Η δημοσιογραφική συζήτηση και οι δημοσκοπικές αναλύσεις των τελευταίων μηνών για την πιθανή δυναμική που μπορεί να αναπτύξουν δύο νέα κόμματα δύο πρώην πρωθυπουργών είναι σίγουρα πρωθύστερη, ωστόσο ενδεικτική του πολιτικού κενού που εντοπίζεται στο κομματικό μας σύστημα το τελευταίο διάστημα. Σίγουρα τόσο ο κ. Σαμαράςόσο και ο κ. Τσίπρας είναι πρόσωπα με ισχυρό πολιτικό αποτύπωμα, των οποίων οι δημόσιες παρεμβάσεις δεν περνούν ποτέ απαρατήρητες, οι αναφορές όμως στην πιθανότητα επανόδου με νέους πολιτικούς φορείς διογκώνονται εξαιτίας δομικών προβλημάτων που εμφανίζουν τα κόμματα που συγκροτούν σήμερα το κοινοβουλευτικό τοπίο.
Οι φήμες περί δημιουργίας κόμματος από τον Αντώνη Σαμαρά
Η απομάκρυνση της Ν.Δ., σύμφωνα με μία μερίδα ψηφοφόρων αλλά και στελεχών της, από τις παραδοσιακές αρχές και αξίες της δεξιάς παράταξης πυροδοτούν τα σενάρια για τη δημιουργία ενός κόμματος από τον κ. Σαμαρά που, ως γνήσιος θεματοφύλακας της συντηρητικής ατζέντας, μπορεί να καλύψει το κενό εκπροσώπησης που εμφανίζεται και που δεν είναι διατεθειμένος να καλύψει ο νυν πρωθυπουργός, ο οποίος, παρά τις κάποιες διορθωτικές ενέργειες, συνεχίζει να κινείται στον χώρο της φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς. Το ερώτημα είναι πόσο μεγάλο είναι αυτό το κενό εκπροσώπησης και τι διαφορετικό μπορεί να φέρει ο κ. Σαμαράς σε έναν χώρο όπως αυτός της παραδοσιακής Δεξιάς, που συγκέντρωσε αθροιστικά επιδόσεις περί του 17% στις τελευταίες ευρωεκλογές και συνεχίζει να αποτυπώνεται υψηλά σε όλες τις δημοσκοπικές καταγραφές. Ως βασικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης εμφανίζεται ο κ. Βελόπουλος, το ποσοστό του οποίου είναι σταθερά κοντά σε διψήφια νούμερα, ενώ αξιοσημείωτη, σταθερή επιρροή καταγράφει και το κόμμα της κ. Λατινοπούλου, που, παρά τα όποια σκαμπανεβάσματα, διεκδικεί με αξιώσεις την είσοδό του στην επόμενη Βουλή. Πιο χαμηλές πτήσεις παρουσιάζει η Νίκη του κ. Νατσιού, που έχει, όμως, κάποιες δημοσκοπικές ιδιαιτερότητες οι οποίες καθιστούν δύσκολα ανιχνεύσιμο το ακριβές μέγεθος της επιρροής της.
Οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι της ΝΔ
Πέρα αυτών, υπάρχει και ένα σταθερά καταγεγραμμένο ποσοστό δυσαρεστημένων ψηφοφόρων της Ν.Δ., που δεν έχουν, ωστόσο, αποφασίσει να μετακινηθούν προς κάποιον άλλο φορέα, αλλά παραμένουν στη ζώνη των αναποφάσιστων.
Αυτό είναι περίπου το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο επιδιώκει να κινηθεί ένα πιθανό κόμμα Σαμαρά, που επιπλέον έχει διαγνώσει την παγκόσμια και πανευρωπαϊκή δεξιά μετατόπιση των πληθυσμών ως απόρροια γεγονότων που σχετίζονται με τις μεταναστευτικές ροές, αλλά και την αδυναμία των παραδοσιακών δυτικών κυβερνήσεων να δώσουν απαντήσεις στα ζητήματα της οικονομικής ανισότητας και της διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Η παραδοσιακή εθνοκεντρική θεώρηση του κ. Σαμαρά, που μπορεί να φαινόταν παρωχημένη πριν από κάποια χρόνια, είναι σήμερα επίκαιρη και συντονισμένη με το γενικότερο κλίμα απαξίωσης και υποχώρησης της κουλτούρας της παγκοσμιοποίησης.
Οι πρώτες δημοσκοπικές καταγραφές για τον κ. Σαμαρά είναι μάλλον διφορούμενες, αφού, ναι μεν, εμφανίζουν ένα ποσοστό της τάξης του 7,9% που δηλώνει πολύ και αρκετά πιθανό να ψηφίσει ένα νέο κόμμα, δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το γεγονός ότι πρόκειται για πιθανότητα και όχι για πρόθεση ψήφου, που, με βάση την προηγούμενη δημοσκοπική εμπειρία, αποτυπώνεται σε χαμηλότερα ποσοστά, αφού η πιθανότητα ψήφου υποκρύπτει χαρακτηριστικά συμπάθειας ή δημοφιλίας κάποιου προσώπου, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να μετατραπούν σε ψήφο την ώρα της κάλπης. Υπάρχει, ωστόσο, για τον κ. Σαμαρά ένας κεντροδεξιός και δεξιός πυρήνας ψηφοφόρων που έχει στρέψει το βλέμμα του προς τον πρώην πρωθυπουργό και παρακολουθεί τις κινήσεις του, ενώ έκπληξη θεωρείται η διείσδυσή του σε νεότερα ακροατήρια.
Στην αντίπερα όχθη ο Αλέξης Τσίπρας
Στον άλλο πόλο του πολιτικού φάσματος, η υποδοχή για τον κ. Τσίπρα είναι πιο ενθουσιώδης, το ερώτημα, όμως, περιστρέφεται γύρω από τις πολιτικές επιδιώξεις του πρώην αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ. Το 19,5%, που δηλώνει «πολύ και αρκετά πιθανό» να τον ακολουθήσει σε ένα νέο εγχείρημα, είναι ένα πολύ σημαντικό ποσοστό που τον καθιστά άμεσα διεκδικητή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως όμως είδαμε και στην περίπτωση του κ. Σαμαρά, μόνο το 9,2% εμφανίζεται πολύ σίγουρο για τον κ. Τσίπρα, ποσοστό που επί της ουσίας δεν τον καθιστά αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή, αλλά κομμάτι μιας κατακερματισμένης Κεντροαριστεράς, που αδυνατεί να συμπτύξει μέτωπο νίκης απέναντι στη Ν.Δ. και τον Κ. Μητσοτάκη.
Επί του παρόντος, κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποια μπορεί να είναι η δυναμική ενός τέτοιου εγχειρήματος από τον Αλ. Τσίπρα, ο οποίος διατηρεί ισχυρές αναφορές στην κομματική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, στα αριστερά και κεντροαριστερά ακροατήρια, χαμηλή, όμως, διείσδυση στους κεντρώους ψηφοφόρους και στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες.