Tου Νίκου Σίμου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Σημαντικές και ραγδαίες αλλαγές στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος καταγράφουν όλες οι δημοσκοπήσεις, γεγονός που έχει ανησυχήσει ιδιαίτερα το Μαξίμου, το οποίο έχει γίνει κοινωνός των αλλαγών αυτών μέσω μη δημοσιευομένων ερευνών, που έχουν γίνει με δική του παραγγελία. Ομως η ανησυχητική για την κυβέρνηση διαπίστωση είναι ότι υπάρχει μια σύμπτωση μεταξύ των δικών της ερευνών και των δημοσκοπήσεων που είτε έχουν δει το φως της δημοσιότητας είτε βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» γνωστοί δημοσκόποι. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που κυριαρχούν σε όλες τις έρευνες και αφορούν αντιστοίχως τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία.

Πρώτον, οι κοινωνικές ομάδες και οι επαγγελματικές τάξεις που διατηρούσαν, καθ’ όλο το 2015, τον ΣΥΡΙΖΑ πρωταγωνιστή στο πολιτικό σκηνικό τον έχουν εγκαταλείψει. Παρατηρείται μάλιστα ότι, παρά την όποια ανοχή επιδεικνύει ακόμη μερίδα της κοινωνίας στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα, όταν ερωτάται το εκλογικό σώμα για την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση, οι αρνητικές γνώμες υπερβαίνουν σχεδόν πάντοτε το 70%. Γεγονός που ερμηνεύεται ως πάνδημη καταδίκη από τον λαό τόσο της πολιτικής που εφάρμοσε η κυβέρνηση όσο και της τακτικής που έχει ακολουθήσει για την υλοποίησή της. Είναι ενδεικτικό ότι το «Οικονομικό Βαρόμετρο» του ΕΒΕΑ για το Ασφαλιστικό αποκάλυψε ότι το 80% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η αύξηση των εισφορών θα οδηγήσει σε επέκταση της «μαύρης» εργασίας, ενώ το 55% πιστεύει ότι η μεταρρύθμιση που επιχειρείται δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού. Στο 80% ανέρχεται και το ποσοστό εκείνων που δεν δέχονται ότι το νέο Ασφαλιστικό θα πρέπει να επιβαρύνει μόνο τους νέους ασφαλισμένους, ενώ και ένα πολύ υψηλό ποσοστό (64%) των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται κατά. Επιπλέον, το 62% θεωρεί ότι η κυβέρνηση ακολουθεί λανθασμένη πορεία, το 80% δηλώνει απαισιόδοξο για την πορεία των δημοσιονομικών και το 79% βλέπει να εξελίσσεται αρνητικά η δική του οικονομική κατάσταση.

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΛΟΓΟΙ

Οπως ερμηνεύονται τα ευρήματα των μέχρι σήμερα ερευνών:

  • (α) Η διαπραγματευτική τακτική στην οποία εξακολουθεί να στηρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ και η οποία παραπέμπει σε καταστάσεις «επί ξυρού ακμής» για τη χώρα έχει φοβίσει τους πολίτες, οι οποίοι διαβλέπουν με τρόμο ότι υπάρχει κίνδυνος να βιώσουν τις ασφυκτικές καταστάσεις που είχαν οδηγήσει και στο δημοψήφισμα.
  • (β) Για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει σταθερή απώλεια δυνάμεων, όταν από την προ Παπανδρέου εποχή εμφάνιζε σταθερή άνοδο των ποσοστών του. Σήμερα, οι δυνάμεις που τον ανέδειξαν στη διακυβέρνηση της χώρας τον εγκαταλείπουν σταθερά.
  • (γ) Την εικόνα που καταγράφεται σήμερα στην τάση του εκλογικού σώματος δεν καταφέρνουν να την αλλάξουν ελιγμοί όπως η αλλαγή του εκλογικού νόμου επί το αναλογικότερον ή η επίμονη «κατασκευή» εχθρών προς αντιμετώπιση. Στην πρώτη περίπτωση -αυτήν δηλαδή της αλλαγής του εκλογικού νόμου-, λίγοι είναι αυτοί που θα «τσιμπούσαν» το δόλωμα. Κι αυτό διότι ούτε τόσο άδολη θα είναι η αναλογική αυτή, ώστε να την ψηφίσει π.χ. και το ΚΚΕ, ούτε τόσο πολύ διαφορετική από την ισχύουσα σήμερα, ώστε να θεωρείται ελκυστική για τους μικρότερους. Οπως, δε, προβλέπεται και από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων και σε συζητήσεις μέσα στη Βουλή, δύσκολα θα περάσει η αλλαγή - εν πάση, δε, περιπτώσει δεν θα περάσει στο Κοινοβούλιο με τον απαιτούμενο αριθμό των 200 βουλευτών, ώστε να εφαρμοσθεί στην αμέσως επόμενη αναμέτρηση, την οποία ούτως ή άλλως έχει στα σχέδιά της η κυβέρνηση, είτε ως σχέδιο τρομοκράτησης γενικώς των βουλευτών και κυρίως των δικών της, είτε ως έξοδο ηρωικής διαφυγής.
  • (δ) Παρά τη δυσμενή αυτή εικόνα που έχει αρχίσει να αποκτά στην κοινωνία ο ΣΥΡΙΖΑ, διατηρεί ακόμη κάποιες δυνάμεις όσο:

1) η Κεντροαριστερά είναι κατεσπαρμένη,

2) δεν εμφανίζει συνεκτικότητα

3), οι μέχρι τώρα προσπάθειες συνένωσής της αποδεικνύονται ατελέσφορες,

4) δεν υπάρχει μία ηγετική φυσιογνωμία που θα βοηθούσε στη συσπείρωση αυτή, αλλά και θα εμφανιζόταν ελκυστική στο τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων που μετακινήθηκαν τα τελευταία χρόνια είτε προς τον ΣΥΡΙΖΑ είτε αλλού,

και 5) ο συγκεκριμένος χώρος δέχεται πίεση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με αποτέλεσμα να έχει ήδη προκληθεί στην Κεντροαριστερά πανικός, που προφανώς δεν ευνοεί τις νηφάλιες κινήσεις, που θα δημιουργούσαν τις συνθήκες για την επανίδρυσή της.

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ

Η Νέα Δημοκρατία έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα ως κόμμα, το οποίο επιβεβαιώνεται από την εκλογική της παρουσία την τελευταία πενταετία. Αυτό δεν είναι άλλο από την εντυπωσιακή συσπείρωση που εμφανίζει και η οποία αντιδιαστέλλεται από αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ των προηγούμενων μηνών ή και ετών, δεδομένου ότι:

  • (α) Οι λαϊκές δυνάμεις που συσπειρώνονταν στο κόμμα αυτό της Αριστεράς ήσαν περιστασιακές,
  • (β) αυτό οφειλόταν στην αντίδραση της κοινωνίας προς τα άλλα αστικά κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα και (γ), εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν ιδεολογικά αριστερές δυνάμεις.

Πράγματι, κανένα άλλο κόμμα δεν εμφανίζει συμπαγή πυρήνα ψηφοφόρων στα ποσοστά του 28%, διότι οι ψηφοφόροι που προτίμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ ενήργησαν εξ αντιδράσεως και γι’ αυτό με ημερομηνία λήξεως. Το ΠΑΣΟΚ περίπου εξαϋλώθηκε και μόνο το ΚΚΕ έχει σταθερά, αλλά χαμηλά πλέον ποσοστά. Και η διατηρούμενη αυτή «γαλάζια» συσπείρωση είναι αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας ανεφύησαν δύο νέα κόμματα, οι Ανεξάρτητοι Ελληνες και η Χρυσή Αυγή. Το γεγονός αυτό για πολλούς σημαίνει ότι η Ν.Δ. θα μπορούσε να επαναπροσελκύσει ψηφοφόρους από τα συγκεκριμένα κόμματα. Βεβαίως, αυτό θα εξαρτηθεί από την αξιολόγηση που θα κάνουν οι ψηφοφόροι των ΑΝ.ΕΛ. και της Χρυσής Αυγής στην πολιτική και την τακτική που θα ακολουθήσει ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος «φλερτάρει» περισσότερο με το αμιγές Κέντρο παρά με την Κεντροδεξιά γενικώς. Ουδόλως δε με τη Δεξιά.