Πολύς λόγος έχει γίνει τις τελευταίες ημέρες για την απόφαση της κυβέρνησης να «ξεμπλέξει το κουβάρι των αρμοδιοτήτων» σχετικά με την προστασία και τον καθαρισμό του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη, που ανέθεσε τελικά στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Αφορμή για να ανακινηθεί αυτό το θέμα υπήρξαν οι εικόνες με τα αντίσκηνα που είχαν τοποθετηθεί μπροστά από τα φυλάκια των ευζώνων, την περίοδο που βρισκόταν σε εξέλιξη η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι. Ο πραγματικός λόγος που ανακινήθηκε, ωστόσο, το θέμα προστασίας του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή έχει να κάνει με τη στρατηγική του Μεγάρου Μαξίμου να ενισχύσει τις δεξιές αναφορές της Νέας Δημοκρατίας και τα δεξιά αντανακλαστικά της κυβέρνησης. «Το τελευταίο διάστημα λαμβάναμε τηλεφωνήματα και mail από εκατοντάδες ψηφοφόρους μας που μας ζητούσαν να σταματήσει η εικόνα με τις σκηνές στο Μημείο του Αγνώστου Στρατιώτη», σχολίαζε κορυφαίος στέλεχος της ΝΔ στη Βουλή σε πολιτικοδημοσιογραφικό «πηγαδάκι».

Το τελευταίο διάστημα, ακόμα και μετά τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στη ΔΕΘ, οι διαρροές ψηφοφόρων της ΝΔ προς τα δεξιά του εκλογικού χάρτη ήταν αμείωτες. Οπότε αναζητήθηκε μία ηχηρή κίνηση για να «ανανεωθούν» τα δεξιά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης. Οι διαμαρτυρίες δεξιών ψηφοφόρων για την «κακή εικόνα» του Μνημείου με τα αντίσκηνα φαινόταν η ιδανική αφορμή. Δεν είναι τυχαίες οι πρόσφατες αναφορές του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη, περί μιας «σιωπηρής πλειοψηφίας». «Ακούγονται κάποιοι λίγοι που ξέρουν να φωνάζουν και να κάνουν πορείες χωρίς αιτήματα γιατί έχουν χρόνο για χάσιμο και δεν ακούγονται οι νοικοκυραίοι, που έχουν μάθει να εκφράζουν τη διαμαρτυρία διά της ψήφου τους», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να συμβαδίσει «με τις σιωπηρές πλειοψηφίες που κουράστηκαν να υποφέρουν».

Η κίνηση του Μεγάρου Μαξίμου να τοποθετήσει στο επίκεντρο της επικαιρότητας μία πρωτοβουλία για την προστασία του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη αποτελεί άλλον έναν σταθμό της κυβερνητικής στρατηγικής για την ενίσχυση των δεξιών αναφορών. Έχουν προηγηθεί η τοποθέτηση του -δεξιών καταβολών- Μακεδόνα Απόστολου Τζιτζικώστα στη θέση του Ευρωπαίου επιτρόπου, η τοποθέτηση του επίσης δεξιών καταβολών βουλευτή Θάνου Πλεύρη στο Υπουργείο Μετανάστευσης και η αυστηροποίηση του πλαισίου για το Άσυλο, η εκλογή στη θέση του γραμματέα της ΚΟ της ΝΔ του καραμανλικών αναφορών Μάξιμου Χαρακόπουλου, η τοποθέτηση του Κώστα Σκρέκα στη θέση του γραμματέα της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ, η εκλογή του δεξιού πολιτικού Νικήτα Κακλαμάνη στη θέση του προέδρου της Βουλής και η εκλογή του παλαιού συνεργάτη του Ευάγγελου Αβέρωφ, Κωνσταντίνου Τασούλα, στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Η υλοποίηση της παραπάνω στρατηγικής έχει κριθεί επιβεβλημένη εδώ και αρκετό διάστημα στο κεντρικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς ορισμένες κυβερνητικές αποφάσεις και επιλογές του παρελθόντος «κόστισαν ακριβά», όπως αναφέρουν βουλευτές της ΝΔ σε κατ' ιδίαν συζητήσεις τους, επισημαίνοντας πως «πλήγωσαν την παραδοσιακή βάση της παράταξης», αναφέροντας για παράδειγμα την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια.

«Ίχνη» των «πληγών» αυτών καταγράφονται ακόμα στις δημοσκοπήσεις, όπως στην πρόσφατη μέτρηση της GPO για το Παραπολιτικά 90,1. Σύμφωνα με τα ποιοτικά στοιχεία του εν λόγω γκάλοπ, αν και υπάρχει βελτίωση του δεξιού προφίλ της κυβέρνησης, εντούτοις υπάρχουν ακόμα φθορές. Μεταξύ άλλων, στην ερώτηση «αν έχει επιδεινωθεί ή αν έχει βελτιωθεί η κατάσταση στη χώρα με τον Μητσοτάκη», το 44,7% των δεξιών ψηφοφόρων λέει ότι έχει βελτιωθεί, ενώ το 40,1% ότι έχει επιδεινωθεί. Αντίστοιχα, το 51,2% των δεξιών ψηφοφόρων λέει ότι θέλει «να συνεχίσει να είναι κυβέρνηση η ΝΔ και ο Μητσοτάκης πρωθυπουργός», με το 48,2% να δηλώνει ότι θέλει άλλη κυβέρνηση.

Το ενθαρρυντικό είναι ότι στο ερώτημα «αν ένα κόμμα Σαμαρά μπορεί να καλύψει το αντιπολιτευτικό κενό, το 12,2% των δεξιών ψηφοφόρων απαντάει «ναι», το 13,1% λέει «μάλλον ναι», αλλά το 17,7% λέει «μάλλον όχι» και το 54,8% λέει «όχι». Επίσης, στο αν θα ψηφίσουν το κόμμα Σαμαρά, το 7% των δεξιών λέει «πολύ πιθανό», το 8,3% «αρκετά πιθανό», ενώ το 15,9% «λίγο» και το 67,4% «καθόλου».