Η αλήθεια είναι ότι ορισμένες φορές, η πολιτική σκηνή μοιάζει περισσότερο με πολεμικό θέατρο παρά με τόπο γόνιμου διαλόγου. Και σε αυτή τη μάχη, το μεγάλο όπλο, αυτό που στέκεται πάνω από όλα τα άλλα, δεν είναι άλλο από τη ρητορική. Οχι όμως η ρητορική που παρουσιάζει οράματα και προτάσεις, αλλά εκείνη που χτίζει την επιτυχία της πάνω στην κατεδάφιση του αντιπάλου. Μια τέχνη παλιά όσο και η πολιτική, η οποία όμως δείχνει να έχει πλέον εξελιχθεί σε επιστήμη.

Είναι το Negativity Bias, η αρνητική προκατάληψη, η οποία εξηγεί γιατί οι αρνητικές πληροφορίες -ο φόβος, η απειλή, η απώλεια- έχουν ισχυρότερη επίδραση σε εμάς από τις θετικές. Οι νευροεπιστήμονες έχουν διαπιστώσει ότι ο εγκέφαλός μας είναι κατασκευασμένος να αντιδρά με μεγαλύτερη ένταση στα αρνητικά ερεθίσματα. Αυτή η «αρχιτεκτονική» δεν είναι τυχαία. Είναι ένα αποτέλεσμα της εξέλιξης, ένας βιολογικός μηχανισμός επιβίωσης που μας συνδέει άμεσα με τους προγόνους μας στις σπηλιές.

Φανταστείτε έναν κυνηγό πριν από χιλιάδες χρόνια. Καθισμένος γύρω από τη φωτιά, άκουγε τις ιστορίες των άλλων κυνηγών για τους κινδύνους που αντιμετώπισαν μέσα στη μέρα. Γιατί άραγε έδινε μεγαλύτερη προσοχή στην ιστορία του κυνηγού του που παραλίγο να τον φάει η αρκούδα, παρά στην ιστορία του άλλου που βρήκε ένα δέντρο με πλούσιους καρπούς; Γιατί ο φόβος και η αρνητική πληροφορία ήταν το alert της επιβίωσης. Η γνώση του κινδύνου ήταν πιο πολύτιμη από τη γνώση της αφθονίας. Τον βοηθούσε να επιβιώσει καλύτερα την επόμενη φορά που θα έβγαινε για κυνήγι. Ο εγκέφαλός του ήταν προγραμματισμένος να αντιδρά με υπερδιέγερση σε οτιδήποτε αρνητικό, καθώς αυτό θα του εξασφάλιζε τη συνέχεια του είδους και που πράγματι την εξασφάλισε.

Είναι, λοιπόν, οι δύο Αμερικανοί ψυχολόγοι, οι Daniel Kahneman και Amos Tversky, που βραβεύτηκαν με Νόμπελ για την μεγάλη ανακάλυψη με τις μελέτες τους στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, οι οποίες οδήγησαν στη "Θεωρία της Προοπτικής" (Prospect Theory), απέδειξαν πειραματικά ότι η απώλεια ενός αντικειμένου θεωρείται πιο δυσάρεστη από την ευχαρίστηση που θα προκαλούσε η απόκτησή του. Αυτή η θεμελιώδης αρχή της «Αποφυγής Απώλειας» (Loss Aversion) είναι που χρησιμοποιείται σήμερα ως βάση για την κατανόηση της επιρροής της αρνητικής ρητορικής στην πολιτική, καθώς εξηγεί γιατί οι ψηφοφόροι αντιδρούν πιο έντονα σε ένα αρνητικό μήνυμα εναντίον ενός αντιπάλου, παρά σε ένα θετικό μήνυμα υπέρ ενός υποψηφίου.

Σήμερα, οι πολιτικοί επιστήμονες και οι σύμβουλοι επικοινωνίας έχουν μελετήσει αυτή την αρχέγονη λειτουργία και την έχουν μετατρέψει σε ένα πολύτιμο εργαλείο. Η επίκληση σε σενάρια καταστροφής, η δαιμονοποίηση του αντιπάλου και η επικέντρωση στα λάθη του παρελθόντος είναι πλέον βασικές τακτικές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που ενισχύει την αποτελεσματικότητα της αρνητικής εκστρατείας δίνεται από το πείραμα που εκτέλεσε η καθηγήτρια Alison Ledgerwood, κοινωνική ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (UC-Davis).

Σε αυτό, οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα διάβασε ότι η κυβέρνηση πέρασε ένα νομοσχέδιο για εναν συγκεκριμένο κλάδο εργασίας που, το 40% των θέσεων εργασίας είχε σωθεί χάρης αυτό, ενώ η άλλη ομάδα διάβασε ότι το 60% είχε χαθεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, η πρώτη ομάδα ήταν θετικά διακείμενη απέναντι στην κυβέρνηση για αυτό το μέτρο, ενώ η δεύτερη είχε αρνητική γνώμη.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές πρόσθεσαν μια αλλαγή στο πείραμα. Παρουσίασαν στην πρώτη ομάδα, που αρχικά συμπαθούσε την νομοθετικη αυτή πρωτοβουλία, την πληροφορία με αρνητικό τρόπο (το 60% χάθηκε) και η άποψή τους άλλαξε άμεσα, καθώς άρχισαν να αντιπαθούν την κυβέρνηση. Ωστόσο, στην δεύτερη ομάδα, παρουσίασαν την ίδια πληροφορία με τον θετικό τρόπο (το 40% σώθηκε), αλλά η γνώμη τους παρέμεινε αμετάβλητη.

Αυτό το εύρημα υπογραμμίζει την αμετάκλητη επίδραση των αρνητικών στοιχείων έναντι των θετικών στην πολιτική επικοινωνία. Μόλις σκεφτούμε κάτι ως απώλεια, αυτός ο τρόπος σκέψης μοιάζει να κολλάει στο μυαλό μας. Η οπτική μας για τον κόσμο έχει μια θεμελιώδη τάση να κλίνει προς το αρνητικό εξηγεί η Ledgerwood.

Η ψυχολογία του φόβου και της απώλειας είναι ο κύριος μοχλός που χρησιμοποιείται για να επηρεαστεί η εκλογική συμπεριφορά από τα πολιτικά επιτελεία σε όλη την Ευρώπη, καθώς είναι ένας τρόπος να αποσπάσουν την προσοχή από τα πραγματικά ζητήματα και να εστιάσουν σε συναισθηματικές αντιδράσεις. Παρ' όλα αυτά, είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Η αρνητική εκστρατεία μπορεί να είναι αποτελεσματική, αλλά έχει τα όριά της. Οταν η αρνητική ρητορική διολισθαίνει μονάχα σε προσωπικές επιθέσεις και συκοφαντίες, τότε το όπλο αυτό μπορεί να γυρίσει και να χτυπήσει εκείνον που το χρησιμοποιεί. Ο ψηφοφόρος, εκτεθειμένος σε έναν διαρκή «πόλεμο λάσπης», μπορεί να αισθανθεί αποστροφή και να χάσει την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό σύστημα. Το αποτέλεσμα δεν είναι η μετακίνηση των ψήφων προς το κόμμα που επιτίθεται, αλλά η αποχή και η απάθεια χάνοντας έτσι το κόμμα αυτό ακόμη και τους δικούς του ψηφοφόρους.

Οι ελληνικές εκλογές του Ιουνίου 2023 θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ένα καλό case study. Η μελέτη του iMEdD Lab δείχνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό αρνητική ρητορική. Περίπου τα τρία τέταρτα των διαφημίσεων του κόμματος είχαν αρνητική ρητορική με έμφαση και σε fake news, στοχεύοντας κυρίως προσωπικά τον αντίπαλο, Κυριάκο Μητσοτάκη, και δευτερευόντως τις πολιτικές του. Παραδείγματα αυτής της στρατηγικής ήταν οι κατηγορίες για επικείμενη ιδιωτικοποίηση του νερού, ένας ισχυρισμός που διαψεύστηκε από ελεγκτές γεγονότων και κυβερνητικά έγγραφα. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία ακολούθησε μια θετική προσέγγιση, με το 86% των ομιλιών του αρχηγού της να επικεντρώνεται στην προβολή της πολιτικής του ατζέντας και των προτάσεών του για το μέλλον. Συνειδητά απέφυγε τις επιθέσεις προς τον αντίπαλό του και επικεντρώθηκε σε ένα θετικό μήνυμα.

Έτσι λοιπόν για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, η αποχή σκαρφάλωσε στο 47,17%, σπάζοντας κάθε ιστορικό ρεκόρ. Αυτό το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Αν το παντρέψεις και με τα συμπεράσματα του πειράματος και τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου, καταλήγεις στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η απάθεια και η αποστροφή είναι άμεσα αποτελέσματα ενός τοξικού πολιτικού κλίματος.

Συνεπώς, στο τέλος της ημέρας, ο μεγάλος κερδισμένος στην εκλογικη μάχη δεν είναι εκείνος που έριξε την καλύτερη πρόταση στο τραπέζι, αλλά εκείνος που κατάφερε να επιβιώσει σε ένα τοξικό περιβάλλον. Το ερώτημα δεν είναι αν οι πολιτικοί που χρησιμοποίησαν αρνητική ρητορική βγαίνουν κερδισμένοι ή οχι στις εκλογές. Το ερώτημα είναι αν αυτή η στρατηγική είναι βιώσιμη σε ένα πολιτικό τοπίο όπου ο πολίτης νιώθει ότι έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στον ίδιο τον πολιτικό διάλογο και στους θεσμούς. Η απάντηση, είναι η αλήθεια, δεν είναι εύκολη.

*Ο Φίλιππος Πετρόπουλος είναι Πολιτικός Επιστήμονας και Πρόεδρος του Debate House