Της Δήμητρας Γιαννακέα

Το επιχείρημα της αυτοδυναμίας έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στη ρητορική της Νέας Δημοκρατίας όχι από χείλη βουλευτών και στελεχών αλλά απόπ τα πλέον επίσημα, όπως του αντιπροέδρου του κόμματος, Άδωνι Γεωργιάδη και του εκπροσώπου Τύπου, Γιώργου Κουμουτσάκου.

Ο τελευταίος πριν μία εβδομάδα εξέφρασε την πεποίθησή του ότι στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών πιστεύει ότι η ΝΔ μπορεί να πάρει την αυτοδυναμία.
Η ρητορική περί αυτοδυναμίας είναι ξεκάθαρο ότι δεν προκύπτει από τα δημοσκοπικά δεδομένα, τα οποία ναι μεν δίνουν ευρύ προβάδισμα στην αξιωματική αντιπολίτευση αλλά όχι σε επίπεδα αυτοδυναμίας. Αποτελεί έναν στόχο για να παρακινήσει τα στελέχη αλλά και να δημιουργήσει μία προσδοκία στους ψηφοφόρους και ιδιαίτερα στους αμφιταλαντευόμενους.

Το πρόβλημα της ρητορικής της αυτοδυναμίας έγκειται στο ίδιο το εκλογικό σώμα και τα δεδομένα που υπάρχουν τα τελευταία 4 χρόνια, τα οποία λόγω εξελίξεων είναι εξαιρετικά πυκνά. Από το 2012 και μετά τα αποτελέσματα των εκλογών έχουν ένα κοινό σημείο. Την αποκήρυξη της αυτοδυναμίας και την προώθηση κυβερνήσεων συνεργασίας. Ακόμα και τον Ιανουάριο του 2015 με την αλλαγή της κυβέρνησης και την πρώτη φορά Αριστερά –με τα γνωστά αποτελέσματα- η αυτοδυναμία δεν ήρθε.

Με τον τρόπο αυτό η επιδίωξη της αυτοδυναμίας μπορεί να εξελιχθεί σε «κινούμενη άμμο» για την Νέα Δημοκρατία δημιουργώντας ένα μεγάλο έλλειμα στρατηγικής αφού όσο ο στόχος αυτός επαναλαμβάνεται από τα στελέχη τόσο οι επίδοξοι κυβερνητικοί συνέταιροι θα απομακρύνονται από τη Νέα Δημοκρατία ενώ παράλληλα δίνει το δικαίωμα στον ΣΥΡΙΖΑ να επαναλαμβάνει το επιχείρημα «θέλουν αυτοδυναμία για να κάνουν ό,τι θέλουν».

Το κόμμα της Κεντροδεξιάς κινδυνεύει να μπει σε έναν φαύλο κύκλο να ζητάει αυτοδυναμία από τον οποίο δεν θα μπορεί να βγει αυτή τη φορά όπως βγήκε από το αποτυχημένο σύνθημα #fygete και τη συγκέντρωση των #παραιτηθείτε από την οποία πήρε γρήγορα αποστάσεις.