Η επιστολή Δαμιανού και οι γρίφοι του Σινά: Τι αναφέρεται στο επισυναπτόμενο έγγραφο που έστειλε ο αρχιεπίσκοπος της Μονής στον Νικήτα Κακλαμάνη
Το χρονικό και τα βήματα της κατάλυσης από την αιγυπτιακή πλευρά
Οι προσπάθειες εξωδικαστικού συμβιβασμού, οι 71 δίκες, οι παρεμβάσεις Σίσι και ελληνικής κυβέρνησης και το παρασκήνιο της τελικής απόφασης για τη Μονή Σινά

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ιστορικό της Μονής Σινά, όπως αυτό επισυνάπτεται στην επιστολή που έστειλε προ ημερών στον πρόεδρο της Βουλής, Νικήτα Κακλαμάνη, ο Αρχιεπίσκοπος της μονής, Δαμιανός. Όπως αναφέρεται σχετικά, η Αίγυπτος δεν είχε αμφισβητήσει την κυριότητα της μοναστικής αδελφότητας επί της Ιεράς Μονής Σινά και γενικότερα των ιδιοκτησιών της ιεράς μονής, ενώ, με βάση τη Σύμβαση με την UNESCO, η Αίγυπτος αποδέχθηκε ρητά ότι η μονή αλλά και όλες οι ιδιοκτησίες που βρίσκονται στον περιβάλλοντα χώρο είναι ιδιοκτησία της ιεράς μονής.
Διαβάστε: Η μάχη Γεραπετρίτη για τη Μονή Σινά και οι σύμμαχοί του - Η δοµηµένη και "ισορροπηµένη" πρόταση προς την αιγυπτιακή πλευρά
Σύμφωνα με το επισυναπτόμενο κείμενο, το 2012 ο δήμαρχος της πόλης της Αγίας Αικατερίνης προσέφυγε στην αιγυπτιακή Δικαιοσύνη υποστηρίζοντας ότι όλες οι ιδιοκτησίες της Ιεράς Μονής Σινά (εν συνόλω 71, μαζί με το κτίριο της ίδιας της ιεράς μονής) ανήκουν στο αιγυπτιακό Δημόσιο, με την ιερά μονή να κερδίζει όλες τις δίκες.
Τόσο το 2015 όσο και το 2016 η αιγυπτιακή πλευρά με δύο συμπληρωματικές αγωγές προσέφυγε στην αιγυπτιακή Δικαιοσύνη και υποστήριξε ότι τα 71 ακίνητα -συμπεριλαμβανομένης της Ιεράς Μονής Σινά- ανήκουν στο αιγυπτιακό κράτος. Το 2017 ο Αιγύπτιος πρόεδρος, Φατάχ Αλ Σίσι, έδωσε εντολή προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα εξωδικαστικά, με συμφωνία μεταξύ των μερών. Παρά την εντολή του και τις διαβουλεύσεις, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 21/5/2022, σύμφωνα με την οποία το αιγυπτιακό Δημόσιο είναι ιδιοκτήτης όλων των ακινήτων. Λίγο αργότερα, ασκήθηκε έφεση στην απόφαση του δικαστηρίου.
Την 1η/8/2024 ο Δαμιανός παρείχε ενημέρωση στην ελληνική κυβέρνηση σχετικά με τις 71 δίκες, αλλά και για το γεγονός ότι η απόφαση του δικαστηρίου είχε πάρει αναβολή για τις 21/9/2024. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ανεπίσημη ενημέρωση των μοναχών από την αιγυπτιακή πλευρά ήταν ότι όλες οι δίκες θα κερδίζονταν από το αιγυπτιακό Δημόσιο, και μάλιστα η απόφαση θα συνοδευόταν από την έξωση των μοναχών.
Μονή Σινά: Τα κύρια σημεία του συμβιβασμού που πρότεινε η αιγυπτιακή κυβέρνηση
Ακολούθως, στις 18/8, ο κυβερνήτης του Νότιου Σινά ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο Σινά ότι η αιγυπτιακή κυβέρνηση προτείνει έναν συμβιβασμό, ώστε να μην εκδοθεί η απόφαση την 21η/9/2024.
Τα κύρια σημεία του συμβιβασμού που πρότεινε η αιγυπτιακή κυβέρνηση ήταν:
α) Εννέα επιτροπές διαφόρων υπουργείων θα επισκεφθούν την περιοχή του Σινά για να εξετάσουν τα επίδικα σημεία και να υποβάλουν τα πορίσματά τους στο υπουργείο Δικαιοσύνης, ώστε να διαχωριστούν τα μνημεία από τις απλές γαίες.
β) Τα αρχαιολογικά ακίνητα θα ανήκουν στο κράτος και η μονή θα μπορεί να τα χρησιμοποιεί με άδεια κάθε φορά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, χωρίς να επιτρέπεται οιαδήποτε μεταβολή.
γ) Η μονή αναγνωρίζει ότι όλες οι γαίες που είναι καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι δημόσια περιουσία και σε αντάλλαγμα το αιγυπτιακό κράτος θα τις ενοικιάσει στη μονή για 20 έτη. Η ανεπίσημη ενημέρωση που υπήρξε από τον κυβερνήτη ήταν ότι η δικαστική απόφαση, εκτός της αναγνώρισης της κυριότητας του αιγυπτιακού κράτους επί των 71 ακινήτων, προέβλεπε την έξωση των μοναχών και την κατεδάφιση όλων των «αυθαιρέτων» κτισμάτων, στα οποία περιλαμβάνονταν και παρεκκλήσια. Η ιερά μονή αρνήθηκε τον συμβιβασμό και η αιγυπτιακή πλευρά ζήτησε από το ελληνικό κράτος να μεσολαβήσει ώστε οι μοναχοί να δεχτούν τον συμβιβασμό.
Η σύσκεψη στο Μαξίμου υπό τον Μητσοτάκη
Στις 12 Σεπτεμβρίου 2024 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, στο Μέγαρο Μαξίμου. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε ότι η Ελλάδα θα παρέμβει στην αιγυπτιακή κυβέρνηση για την επίλυση του θέματος, εντάσσοντάς το στις διμερείς σχέσεις, θα καταστήσει σαφές στην αιγυπτιακή πλευρά τη σπουδαιότητά του και θα επιδιώξει τα εξής ως ελάχιστα απαιτούμενα: α) κατοχύρωση της ιδιοκτησίας της ιεράς μονής στο κτίριο της ίδιας της ιεράς μονής και σε όλα τα κτίσματα που περιλαμβάνονται εντός των τειχών, καθώς και στα κειμήλια και τις συλλογές της ιεράς μονής, β) κατοχύρωση της νομικής προσωπικότητας της ιεράς μονής και γ) διασφάλιση του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της ιεράς μονής (με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχύρωση των Θεμελιωδών Κανονισμών της). Η ελληνική πλευρά ανακοίνωσε στην αιγυπτιακή ότι θα είναι έντιμος μεσολαβητής μεταξύ Αιγύπτου και ιεράς μονής και ζήτησε να οριστεί ο εκπρόσωπος της αιγυπτιακής πλευράς. Μάλιστα, ο πρόεδρος Σίσι όρισε τον κυβερνήτη του Νότιου Σινά ως τον εκπρόσωπό του στις συνομιλίες για την εξεύρεση ενός συμβιβασμού. Αμέσως μετά, η αιγυπτιακή πλευρά ξεκίνησε μια συνεχή πίεση να συμφωνηθεί άμεσα ο συμβιβασμός, επικαλούμενη συνεχώς ότι εντός των ημερών θα δημοσιευόταν η απόφαση του δικαστηρίου. Κάθε φορά, λίγο πριν από την επαπειλούμενη ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, το αιγυπτιακό Δημόσιο φρόντιζε να λαμβάνει αναβολή και επαναλαμβανόταν η ίδια μέθοδος άσκησης πίεσης προς την ελληνική πλευρά.
Στις 6 Φεβρουαρίου 2025 ελληνική αντιπροσωπεία επισκέφθηκε το Κάιρο και συναντήθηκε με τον κυβερνήτη του Νότιου Σινά. Το κλίμα ήταν θερμό και υπήρξε συμφωνία επί του κειμένου του συμβιβασμού μεταξύ των δύο πλευρών. Στο συγκεκριμένο κείμενο επαναλαμβάνονταν όσα αναφέρονταν για τα ιδιοκτησιακά ζητήματα στη Σύμβαση με την UNESCO (2002), ενώ είχε πρόνοιες και για ορισμένα άλλα ζητήματα (κατοχύρωνε ρητά το αυτοδιοίκητο της ιεράς μονής, την ισχύ των Θεμελιωδών Κανονισμών της, την πλήρη ονομασία της κ.λπ.).
Αναγνώριση ιδιοκτησίας
Μέσω του κειμένου αναγνωριζόταν η ιδιοκτησία της μονής και στα 71 ακίνητα, ενώ υπήρχε η πλήρης αποδοχή του κειμένου από την Ιερά Μονή Σινά. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, η ελληνική αντιπροσωπεία ενημέρωσε τους ομολόγους της ότι, μετά την υπογραφή του συμβιβασμού, προτείνει να υπογραφούν μνημόνια μεταξύ των δύο χωρών για τη νομική προσωπικότητα της ιεράς μονής, την προστασία των μνημείων και των κινητών κειμηλίων και την υποστήριξη του θρησκευτικού τουρισμού. Στο πλαίσιο του θερμού κλίματος, η ελληνική πλευρά εξέδωσε δελτίο Τύπου σύμφωνα με τις επιθυμίες της αιγυπτιακής πλευράς.Αμέσως μετά τη συμφωνία της 6ης/2/2025, η Ιερά Μονή Σινά δήλωσε έτοιμη να υπογράψει τον συμβιβασμό αμέσως. Η Αίγυπτος ενημέρωσε την Ελλάδα ότι θα χρειαζόταν κάποιος χρόνος για να υπογράψουν τον συμβιβασμό όλοι οι εμπλεκόμενοι στη δίκη από αιγυπτιακής πλευράς, ώστε να κατατεθεί στο δικαστήριο και να λήξει η δικαστική διαμάχη. Παράλληλα, το Κάιρο ζητούσε από το δικαστήριο να αναβάλει την έκδοση της απόφασης, επικαλούμενο ότι επίκειται συμβιβασμός μεταξύ των διαδίκων. Η τακτική αυτή επαναλήφθηκε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, ενώ η αιγυπτιακή πλευρά διαβεβαίωνε ότι η υπογραφή του συμβιβασμού είναι απλώς θέμα χρόνου. Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπήρξε κάποια προειδοποίηση και η Αίγυπτος, αντί να υπογράψει τον συμβιβασμό, δεν ζήτησε την αναβολή της ανακοίνωσης της απόφασης, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση στις 28/5/2025.
Η Αθήνα αιφνιδιάστηκε, καθώς δεν κατάφερε να διαβάσει την απόφαση μετά την έκδοσή της, αφού η σωστή μετάφραση απαιτεί μήνες εργασίας
Η απόφαση εστάλη στην ελληνική πλευρά στις 30/5/2025 στην αραβική γλώσσα. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα αιφνιδιάστηκε, καθώς δεν κατάφερε να διαβάσει την απόφαση μετά την έκδοσή της. Μάλιστα, η σωστή μετάφραση της απόφασης στα ελληνικά απαιτεί μήνες εργασίας από εξειδικευμένους νομικούς. Η ιερά μονή είχε ήδη λάβει την απόφαση μέσω των δικηγόρων της, οι οποίοι συνέταξαν στην αγγλική γλώσσα μια περίληψη των κρίσιμων σημείων.
H παραβίαση των "κόκκινων γραμμών", ο Μωάμεθ και ο Μέγας Ναπολέων
Από την περίληψη που συντάχθηκε από τους δικηγόρους της μονής η απόφαση είναι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από τον συμφωνηθέντα διακανονισμό. Το κυριότερο σημείο που παραβιάζει ευθέως τις «κόκκινες γραμμές» που είχαν τεθεί στη σύσκεψη της 12ης/9/2024 είναι ότι αναγνωρίζει ως ιδιοκτήτη των 28 «θρησκευτικών χώρων», μεταξύ των οποίων την ίδια την ιερά μονή, το αιγυπτιακό Δημόσιο. Οπως τονίζεται στο επισυναπτόμενο, ο χειρισμός της συνιστά καθαρό εμπαιγμό, προκάλεσε αρνητική δημοσιότητα, έπληξε την ελληνική κυβέρνηση και θέτει σοβαρό ζήτημα αξιοπιστίας της αιγυπτιακής πλευράς.
Η αιγυπτιακή πλευρά υποστήριξε στην υπόθεση ότι διασφαλίστηκε, είτε με τη δικαστική απόφαση είτε με τις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις, το δικαίωμα των μοναχών να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, γεγονός το οποίο, όμως, σύμφωνα με το έγγραφο που παραδόθηκε στη Βουλή, ουδέποτε αμφισβητήθηκε, ενώ περί της ιδιοκτησίας δεν γίνεται από την Αίγυπτο καμία δημόσια τοποθέτηση.
Ακόμα, στο έγγραφο τονίζεται ότι με τη δικαστική απόφαση, που δεν έλαβε υπ’ όψιν της την ιστορία και τους τίτλους ιδιοκτησίας της μονής, οι μοναχοί γίνονται ενοικιαστές στη μονή τους, που λειτουργεί χωρίς διακοπή εδώ και 1.500 χρόνια. Επίσης, τονίζεται ότι το καθεστώς σεβάστηκε ο προφήτης Μωάμεθ, ο οποίος έγραψε διαθήκη προς τους πιστούς του να προστατεύουν τη μονή και τους μοναχούς της, σεβάστηκαν οι σταυροφόροι, οι Μαμελούκοι, ο Μέγας Ναπολέων, οι Οθωμανοί και όλοι οι κατακτητές του ιερού αυτού τόπου μέχρι την ίδρυση του αιγυπτιακού κράτους, το 1922.
Επιπλέον, προστίθεται ότι με τη δικαστική απόφαση (28/5/2025) στην πραγματικότητα έγινε δικαστική δήμευση της περιουσίας της μονής. Όπως επισημαίνεται, η μονή δεν κατέχει πλέον ούτε το κτίριό της, το οποίο έχτισε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι, μετά την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, καταλύεται και το τελευταίο εν λειτουργία ελεύθερο κτίσμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
Τέλος -σύμφωνα με το έγγραφο-, φαίνεται ότι η παρουσία των μοναχών στη μονή είναι επισφαλής, μιας και παραμένουν εκεί με ετήσια άδεια παραμονής, οπότε ανά πάσα στιγμή το αιγυπτιακό κράτος μπορεί να μην τους ανανεώσει τις άδειες παραμονής.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά