Την έντονη αμφισβήτηση της ασκούμενης εξωτερικής πολιτικής εκφράζει, μιλώντας στο parapolitika.gr, ο Γιάννης Βαληνάκης, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών της ΝΔ επί διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή (2004-2009). Ο κ. Βαληνάκης απορρίπτει την πολυμερή διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο 5Χ5 που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, την οποία περιγράφει ως «τουρκικό σχέδιο», και επισημαίνει ότι «στοχεύει ουσιαστικά τόσο στην επιβολή της "Γαλάζιας Πατρίδας" σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο όσο και στην αναβάθμιση των Κατεχομένων σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας». Ο ίδιος για πρώτη φορά δίνει απάντηση στην κριτική που ασκήθηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική της περιόδου Καραμανλή και αντιπροτείνει μία «γνήσια εθνική πρωτοβουλία» στην εξωτερική πολιτική της χώρας αντί μιας «πολυμερούς ακροβατικής άσκησης».

Κύριε καθηγητά, το διεθνές περιβάλλον μοιάζει ασταθές και απρόβλεπτο. Οι πόλεμοι και οι κρίσεις, κυρίως στην ενέργεια, έχουν αλλάξει τις διεθνείς ισορροπίες. Σε όλα αυτά η εκλογή Τραμπ έχει φέρει εξελίξεις που πιθανόν δεν περιμέναμε. Ζούμε σε ένα, θα λέγαμε, δυστοπικό διεθνές περιβάλλον;

Πράγματι, ο διεθνής ορίζοντας γίνεται ολοένα και πιο ζοφερός. Απειλούνται θεμελιώδεις κανόνες διεθνούς πολιτικής και ειρηνικής συνύπαρξης, με πρώτο το απαραβίαστο, δηλαδή τη σταθερότητα των διεθνών συνόρων. Η αβεβαιότητα επιτείνεται από την αμφίσημη στάση του προέδρου Τραμπ απέναντι στην ασφάλεια της Ευρώπης και την εμφανή προτίμηση που επιδεικνύει στην ισχύ των κρατών και όχι στο διεθνές δίκαιο. Όλα αυτά, από κοινού με τον θαυμασμό του προς «ισχυρούς ηγέτες» όπως -σύμφωνα με τα λεγόμενά του- ο κ. Ερντογάν, είναι εξόχως ανησυχητικά για τον Ελληνισμό.

Με τους γείτονες Τούρκους δεν φαίνεται να βρίσκουμε κοινό βηματισμό και λύσεις στα προβλήματα. Τι λέτε;

Το να βρούμε κοινό βηματισμό ήταν εξ ορισμού εξαιρετικά δύσκολο, δεδομένων των εξωφρενικών τουρκικών διεκδικήσεων, που τείνουμε μάλιστα να ξεχνάμε ότι επεκτείνονται και στα ίδια τα νησιά μας. Η Διακήρυξη των Αθηνών προφανώς δεν απέδωσε, πλην μιας επιφανειακής ηρεμίας στους αιθέρες του Αιγαίου - κι αυτό λόγω των γνωστών αδυναμιών της τουρκικής αεροπορίας. Εν τω μεταξύ, ο συσχετισμός ισχύος με την Τουρκία καθημερινά επιδεινώνεται (στρατιωτικά, διπλωματικά, δημογραφικά κ.λπ.).

Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε μια πρωτοβουλία για να γίνει μία σύνοδος των παράκτιων χωρών της περιοχής μας, που θα περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Τουρκία και τη Λιβύη. Κατ' αρχάς, θα ήθελα να σας ρωτήσω εάν η πρωτοβουλία είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Τι πιστεύετε;

Ως προς την πρωτοβουλία για μια «Διάσκεψη της Ανατολικής Μεσογείου», πρόκειται στην πραγματικότητα για μια παλαιότερη πρόταση του κ. Ερντογάν. Είναι βέβαια θετικό ότι, έστω και τώρα, ανησυχούμε για τυχόν μεσολαβητικές παρεμβάσεις του προέδρου Τραμπ, αλλά είναι δυνατόν το μόνο σχέδιο που σκεφτήκαμε ως χώρα να είναι το… τουρκικό; Θυμίζω ότι αποδεχθήκαμε την ιδέα τον Οκτώβριο του 2020, υπό την πίεση του Ορούτς Ρέις στην ελληνική ΑΟΖ και της «μεσολάβησης ίσων αποστάσεων» της ΕΕ. Την απορρίψαμε ορθά λίγο αργότερα, όταν αντιληφθήκαμε πού οδηγούσε. Γιατί λοιπόν να επαναφέρουμε ένα σχέδιο τουρκικής έμπνευσης που στοχεύει ουσιαστικά τόσο στην επιβολή της «Γαλάζιας Πατρίδας» σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο όσο και στην αναβάθμιση των Κατεχομένων σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας;

Μπορεί να έχει, όμως, αποτέλεσμα μια τέτοιου είδους πρόταση; Λαμβάνοντας υπόψη και τον αμερικανικό παράγοντα, που φαίνεται να κινείται στο παρασκήνιο, πού μπορεί να οδηγηθούν τα πράγματα;

Αναρωτιέμαι ποια είναι η βάση της αισιοδοξίας για την υλοποίηση της πρότασης με κέρδη για τον Ελληνισμό - γιατί αυτός θα πρέπει να είναι ο στόχος. Διαβλέπουμε την κατάρρευση της Διακήρυξης των Αθηνών και του διαλόγου όπως τον βιώσαμε έκτοτε και αναζητούμε ένα εναλλακτικό φόρουμ; Πιστεύουμε πραγματικά ότι η Τουρκία θα προσέλθει -σύμφωνα με τις διαρροές- σε συνομιλίες με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και θα αποδεχθεί τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς να εκβιάσει αντίστροφα για συμμετοχή και του ψευδοκράτους (ιδίως τώρα με τη νίκη Ερχιουρμάν); Ποιος θα εκπροσωπεί τη Λιβύη και τι είδους παρενέργειες θα προκαλέσει η τυχόν αποδοχή και των δύο κυβερνήσεών της; Έχουμε εξασφαλίσει κάποιες προκαταρκτικές στηρίξεις πριν ανακοινώσουμε την πρόταση και άρα θα «στριμώξουμε» την Άγκυρα; Αν τελικά συμφωνήσουμε στη διεύρυνση της πενταμερούς -με ψευδοκράτος και δύο λιβυκές αντιπροσωπίες-, όπως πιθανότατα θα απαιτήσει η Τουρκία, δεν αποδεχόμαστε έμμεσα ότι έχει λόγο και δικαιώματα με βάση το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο μέχρι σήμερα απορρίπταμε κατηγορηματικά, σε περιοχές όπου δηλώναμε ότι τα είχαμε «διεμβολίσει» μέσω της δικής μας συμφωνίας ΑΟΖ με την Αίγυπτο; Μήπως εξασφαλίσαμε τουλάχιστον προς τούτο κάποιο σοβαρό αντάλλαγμα; Με ποιες διεκδικήσεις θα προσέλθουμε σε μια τέτοια Διάσκεψη και σε ποια συγκεκριμένα κέρδη αποσκοπεί η «πρωτοβουλία» μας;

Το εναλλακτικό σχέδιο ποιο είναι δηλαδή; Για παράδειγμα, εσείς τι θα κάνατε σε σχέση με αυτά τα σοβαρά ζητήματα σήμερα;

Αντί για μια πολυμερή ακροβατική άσκηση, που φοβάμαι ότι θα καταλήξει να εξυπηρετεί την Άγκυρα, χρειαζόμαστε μια γνήσια εθνική πρωτοβουλία που θα είναι περισσότερο επικερδής για τον Ελληνισμό. Ένα σχέδιο που προωθεί τους στόχους μας και είναι ταυτόχρονα απόλυτα συμβατό με τις ενεργειακές επιδιώξεις του προέδρου Τραμπ («drill baby, drill»). Έχω δημοσιεύσει μια τέτοια πρόταση από το 2020: αξιοποιούμε το πλαίσιο της Ε.Ε. και με «έξυπνες» παράλληλες διμερείς διαπραγματεύσεις οριοθέτησης πιέζουμε καθέναν από τους γείτονές μας για το ταχύτερο κλείσιμο όσο περισσότερων εκκρεμοτήτων/περιοχών μπορούμε, ώστε και οι δυο εκάστοτε πλευρές της συμφωνίας να τις αξιοποιήσουν σύντομα ενεργειακά. Για κάθε χρόνο που περνάει χωρίς εκμετάλλευση επωμιζόμαστε τεράστια διαφυγόντα κέρδη. Ο κ. Παπασταύρου το έχει καταλάβει και «τρέχει» το θέμα της Λιβύης. Έτσι, εξάλλου, θα ελέγχουμε τις εξελίξεις, θα αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και θα προκαλέσουμε τη θετική στήριξη των ΗΠΑ. Αντίστοιχα πιεστικά, επομένως, πρέπει να κινηθούμε σε σχέση με την Αλβανία και τους άλλους γείτονες.

Και μιας και το έφερε η κουβέντα, θα ήθελα να σας θυμίσω ότι ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, τον περασμένο Ιούλιο απαντώντας, επί της ουσίας, στην κριτική που του είχε γίνει για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, είχε πει μεταξύ άλλων: «Θα μου θυμίσετε μεταξύ του 2004 και 2009 ποια σημαντική πρωτοβουλία ανελήφθη στα ελληνοτουρκικά, γιατί εγώ δεν θυμάμαι κάποια. Όπως θυμάμαι, η τότε κυβέρνηση προσπάθησε να οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες με τη Λιβύη και δεν τα κατάφερε». Τι συνέβη τότε με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Φαντάζομαι ότι θα ενημερώθηκε εν τω μεταξύ από την τότε υπουργό Ντόρα Μπακογιάννη, που κάθε άλλο παρά ακίνητη υπήρξε και προώθησε μάλιστα με μαχητικότητα τα εθνικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και δεν θέλησα να δώσω συνέχεια στη σύγκριση των δυο περιόδων, η οποία άλλωστε έμμεσα αναδύεται αν διαβάσει κανείς το τελευταίο βιβλίο μου. Οι διαφορές είναι θεωρώ οφθαλμοφανείς.

Μπορείτε να γίνετε πιο αναλυτικός;

Πρώτα πρώτα, επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή η δήθεν «ακίνητη» Ελλάδα ανέπτυξε πολυδιάστατες και παραγωγικές σχέσεις, όχι μόνο με τις ΗΠΑ, αλλά και με τη Ρωσία -μέσω των αγωγών που καθιστούσαν την Ελλάδα ενεργειακό κόμβο- και την Κίνα (λιμάνι του Πειραιά). Είχε όμως παράλληλα και το ανάστημα να εμποδίσει -παρά τη σφοδρή αμερικανική πίεση- την ένταξη της τότε ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Το ίδιο σθεναρά στάθηκε και απέναντι σε διεθνείς εκβιασμούς για την υιοθέτηση του Σχεδίου Ανάν, προσφέροντας ιστορική ασπίδα ασφαλείας στους Ελληνοκύπριους, προκειμένου να αποφανθούν ελεύθερα για το μέλλον τους. Διορθώσαμε παράλληλα και την αδυναμία της συμφωνίας του Ελσίνκι, που καλούσε την Τουρκία να μας «σύρει» στη Χάγη για όποιο θέμα εκείνη θα επέλεγε («για όλες τις συνοριακές διαφορές και τα συναφή ζητήματα», μέχρι δηλαδή και για τις «γκρίζες ζώνες» και τη στρατιωτικοποίηση των νησιών). Γιατί αυτό ακριβώς προέβλεπε το Ελσίνκι, το οποίο -ελπίζω από άγνοια- βρίσκει και σήμερα οπαδούς. Παρ’ όλα αυτά, το κλίμα με τη γείτονα ήταν θετικό, αλλά και αποδοτικό. Αντί, όπως σήμερα, να εγκλωβιστούμε σε έναν στενότατα ελληνοτουρκικό διάλογο, επιβάλαμε τότε στην Τουρκία, μέσω της συμμετοχής μας στην Ε.Ε., όρους για όλα τα εθνικά θέματα. Και συνιστώ σε όλους να μελετήσουν το «Πλαίσιο Διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας» του 2005.

Καίρια πρωτοβουλία της τότε κυβέρνησης της ΝΔ ήταν και το «σπάσιμο» του ταμπού δεκαετιών, εφόσον εγκαινίασε εντατικές και δύσκολες συνομιλίες οριοθέτησης ΑΟΖ με γειτονικά κράτη. Αποχωρώντας το 2009, άφησε μια εξαίρετη και υπογεγραμμένη συμφωνία ΑΟΖ με την Αλβανία, καθώς και μια άλλη, ουσιαστικά έτοιμη, με τη Λιβύη (οι χάρτες των δυο πλευρών απείχαν ελάχιστα μεταξύ τους και ελπίζω αυτό το κεκτημένο να αξιοποιηθεί στις νέες συνομιλίες).

Υπενθυμίζω επίσης την κατάθεση πρότασης για ίδρυση Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής που υλοποιήθηκε αργότερα και είχε ως αποτέλεσμα τις περιπολίες Frontex στη συνοριογραμμή με την Τουρκία, επιβεβαιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα των συνόρων μας. Τέλος, στηρίξαμε την επιστροφή παλαιών κατοίκων σε απειλούμενα μικρονήσια του Ανατολικού Αιγαίου και, ναι, δεν προτιμήσαμε να τους αντικαταστήσουμε με θαλασσοπούλια…