα κεφάλαιο για την ευρύτερη Κεντροαριστερά, που σύντομα μπορεί να τον δούμε ξανά σε πρωταγωνιστικό ρόλο;

Δυστυχώς, κάθε μέρα που περνά και ο Κασσελάκης παραμένει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, κάθε φορά που αναφέρει το όνομα του προκατόχου του υπό την ιδιότητα του προέδρου του κόμματος, η κληρονομιά του Αλέξη Τσίπρα συρρικνώνεται. Οι ηγέτες κρίνονται και από αυτό που μας κληροδοτούν, από τους διαδόχους τους δηλαδή.

Ο κ. Τσακαλώτος αποχώρησε, ενώ είναι θέμα χρόνου το ίδιο να πράξει και η πλευρά της κυρίας Αχτσιόγλου. Κατά τη γνώμη σας, υπάρχει χώρος και για άλλο κόμμα μεταξύ ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ; Και αν ναι, τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει αυτό;

Εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε το πεδίο της σοβαρότητας και πρωταγωνιστεί στο πεδίο του γκροτέσκο θεάματος, υπάρχει άφθονος χώρος για ένα σοβαρό κόμμα της Αριστεράς, που θα επιδιώκει μεν να συμμετάσχει στη διακυβέρνηση, αλλά δεν θα θέλει να είναι ένα λαϊκιστικό σούπερ μάρκετ, με έναν κλόουν στη βιτρίνα του, για να προσελκύει πελατεία. Εχουμε ανάγκη σήμερα όχι από έναν θίασο ή ένα πρωινάδικο με lifestyle ειδήσεις, αλλά από ένα σοβαρό και συγκροτημένο πολιτικό κόμμα, που θα διατυπώνει τις πολιτικές του προτάσεις με σαφήνεια και συνεκτικότητα, που θα συνδέει τα μεγάλα ζητήματα με την καθημερινότητα και που θα επιχειρεί να κάνει πολιτική για τις λαϊκές ανάγκες, χωρίς να κάνει λαϊκισμό. Με απλά λόγια, έχουμε ανάγκη από μια πραγματική κυβερνώσα Αριστερά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών.

Οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούν ότι το ΠΑΣΟΚ στο επόμενο κύμα δημοσκοπήσεων θα είναι δεύτερο κόμμα. Βλέπετε κάτι τέτοιο να συμβαίνει με όρους ηγεμονίας για το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη ή απλώς θα είναι λίγο πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ και θα μοιράζονται μια μικρή εκλογική πίτα;

Δύσκολο να εκτιμήσω. Οι διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ ίσως αφήσουν ακόμα μεγαλύτερο εκλογικό αποτύπωμα από αυτό που βλέπουμε σήμερα στις δημοσκοπήσεις. Πάντως, είναι εμφανές πως, προς το παρόν, ούτε το ΠΑΣΟΚ κερδίζει σημαντικά εκλογικά ακροατήρια, τέτοια τουλάχιστον που να το βάλουν σε τροχιά διεκδίκησης της διακυβέρνησης μόνο του, παρότι, αν θέλουμε να μιλάμε με ειλικρίνεια, με όρους σοβαρότητας απέχει παρασάγγας από τον σημερινό θίασο που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ. Πάντως, το ζήτημα για την Κεντροαριστερά δεν είναι να τρώει τις σάρκες της, αλλά να μπορέσει να καταρρίψει την κεντροδεξιά ηγεμονία.

Υπάρχει κάτι που να μπορεί να απειλήσει την κυριαρχία της Ν.Δ. και του κ. Μητσοτάκη εκτός από τα περίφημα γεγονότα, που έλεγε και ένας πρώην πρωθυπουργός της Αγγλίας;

Η ηγεμονία της Ν.Δ. και του Μητσοτάκη έχει βαθύτερα χαρακτηριστικά. Τα τελευταία χρόνια, έχουν διαμορφωθεί μετασχηματισμοί στην ελληνική κοινωνία, που σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με το τραύμα της χρεοκοπίας, τις συνέπειές της, αλλά και τις χαμένες προσδοκίες από τον τρόπο που οι κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν το ζήτημα. Στη συνέχεια, η περίοδος της πανδημίας επηρέασε κι αυτή τις νοοτροπίες και τις στάσεις των πολιτών. Σήμερα, η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά των ανατολικοευρωπαϊκών κοινωνιών που έζησαν το σοκ της μετάβασης το 1989-1990 και τις πολιτικές του νεοφιλελεύθερου σοκ. Αυτές οι κοινωνίες φλερτάρουν με τον σκληρό συντηρητισμό, τον αυταρχισμό και τον λαϊκισμό, ενώ η Κεντροαριστερά έχει μικρή σχετικά απήχηση. Μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών είναι μια κυνική και δύσπιστη κοινωνία, αδιάφορη για τα μεγάλα, απορροφημένη από τις καθημερινές ανάγκες της επιβίωσης. Μια τέτοια κοινωνία είναι καχύποπτη απέναντι στο οραματικό και το νέο και προτιμά προτάσεις που της διασφαλίζουν, φαντασιακά τουλάχιστον, τη σταθερότητα και τον καθημερινό επιούσιο. Ομως, ο ρόλος της προοδευτικής πολιτικής δεν είναι να παριστάνει τον ουδέτερο παρατηρητή, αλλά να διευρύνει τα όρια του εφικτού. Ετσι, αν θέλουμε να σπάσει η ηγεμονία της Δεξιάς, πρέπει να κάνουμε κάτι κι εμείς και όχι να περιμένουμε τα γεγονότα.

*Δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα «Παραπολιτικά»