Τέλος στην ατιµωρησία, «φρένο» στη δικοµανία και «γκάζι» στη Δικαιοσύνη, µε την ενοποίηση των Ειρηνοδικείων µε τα Πρωτοδικεία, είναι οι στόχοι του νέου νοµοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, που αναµένεται να τεθεί σε δηµόσια διαβούλευση πριν από το τέλος Νοεµβρίου και περιλαµβάνει σαρωτικές αλλαγές σε διατάξεις του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας και του Ποινικού Κώδικα. Βαριές «καµπάνες» θα καλούνται να πληρώνουν οι δικηγόροι που, κατά την κρίση του δικαστηρίου, διαταράσσουν τη συνεδρίαση ή επιδεικνύουν προσβλητική συµπεριφορά σε βάρος µέλους της σύνθεσης.


Αφορµή για αυτή την αλλαγή υπήρξαν συµπεριφορές που κατά καιρούς έχουν εκδηλωθεί σε δικαστικές αίθουσες το προηγούµενο διάστηµα, όπως για παράδειγµα οι επανειληµµένοι ναζιστικοί χαιρετισµοί συνηγόρου υπεράσπισης στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Το Αρθρο 336 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας σχεδιάζεται να αλλάξει στο κοµµάτι που αφορά την κύρωση για τους δικηγόρους, αφού προβλέπει ήδη πως για περιπτώσεις θορύβου ή ανυπακοής από άλλο διάδικο ή πρόσωπο οι δικαστές µπορούν να επιβάλουν χρηµατικές ποινές από 50-100 ευρώ ή αποβολή ή κράτηση έως 24 ωρών. Σύµφωνα µε τις προωθούµενες αλλαγές, όµως, προστίθεται εδάφιο, σύµφωνα µε το οποίο «το δικαστήριο µπορεί να επιβάλει κατά του συνηγόρου που δηµιουργεί θόρυβο ή δείχνει ανυπακοή (...) πειθαρχικές ποινές (...) και σε κάθε περίπτωση διατάραξης της συνεδρίασης ή προσβλητικής συµπεριφοράς κατά του δικαστηρίου ή µέλους του, της περίπτωσης γ' του κώδικα δικηγόρων». Ωστόσο, η περίπτωση γ' προβλέπει πρόστιµο από 500 µέχρι 10.000 ευρώ!

Αναβολές

Βαθιά το χέρι στην τσέπη όµως καλούνται να βάλουν οι δικηγόροι και οι διάδικοι σε ακόµα µία περίπτωση, όταν ζητούν αναβολή εξαιτίας άλλης υπόθεσης. Η νέα τροποποίηση του Αρθρου 349 ΚΠ∆ επιχειρεί να βάλει «φρένο» στις συνεχείς αναβολές που συχνά ζητούνται λόγω κωλύµατος του δικηγόρου εξαιτίας συµµετοχής του σε άλλη δίκη. Πλέον, θα πρέπει προηγουµένως να καταβληθεί παράβολο, το οποίο ξεκινά από 300 ευρώ για αιτήµατα ενώπιον του Μονοµελούς Πληµµελειοδικείου, ανεβαίνει στα 600 ευρώ για αιτήµατα ενώπιον του Τριµελούς Πληµµελειοδικείου και φτάνει τα 1.200 ευρώ για αιτήµατα ενώπιον των Μικτού Ορκωτού ∆ικαστηρίου και των Εφετείων. Τσουχτερά είναι και τα έξοδα που θα επιβάλλονται σε όσους καταδικάστηκαν, αφού µε την προωθούµενη αλλαγή του Αρθρου 577 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας το ποσόν των εξόδων για κάθε κατηγορούµενο που καταδικάζεται θα ορίζεται µε την καταδικαστική απόφαση και θα κυµαίνεται ανάλογα µε τον βαθµό δικαιοδοσίας από τα 200 έως τα 4.000 ευρώ.

Διαβάστε ακόμα: Έρχονται σημαντικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα: Αυστηροποίηση ποινών, "ψαλίδι" αναβολών και… περισσότερη φυλακή (Βίντεο)

Το νοµοσχέδιο προσπαθεί να βάλει ένα τέλος και στη δικοµανία, που αναφέρεται πλέον ρητά στο άρθρο και εισάγεται ως νοµικός όρος, σε µια προσπάθεια να µπει ένας «κόφτης» σε όσους αρέσκονται να απασχολούν τη ∆ικαιοσύνη δίχως σοβαρό λόγο. Αρχικά, επανέρχεται το παράβολο των 100 ευρώ, το οποίο ίσχυε προ του 2019, προκειµένου κάποιος να υποβάλει µήνυση. Εξαίρεση αποτελούν µηνύσεις που αφορούν εγκλήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονοµικής εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εγκλήµατα ενδοοικογενειακής βίας, εγκλήµατα ρατσιστικών διακρίσεων και εγκλήµατα παραβιάσεων της ίσης µεταχείρισης.

Εξτρα «δίχτυ προστασίας» από τους λάτρεις της παρέλκυσης της ∆ικαιοσύνης αποτελεί και το παράβολο των 600 ευρώ (από 230 ευρώ σήµερα) που θα απαιτείται από εκείνον που θέλει να προσφύγει κατά µιας διάταξης αρχειοθέτησης λόγω αβασιµότητας της µήνυσης που υπέβαλε. Ειδική «µεταχείριση» επιφυλάσσει το νοµοσχέδιο στους δικοµανείς, που θα επιβαρύνονται µε 1.500 ευρώ για τις αβάσιµες µηνύσεις τους. Οπως αναφέρεται στο νέο Αρθρο 580 ΚΠ∆, «ο εισαγγελέας, όταν αρχειοθετεί τη µήνυση ή απορρίπτει την έγκληση, επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του µηνυτή ή του εγκαλούντος, αν πειστεί ότι η µήνυση ή η έγκληση ήταν προφανώς αβάσιµη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίµησης ή εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο ή από τάση δικοµανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθµού αβάσιµων προηγουµένων µηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου».

«Ασπίδα»

Ανάµεσα στις σηµαντικές αλλαγές του νοµοσχεδίου περιλαµβάνεται και η πρόβλεψη-«ασπίδα» για εκπαιδευτικούς, γιατρούς, προπονητές και άλλους που καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, αφού θεσπίζεται «ακαταδίωκτο» και «δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσµενή µεταχείριση για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά µόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά».

Παράλληλα, εµπρηστές εξ αµελείας, αλλά και δράστες άλλων αδικηµάτων που έχουν καταδικαστεί και αφήνονται ελεύθεροι µε αναστολή, αλλά στο µεσοδιάστηµα παραβιάζουν εκ νέου τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, θα αντιµετωπίζονται πλέον εντελώς διαφορετικά από τη ∆ικαιοσύνη. Το τέλος στην ατιµωρησία επιχειρείται µε σειρά διατάξεων, όπως είναι η επαναφορά της µετατροπής των ποινών σε χρήµα, που, κατά περίπτωση, θα µπορεί να φτάνει ακόµα και στα 100 ευρώ την ηµέρα, η κοινωνική εργασία και η διασύνδεση του µέτρου αυτού και µε περισσότερους φορείς του ∆ηµοσίου, εκτός των ΟΤΑ, αλλά και η έκτιση των ποινών είτε µερικώς είτε καθ’ ολοκληρίαν. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι, αν το δικαστήριο κρίνει πως η µετατροπή της ποινής ή η παροχή εργασίας «δεν θα είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων (...), µπορεί να διατάξει την πραγµατική εκτέλεση του µέρους αυτού (σ.σ. µέρους της ποινής), η διάρκεια του οποίου δεν µπορεί να είναι κατώτερη των 10 ηµερών ούτε ανώτερη των 3 µηνών».

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής.