«Σας έχει λείψει ο δικοµµατισµός;». Το ερώτηµα θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς αποχαιρετούµε το 2023 και κάνουµε ποδαρικό σε (ακόµη) µία χρονιά αβεβαιοτήτων. Η παραλλαγή του ερωτήµατος θα µπορούσε να ήταν: «Εχετε νοσταλγήσει τον µεταπολιτευτικό δικοµµατισµό;». Ή: «Θα επιθυµούσατε τη διαµόρφωση ενός δικοµµατικού συστήµατος νέας κοπής;».

Για να θυµηθούµε λίγο την πρόσφατη ιστορία, το 2009 ήταν η τελευταία φορά που η κάλπη έδωσε αποτελέσµατα ενός δικοµµατισµού, όπως τον γνωρίσαµε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου είναι ο νικητής των εκλογών µε 43,9%, µε τη Ν.∆. να έρχεται δεύτερη µε 33,5%. Σύνολο ψήφων για τα δύο κόµµατα εναλλαγής: 77,4%. Για την ιστορία επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε µόλις το 4,6% των ψήφων.

Η χώρα βρισκόταν ήδη όµως σε τροχιά χρεοκοπίας και αποδόµησης, πολιτικής και κοινωνικής. Το 2012 επέρχεται µαζί µε την κρίση και η κατάρρευση του δικοµµατισµού. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 ΠΑΣΟΚ και Ν.∆. µαζί συγκεντρώνουν το απίστευτα χαµηλό ποσοστό 32,1%! Ενα µήνα µετά εµφανίζεται µια τάση αναδιάταξης δύο πόλων, µε τη Ν.∆. και τον ΣΥΡΙΖΑ να συντηρούν δυνάµεις, την ώρα που το ΠΑΣΟΚ καταρρέει. Ολα αυτά µόλις µία δεκαετία πριν... Ακολουθεί ο γολγοθάς των µνηµονίων και, παράλληλα, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, που από το 2015, µε τα δεκανίκια των ΑΝ.ΕΛ., κερδίζει τις εκλογές. Είναι η εποχή της ανασύνταξης της Ν.∆. µε την αλλαγή στην ηγεσία της, το φως στο τούνελ της κρίσης και τις αµυδρές ελπίδες για ανάκαµψη.

Είναι, παράλληλα, η γένεση µιας συζήτησης για έναν µεταµνηµονιακό δικοµµατισµό, µε τη Ν.∆. και τον ΣΥΡΙΖΑ να συνιστούν τους δύο πόλους αντιπαράθεσης για την κυβερνητική εξουσία. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης επικαλούνται τα ποσοστά των εκλογών του 2019, όπου η Ν.∆. κερδίζει τις εκλογές µε 39,9% και ο ΣΥΡΙΖΑ ηττάται, αλλά συγκρατεί αξιόλογες δυνάµεις, συγκεντρώνοντας 31,5%. Επειτα από χρόνια, πράγµατι, το σύνολο των δύο µεγαλύτερων κοµµάτων υπερβαίνει το 70%.

Τη θεωρία του µεταµνηµονιακού δικοµµατισµού υποστήριξαν τότε πολλοί, θεωρώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τα φόντα εναλλαγής στην εξουσία. Πιο πολύ απ’ όλους φαίνεται να το πίστεψε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρώην πρόεδρός του, που µάλιστα χρησιµοποίησαν πολλά από τα πολιτικά εργαλεία της «χρυσής εποχής» του δικοµµατισµού: την τοξικότητα, τον λαϊκισµό, τη θεωρία του «ώριµου φρούτου», βασισµένη στη φθορά της Ν.∆., και τη διχαστική πολιτική, που ενίσχυσε το αντιΣΥΡΙΖΑ µέτωπο. Ολα αυτά σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέµους µε τις εκλογές του καλοκαιριού του 2023. Η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ σήµανε το τέλος των θεωριών και των αυταπατών για έναν αναιµικό, έστω, µεταµνηµονιακό δικοµµατισµό. Σήµανε το τέλος του πυρήνα για τη λειτουργία ενός δικοµµατικού συστήµατος, τη δυνατότητα εναλλαγής δύο βασικών πόλων στην εξουσία. Τέτοια δυναµική σήµερα δεν υπάρχει και δεν διαγράφεται στον ορίζονται.

Η καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνοδεύθηκε από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ ή, γενικότερα, από τη διαµόρφωση των προϋποθέσεων για έναν πολιτικό σχηµατισµό που θα απειλήσει άµεσα την πολιτική κυριαρχία της Ν.∆. Μια τέτοια δυναµική δεν διαγράφεται στον ορίζοντα, ακόµα και µε ενδιάµεσο σταθµό καταγραφής των πολιτικών τάσεων τις ευρωεκλογές του 2024. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση καταγράφει ρεκόρ αρνητικών γνωµών για κρίσιµα θέµατα, όπως την αντιµετώπιση της ακρίβειας, την εγκληµατικότητα, τις ανεπάρκειες στους τοµείς της Υγείας και της Παιδείας. Ακόµα όµως και οι δυσαρεστηµένοι πολίτες, καθώς στρέφουν το βλέµµα τους για εναλλακτικές λύσεις, απογοητεύονται και, τελικά, δίνουν «ψήφο ανοχής» στην κυβέρνηση της Ν.∆., παρά τις ανεπάρκειες... Κι αν κάποτε η σταθερότητα µιας χώρας περνούσε µέσα από το δίπολο εξουσίας, µε τη δικοµµατική εναλλαγή της κυβερνητικής σκυτάλης, σήµερα σηµείο αναφοράς για τη σταθερότητα είναι κατά βάση το κυβερνών κόµµα.

Οµως η σταθερότητα, παρά την επιφαινόµενη στατικότητα του όρου, είναι µια δυναµική τάση, είναι συνάρτηση των διαθέσεων των πολιτών, των κοινωνικών διεργασιών, ακόµα και των γεωπολιτικών εξελίξεων. Και το απλουστευτικό σχήµα «σταθερότητα ίσον κυβέρνηση της Ν.∆.» σε τίποτε δεν εγγυάται τη διάρκειά του. Πολύ περισσότερο όταν όχι µόνο εκλείπει µια εναλλακτική πρόταση εξουσίας, αλλά όταν η κυβέρνηση υποπίπτει στον πειρασµό της αυθαιρεσίας, µε δεδοµένο τον αδύναµο αντιπολιτευτικό λόγο και έλεγχο. Ας µην ξεχνάµε επίσης ότι ο δικοµµατισµός διέρχεται κρίση διεθνώς. Ακόµα και στις ΗΠΑ οι φυγόκεντρες τάσεις τόσο στο ∆ηµοκρατικό Κόµµα όσο και στους Ρεπουµπλικανούς κάνουν πολλούς να αναρωτιούνται για το µέλλον του.

Συνεπώς, κανείς δεν µπορεί να προβλέψει τη συνέχεια του πολιτικού σίριαλ στην Ελλάδα. Αλλά µε τα σηµερινά δεδοµένα µοιάζει αδύνατη µια νοσταλγική επαναπροσέγγιση ενός πάλαι ποτέ ρωµαλέου δικοµµατισµού. Από την άλλη, ένα «µονότερµα» µε έναν παίκτη κυρίαρχο έχει τα όριά του. Με αυτά τα δεδοµένα, αυτό που σήµερα εµφανίζεται και σε σηµαντικό βαθµό είναι το πλεονέκτηµα της Ν.∆., δηλαδή η εγγύηση της σταθερότητας µε τη σφραγίδα της πολιτικής της κυριαρχίας, δεν είναι κάτι που διασφαλίζεται αυτόµατα για το µέλλον.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής