Οποτε μια κυβέρνηση μπαίνει στο δεύτερο μισό της θητείας της, το πρώτο ερώτημα που τίθεται από πολλούς είναι: «Πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές;». Για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, το δεύτερο μισό της νέας κυβερνητικής της θητείας εκκίνησε πριν από δέκα μέρες και η απορία αυτή ήδη διατυπώνεται στη δημόσια σφαίρα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει δημόσια, πολλές φορές, ότι οι κάλπες θα στηθούν στο τέλος της τετραετίας, το 2027. Τις έχει προσδιορίσει και χρονικά μάλιστα, στο τέλος της άνοιξης της χρονιάς αυτής.


Τι λέει το Σύνταγμα για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες

Να δούμε πρώτα το τυπικό σκέλος: Με βάση το Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία, ο πρωθυπουργός πρέπει να προκηρύξει τις εκλογές για τον Ιούνιο του 2027 ή το αργότερο στις αρχές Ιουλίου του ίδιου έτους. Μπορεί να το πράξει νωρίτερα μόνο επικαλούμενος το Αρθρο 41 του Συντάγματος «για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων σε όλη τη Μεταπολίτευση, οι πρωθυπουργοί έχουν κάνει χρήση αυτής της συνταγματικής διάταξης για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.



Η ελληνική προεδρία στην Ε.Ε. φέρνει εκλογικό γρίφο

Το τυπικό σκέλος εν προκειμένω έχει και μία ακόμα διάσταση: Την 1η Ιουλίου του 2027 η χώρα μας παίρνει τη σκυτάλη από τη Λιθουανία και αναλαμβάνει επίσημα την εξάμηνη, κυλιόμενη προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μια κρίσιμη προεδρία για θέματα οικονομικά, ενεργειακά, αμυντικά και γεωπολιτικά, ενώ η Ελλάδα μπορεί να κληθεί να χειριστεί ακόμα και το τελευταίο στάδιο του οριστικού σχεδιασμού του επόμενου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την περίοδο 2028-2035. Την τελευταία φορά που η χώρα μας ασκούσε καθήκοντα προεδρεύουσας στην Ε.Ε. ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2014 και τότε ο κ. Μητσοτάκης ήταν υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Εχει έτσι και προσωπική εμπειρία από τη σοβαρότητα και τις απαιτήσεις του ρόλου αυτού για έναν πρωθυπουργό και ένα Υπουργικό Συμβούλιο.

Πρακτικά, λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι η όποια κυβέρνηση προκύψει από τις κάλπες πρέπει να έχει ορκιστεί, να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και να έχει επαρκή χρόνο μπροστά της για να κάνει την απαραίτητη προετοιμασία και τις απαιτούμενες διαβουλεύσεις με τις Βρυξέλλες, αλλά και με την απερχόμενη λιθουανική προεδρία, για να ανταποκριθεί με επάρκεια σε αυτά τα αυξημένα καθήκοντά της. Ουσιαστικά, λοιπόν, ένα διάστημα ικανό για να γίνουν όλα αυτά οργανωμένα και μεθοδικά είναι τουλάχιστον δύο μήνες - από την ορκωμοσία ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι την εκκίνηση της ελληνικής προεδρίας. Εμπειρος υπουργός με τον οποίο συνομιλήσαμε εκτιμά, μάλιστα, ότι το διάστημα αυτό πρέπει να είναι κανονικά μεγαλύτερο, αφού παράλληλα με την προετοιμασία για το ευρωπαϊκό «κοστούμι» κάθε υπουργός φοράει και το ελληνικό και τρέχει την ατζέντα και τις μεταρρυθμίσεις που έχει επιφορτιστεί να φέρει εις πέρας.


Γιατί ο πήχης της αυτοδυναμίας προκαλεί πονοκέφαλο στη Νέα Δημοκρατία

Εδώ, ωστόσο, μπαίνει στο ουσιαστικό σκέλος και ακόμα μία διάσταση: αυτή των δημοσκοπήσεων. Με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο ο πρωθυπουργός έχει δεσμευθεί να μην αλλάξει, ο πήχης για να πετύχει να σχηματίσει η Νέα Δημοκρατία αυτοδύναμη κυβέρνηση είναι στο 36%-37% (ανάλογα βέβαια και με το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής). Ολες οι τελευταίες μετρήσεις φέρνουν τη Ν.Δ. τουλάχιστον δέκα μονάδες πίσω από αυτόν τον στόχο στην πρόθεση ψήφου. Αν δεν κατορθώσει να καλύψει αυτή τη διαφορά μέχρι να ανοίξουν οι κάλπες, αυτό σημαίνει ότι αυτοδυναμία δεν θα υπάρξει, ενώ υπό τις παρούσες συνθήκες κυβέρνηση συνεργασίας μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει να σχηματιστεί. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι τις επόμενες ημέρες μετά τις εκλογές μπορεί να κληθεί και πάλι ανώτατος δικαστικός να αναλάβει υπηρεσιακός πρωθυπουργός και να οδηγήσει τη χώρα εκ νέου στις κάλπες.


Το σενάριο της διπλής ή τριπλής κάλπης και ο ρόλος της υπηρεσιακής κυβέρνησης

Η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν εμφανίζεται στη Βουλή για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Λόγω της ειδικής αποστολής που της αναθέτει το Σύνταγμα, υποβάλλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διάταγμα προς υπογραφή, που προβλέπει την άμεση διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, που θα διεξαχθούν τρεις με τέσσερις εβδομάδες αργότερα.

Καθώς, λοιπόν, είναι πολύ πιθανό να χρειαστούν δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις για να σχηματιστεί κυβέρνηση που θα απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής (κάποιοι αναλυτές κάνουν λόγο ακόμα και για τρεις δυνητικά), ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενδέχεται να χρειαστεί να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να προκηρύξει τελικά τις εκλογές στις αρχές του 2027. Ο «πειρασμός», ωστόσο, να μετακινηθεί η ημερομηνία αυτή λίγο νωρίτερα, στο τέλος του φθινοπώρου, μετά την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης τον Αύγουστο του 2026 και μετά τις όποιες παροχές θα δοθούν στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο, είναι σίγουρα μεγάλος και το σενάριο αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά