Aπό το 1981, όταν και έγιναν οι πρώτες ευρωεκλογές στην Ελλάδα, ελάχιστες είναι οι αντίστοιχες εκλογικές αναµετρήσεις που είχαν ουσιαστικό πολιτικό αντίκτυπο. ∆εν γνωρίζουµε αν είναι συµπτωµατικό ή όχι, πάντως ήταν οι δύο τελευταίες εκλογικές διαδικασίες για την Ευρωβουλή, αυτές του 2014 και του 2019, που ουσιαστικά προκάλεσαν ραγδαίες εξελίξεις και εντέλει οδήγησαν σε κυβερνητική αλλαγή. Η νίκη που πέτυχε ο κ. Τσίπρας στις ευρωεκλογές του 2014 ουσιαστικά διαµόρφωσε οριστικά το πολιτικό σκηνικό πριν επέλθει η µεγάλη εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, µερικούς µήνες αργότερα. Αντιστοίχως, η δεινή ήττα του κ. Τσίπρα στις ευρωεκλογές του 2019 έκανε τον τότε πρωθυπουργό να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, τις οποίες κέρδισε µε µεγάλη διαφορά, λίγες εβδοµάδες µετά, ο κ. Μητσοτάκης.

Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου γίνονται ακριβώς ένα χρόνο από τις εθνικές εκλογές, όταν η Ν.∆. είχε πετύχει τη µεγαλύτερη νίκη που έχει πετύχει ποτέ κόµµα µετά το 1974, αφήνοντας τον (δεύτερο) ΣΥΡΙΖΑ να υπολείπεται µε 22 ποσοστιαίες µονάδες. Παρά ταύτα, οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές προεξοφλούν πως οι επικείµενες ευρωεκλογές είναι πολύ πιθανό να διαµορφώσουν ένα νέο πολιτικό τοπίο, έστω και αν οι εθνικές εκλογές είναι σε τρία χρόνια από τώρα και ενδιαµέσως δεν υπάρχει άλλη εκλογική αναµέτρηση. Στις ευρωεκλογές κατέρχεται ένα πολύχρωµο µπουκέτο κοµµάτων, για όλα τα πολιτικά γούστα, από τα αριστερά έως τα δεξιά του πολιτικού χάρτη. Εως πρότινος, δε, η διαδικασία έµοιαζε µε περίπατο για την κυβέρνηση.

Η σταθερότητα


Οι εξελίξεις γύρω από την υπόθεση των Τεµπών, σε συνδυασµό µε ζητήµατα όπως αυτά της ακρίβειας, των υποκλοπών ή της ασφάλειας των πολιτών, αλλά και της σύγκρουσης µε την Εκκλησία λόγω του γάµου των οµόφυλων ζευγαριών, µοιάζουν να έχουν αλλάξει τα δεδοµένα. Είναι χαρακτηριστικό πως τις τελευταίες ηµέρες ο πρωθυπουργός προσπάθησε να δώσει έναν έντονο πολιτικό τόνο στις ευρωεκλογές, προτάσσοντας το θέµα της κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά και την εντολή της ενίσχυσης του µεταρρυθµιστικού έργου. Οι δηµοσκοπήσεις εµφανίζουν τη Ν.∆. πέριξ του ψυχολογικού ορίου του 30%, έστω και αν από κανένα στέλεχος -και πολύ περισσότερο τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη- δεν έχει µπει (ακόµα) εκλογικός πήχυς. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο πήχυς είναι στο ποσοστό που είχε πετύχει η Ν.∆. στις ευρωεκλογές του 2019, ήτοι στο 33%, ενώ άλλοι, λιγότερο αισιόδοξοι, θεωρούν ότι το στοίχηµα είναι να έχει η «γαλάζια» παράταξη το «3» µπροστά, να είναι δηλαδή πάνω από το 30%.

Είναι σαφές, πάντως, πως το κυβερνών κόµµα έχει πληγεί στα δεξιά του αφενός από τα σταθερά ανοίγµατα του πρωθυπουργού στον χώρο του Κέντρου και τα αντίστοιχα πρόσωπα που έχει τοποθετήσει στο υπουργικό συµβούλιο και τον κρατικό µηχανισµό, αφετέρου από την (συνεπή) επιλογή να φέρει τον γάµο των οµόφυλων ζευγαριών πριν από τις ευρωεκλογές, όπως είχε δεσµευθεί ο ίδιος στη ∆ΕΘ του 2023. Η εξέλιξη αυτή µοιάζει να χτύπησε στο DNA πολλών από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Ν.∆., όπως προκύπτει και από το ρήγµα που έχει προκληθεί στη σχέση του Μεγάρου Μαξίµου µε την ηγεσία της Εκκλησίας. Τον προβληµατισµό του πρωθυπουργού επιτείνει και η στάση που κρατούν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, Κώστας Καραµανλής και Αντώνης Σαµαράς, οι οποίοι είναι εµφανές πως βρίσκονται σε ψυχική και πολιτική απόσταση από τον κ. Μητσοτάκη.

Σηκώνουν τους τόνους


Γι’ αυτό και εκτιµάται ότι το άθροισµα των κοµµάτων που κινούνται στα δεξιά της Ν.∆. µπορεί να φτάσει ακόµα και το 20%, µε κερδισµένους κυρίως την Ελληνική Λύση, αλλά και τη Νίκη, ενώ απαρατήρητο δεν περνά και το ποσοστό που συγκεντρώνει στις δηµοσκοπήσεις το κόµµα της Αφροδίτης Λατινοπούλου (Φωνή Λογικής). Ηδη, πάντως, οι επιτελείς του Μεγάρου Μαξίµου αποφάσισαν να σηκώσουν τους τόνους και να µην αφήνουν αναπάντητα όσα λέει ο κ. Βελόπουλος, µε αποκορύφωµα την απολύτως λαϊκίστικη πρότασή του να δώσει συντάξεις τριών και τεσσάρων χιλιάδων ευρώ µηνιαίως.

Στον αντίποδα, το πιο ισχυρό όπλο που έχει στη φαρέτρα της η κυβέρνηση είναι η διάχυτη αίσθηση που αποτυπώνεται εδώ και χρόνια στα ποιοτικά στοιχεία των δηµοσκοπήσεων, πως δεν υπάρχει πειστική εναλλακτική πρόταση από κανένα κόµµα της αντιπολίτευσης. Οπως επίσης και το γεγονός πως ο κ. Μητσοτάκης υπερέχει µε τεράστια διαφορά από τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς στο ζήτηµα της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία.

Θρυαλλίδα εξελίξεων


Την ίδια στιγµή, σε φάση ανασύνθεσης βρίσκεται όλος ο χώρος της Κεντροαριστεράς, µε το (όποιο) αποτέλεσµα των ευρωεκλογών να είναι βέβαιο πως θα προκαλέσει θρυαλλίδα εξελίξεων. Η µεγάλη µάχη είναι αυτή τη στιγµή µεταξύ του Στέφανου Κασσελάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη, µε τον πρώτο να φαίνεται πως έχει πάρει κεφάλι τις τελευταίες εβδοµάδες. Γι’ αυτό και ο κ. Ανδρουλάκης προχώρησε σε µια κίνηση υψηλού πολιτικού ρίσκου, δηλώνοντας πως η τρίτη θέση θα είναι αποτυχία για το ΠΑΣΟΚ. Θέλησε έτσι να τονώσει το ηθικό των στελεχών και των ψηφοφόρων του κόµµατός του, ανεβάζοντας ψηλά τον πήχυ. Εν τω µεταξύ, Στέφανος Κασσελάκης και Νίκος Ανδρουλάκης µοιάζουν να απευθύνονται σε εντελώς διαφορετικά ακροατήρια και να πολιτεύονται µε εντελώς αλλοτινό στιλ.

Ο µεν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως δεν ενδιαφέρεται τόσο για τους παραδοσιακούς αριστερούς ψηφοφόρους όσο να κινητοποιήσει πιο απολιτίκ κοινά, τους λεγόµενους ψηφοφόρους του καναπέ, ακόµα και ψηφοφόρους που είχαν ψηφίσει (ακρο)δεξιά κόµµατα. Και το κάνει πρωτίστως µε επικοινωνιακούς όρους, γι’ αυτό και πολλές από τις συνεντεύξεις που δίνει είναι σε lifestyle εκποµπές, ενώ αξιοποιεί στον ύψιστο βαθµό και τις σύγχρονες µεθόδους επικοινωνίας, όπως για παράδειγµα το TikTok. Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ θα πλαισιώνουν αρκετά πρόσωπα που είναι γνωστά από τα «πρωινάδικα» και τα social media. Συν τοις άλλοις, ο κ. Κασσελάκης είναι προφανές πως έχει εγκαταλείψει διαχρονικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως για παράδειγµα αυτές για τη φορολογία των επιχειρήσεων, τον φράκτη του Εβρου ή τον ρόλο του ΝΑΤΟ («ιερή συµµαχία» το χαρακτήρισε).

Μόνο ενωμένοι


Ο δε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κινείται πιο θεσµικά, µε έµφαση στην παρουσία του στη Βουλή, προσπαθώντας να πείσει πως ο ίδιος αποτελεί τη µόνη σοβαρή εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Μάλιστα, µε κάθε ευκαιρία ασκεί κριτική όχι µόνο στον κ. Μητσοτάκη, αλλά και προσωπικά στον κ. Κασσελάκη. Εχει πάντως ενδιαφέρον πως ο κ. Ανδρουλάκης επέλεξε να τοποθετήσει στο ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ πρόσωπα µε σαφή εκλογική στόχευση. Το ένα είναι ο Γιάννης Μανιάτης, µε σηµαντική απήχηση στους ψηφοφόρους του Κέντρου και όχι µόνο, και το άλλο είναι ο Θοδωρής Ζαγοράκης, προκειµένου να ενισχύσει την παρουσία του ΠΑΣΟΚ κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα που είναι πιο αδύναµο.

Ούτως ή άλλως, η µάχη για τη δεύτερη θέση µεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι απολύτως κρίσιµη για το µέλλον και τις προοπτικές των δύο πολιτικών ανδρών. Πολύ περισσότερο από τη στιγµή που είναι βέβαιο πως µετά τις ευρωεκλογές θα πυκνώσουν οι φωνές για ευρύτερες συγκλίσεις στο γήπεδο της Κεντροαριστεράς, µε πιο ηχηρή από όλες αυτή του Αλέξη Τσίπρα, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη παρέµβαση του πρώην πρωθυπουργού στο Forum των ∆ελφών. Αρκετοί, µάλιστα, θα µπουν στη λογική του αθροίσµατος των ποσοστών που θα συγκεντρώσουν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά για να καταδείξουν πως µόνο ενωµένα τα κόµµατα αυτά µπορεί να απειλήσουν την κυριαρχία της Ν.∆. Στην επιχειρηµατολογία τους θα ενταχθεί και το παράδειγµα της νίκης που καταγράφηκε στον ∆ήµο της Αθήνας στο πρόσωπο του κ. ∆ούκα.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή της Κυριακής