Με αφορμή την ανάρτηση του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελου Βενιζέλου, μέσω της οποίας επικρίνει έντονα την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή για τη χθεσινοβραδινή διαδικασία κατά τη συζήτηση των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και των ΣΥΡΙΖΑ-Νέας Αριστεράς για τη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής σχετικά με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, τοποθετήθηκαν κυβερνητικές πηγές, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι «η αναφορά της ανάρτησης σε δήθεν κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης που καθίσταται κρίση νομιμοποίησης δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας».

Διαβάστε: Ευάγγελος Βενιζέλος για "κοινοβουλευτικό κατάντημα": Η ηγεσία της ΝΔ επέλεξε τον πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών

Αιχμηρή απάντηση κυβερνητικών πηγών για ανάρτηση Βενιζέλου

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται αναλυτικά: 

«1. Σύμφωνα με το άρθρο 67 του Συντάγματος, η Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών, άρα σήμερα για τη λήψη απόφασης από τη Βουλή απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον 75 βουλευτών. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται άλλη συνταγματική διάταξη περί απαρτίας, η απαιτούμενη απαρτία για τη λήψη απόφασης της Βουλής προϋποθέτει την παρουσία 75 βουλευτών, χωρίς να υφίσταται καμία σχετική εξαίρεση στο Σύνταγμα.

2. Ως προς την αναγκαία πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης της Βουλής, το Σύνταγμα αφενός προβλέπει τον κανόνα του άρθρου 67 του Συντάγματος (απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών), ως προς τον οποίο όμως κανόνα υφίστανται εξαιρέσεις με ειδικές συνταγματικές διατάξεις, όπως αυτή του άρθρου 86 παρ. 3 που απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (άρα 151 θετικές ψήφους). Πρόκειται για ειδική πλειοψηφία που θεσπίζει απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 67 του Συντάγματος, όχι ως προς τον απαιτούμενο αριθμό παρόντων βουλευτών για τη λήψη απόφασης, αλλά ως προς την απαιτούμενη πλειοψηφία για την υπερψήφιση της πρότασης. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία καταλήγει να συγχέει, και μάλιστα ερμηνευτικά, χωρίς σχετικό έρεισμα στο Σύνταγμα, τον απαιτούμενο αριθμό παρόντων βουλευτών με την απαιτούμενη πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης, καταλήγοντας να απαιτεί έως και 200 παρόντες βουλευτές για τη λήψη απόφασης (στις περιπτώσεις που απαιτείται κατά το Σύνταγμα η ειδική αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών).

3. Ως προς τη διαπίστωση του απαιτούμενου κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής αριθμού βουλευτών για τη διεξαγωγή ψηφοφορίας και τη λήψη απόφασης, ρητώς ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπει τη σχετική αρμοδιότητα του Προεδρεύοντος (άρθρο 69 παρ. 4). Από τη στιγμή που αυτό το ζήτημα έχει κριθεί, δεν υφίσταται το οποιοδήποτε ζήτημα προτάσεων που εκκρεμούν για να τεθούν σε ψηφοφορία.

4. Τα τελευταία χρόνια, η κοινοβουλευτική πρακτική κατά την εφαρμογή του άρθρου 70Α του Κανονισμού της Βουλής αναγνωρίζει αυξημένες δυνατότητες συμμετοχής βουλευτή στην ψηφοφορία με επιστολική ψήφο, των οποίων πάντως έχει κάνει χρήση σε μικρότερο βαθμό η Νέα Δημοκρατία σε σχέση με τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης. Σε 57 περιπτώσεις ονομαστικών ψηφοφοριών κατά τις δύο πρώτες συνόδους της τρέχουσας βουλευτικής περιόδου το ποσοστό των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας που ψήφισαν με επιστολική ψήφο ανήλθε σε 22%, έναντι 42% του ΠΑΣΟΚ, 47% του ΣΥΡΙΖΑ, 34% της Ελληνικής Λύσης, 55% της Νέας Αριστεράς και 27% της Νίκης (ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του ΚΚΕ ανήλθε σε 16% και της Πλεύσης Ελευθερίας σε 13%). Η σχετική κριτική πρέπει να λαμβάνει πάντως υπόψη αυτά τα πραγματικά δεδομένα.

5. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως της όποιας επιχειρηματολογίας ως προς την αναγκαία απαρτία και πλειοψηφία, είναι σαφές ότι η καταληκτική αναφορά της ανάρτησης σε δήθεν κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης που καθίσταται κρίση νομιμοποίησης δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας».

Βενιζέλος: Κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής

Νωρότερα ο κ. Βενιζέλος είχε επισημάνει, μεταξύ άλλων, ότι «...η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος επέλεξε όχι απλώς την κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής, αλλά τον πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών», ενώ υπογράμμμισε πως οι ενέργειες αυτές δείχνουν «κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα. Μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης».

Αναλυτικά η ανάρτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου

Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2008-2009 αποχώρησε τρεις φορές (δύο για την υπόθεση Βατοπεδίου και μία για την υπόθεση Παυλίδη) από συνεδριάσεις της Βουλής που είχαν ως αντικείμενο προτάσεις για τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά το άρθρο 86 παρ.3 εδ. β Συντ. Και τις τρεις φορές ο έλεγχος της διαδικασίας περιήλθε στους παρόντες βουλευτές της αντιπολίτευσης και δεν διεξήχθη μυστική ψηφοφορία επειδή δεν ήταν παρόντες τουλάχιστον 151 βουλευτές, όση δηλαδή είναι η αναγκαία κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία. Οι προτάσεις για συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης δεν απορρίφθηκαν, αλλά παρέμειναν εκκρεμείς. Ο τότε πρόεδρος της Βουλής αείμνηστος Δημήτρης Σιούφας, παρών ο ίδιος στην έδρα, αποδέχθηκε τη θέση της αντιπολίτευσης σεβόμενος το άρθρο 67 του Κανονισμού της Βουλής.

Η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή η ηγεσία της, στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήθελε να ακολουθήσει το κατά τη δική της έκφραση «μοντέλο Τριαντόπουλου / Καραμανλή», δηλαδή τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που με συνοπτική διαδικασία παρέπεμψε, για την υπόθεση των Τεμπών, τους κατηγορούμενους υπουργούς στον ανακριτή και το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, έστω για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος.

Δεν ήθελε ούτε να αποχωρήσει κατά το προηγούμενο της περιόδου 2008-2009 αφήνοντας τις προτάσεις συγκρότησης προκαταρκτικής επιτροπής σε εκκρεμότητα, φοβούμενη την ενδεχόμενη επαναφορά τους σε αυτήν ή στην επόμενη βουλευτική περίοδο.
Δεν ήθελε ούτε να αφήσει τους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία, φοβούμενη τον αριθμό των διαρροών οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τη συνοχή της.
Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος επέλεξε όχι απλώς την κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής, αλλά τον πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών:

Πρώτον, απαγόρευσε στους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία και τους έθεσε υπό ασφυκτικό έλεγχο ευτελίζοντας τον θεσμικό ρόλο του βουλευτή της συμπολίτευσης.
Δεύτερον, παραβίασε σωρηδόν τη διάταξη του άρθρου 70 Α Κανονισμού της Βουλής που προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής βουλευτή στην ψηφοφορία με επιστολική ψήφο μόνο όταν μετέχει σε αποστολή της κυβέρνησης ή της Βουλής στο εξωτερικό ή συντρέχει κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας ή όταν ισχύουν περιορισμοί λόγω πανδημίας. Ευτέλισε κατά τον τρόπο αυτόν την πρόβλεψη περί επιστολικής ψήφου.
Τρίτον, προσπάθησε να κατασκευάσει τεχνητά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη λήψη απόφασης από τη Βουλή, θεωρώντας ότι αυτές συνίστανται στην ύπαρξη απαρτίας τουλάχιστον 75 βουλευτών κατά το άρθρο 67 Συντ. Όμως το άρθρο 67 Συντ. δεν προβλέπει απαρτία για τη συνεδρίαση της Βουλής, αλλά ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό ψήφων για τη λήψη απόφασης, όταν από άλλη ειδικότερη συνταγματική διάταξη δεν προβλέπεται μεγαλύτερος αριθμός, δηλαδή αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών. Τέτοια διάταξη, ειδικότερη του άρθρου 67 Συντ., είναι το άρθρο 86 παρ.3 που απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300). Παρά όμως την προσπάθεια, τελικά στην ψηφοφορία μετείχαν μόνο 83 βουλευτές, άρα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έγκυρης λήψης απόφασης για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον 151 και όχι τουλάχιστον 75 βουλευτές. Κατέστη κατά τον τρόπο αυτόν άκυρη η ψηφοφορία και ανακριβής η συναγωγή του αποτελέσματος ότι οι προτάσεις για τη συγκρότηση επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης δήθεν απορρίφθηκαν. Οι προτάσεις παραμένουν εκκρεμείς έως ότου τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.
Τέταρτον, έφερε τον πρόεδρο της Βουλής σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και τον οδήγησε σε επιδεικτική απουσία από την όλη διαδικασία την ευθύνη της οποίας έχει θεσμικά. Κατ' ακολουθία οδήγησε τον προεδρεύοντα αντιπρόεδρο και πρώην υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης σε ωμή παραβίαση του άρθρου 67 παρ.7 του Κανονισμού της Βουλής, καθώς αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία την αντίρρηση που διατύπωσε το ΠΑΣΟΚ και υποστήριξε σύσσωμη η αντιπολίτευση, στην εκ μέρους του απόρριψη της πρότασης για αναβολή της ψηφοφορίας. Αυτό δε με την παιδαριώδη αιτιολογία ότι στην αίθουσα υπήρχαν 90 βουλευτές οι οποίοι το επόμενο λεπτό δεν υπήρχαν γιατί η αντιπολίτευση αποχώρησε διαμαρτυρόμενη! Επιπλέον στα Πρακτικά της Βουλής και στο οπτικοακουστικό υλικό της συνεδρίασης καταγράφηκε σωρεία παραβιάσεων των διατάξεων του άρθρου 73 Κανονισμού της Βουλής που διέπουν τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας. Το πλήγμα στο κύρος του Προεδρείου της Βουλής είναι δυστυχώς μεγάλο.
Αναρωτιέμαι, ποιος λόγος υπήρχε να συντελεστεί αυτός ο ακραίος διασυρμός του Κοινοβουλίου; Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε να μετάσχει κανονικά στην ψηφοφορία και οι προτάσεις να μη συγκεντρώσουν 151 θετικές ψήφους και να απορριφθούν έστω με κάποιες διαρροές ψήφων βουλευτών της συμπολίτευσης. Το θεσμικό και πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση θα ήταν πολύ μικρότερο από το κόστος της εικόνας ευτελισμού των θεσμών που καταγράφτηκε χθες. Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε επίσης -ακραίο και οριακό σενάριο- να δηλώσει ότι απέχει από την ψηφοφορία, με τους βουλευτές της να αρνούνται να μετάσχουν στη μυστική ψηφοφορία, αλλά να παραμένουν παρόντες στη συνεδρίαση ώστε να έχουν τη δυνατότητα λήψης των διαδικαστικού χαρακτήρα αποφάσεων χωρίς να παραβιάζεται όλη αυτή η δέσμη διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού. Θα παραβιαζόταν βεβαίως η θεμελιώδης εγγύηση της κατά συνείδηση ψήφου του βουλευτή και μάλιστα σε μια παρόμοια δικαστικού χαρακτήρα διαδικασία στην οποία οι βουλευτές δεν επιτρέπεται να άγονται και να φέρονται υπό συνθήκες σιδηράς κομματικής πειθαρχίας.
Αν όλο αυτό είναι επίδειξη απόλυτης αδιαφορίας για το συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας της Βουλής, η κατάσταση είναι θεσμικά ολισθηρή. Αν όλο αυτό είναι αποτέλεσμα πολιτικού φόβου για τη συνοχή της πλειοψηφίας, το υφέρπον πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με τέτοιες μεθοδεύσεις υψηλού πολιτικού κόστους. Αν η μετακίνηση από το «μοντέλο Τριαντόπουλου / Καραμανλή» στο χθεσινό μοντέλο, σημαίνει ότι τώρα δεν υπάρχει πλέον ούτε η στοιχειώδης άνεση να δηλώνεται εμπιστοσύνη στον «φυσικό δικαστή» του Ειδικού Δικαστηρίου, τότε τα πράγματα μπορεί να έχουν βάθος μη ορατό ακόμη διά γυμνού οφθαλμού.
Κοινός παρονομαστής φαίνεται να είναι η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα. Μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης.