H αναμέτρηση Τσίπρα και Σημίτη με τρόπαιο την Κεντροαριστερά
<p>Μέχρι τελικής πτώσεως </p>
του Γιώργου Κατσίγιαννη - Εφημερίδα Παραπολιτικά
Σε θέατρο πολέμου έχει μεταβληθεί η κοινωνική βάση της Κεντροαριστεράς, με κεντρικούς διεκδικητές της «κατάληψης» του συγκεκριμένου χώρου όχι τους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς, δηλαδή ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι-ΔΗΜΑΡ, αλλά από τη μια τις δυνάμεις του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού μπλοκ του Κώστα Σημίτη και από την άλλη τον «νεοσοσιαλδημοκρατικό» ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, που επιχειρεί να προσεταιριστεί όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα στο εν λόγω πεδίο και να τα θέσει υπό τον έλεγχο της ηγεμονικής του εκλογικής κυριαρχίας.
Η εξέλιξη αυτή, που σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζεται στη σύγκρουση που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας Γιάννη Στουρνάρα, από τη στιγμή που ο τελευταίος εμφανίστηκε ως επικρατέστερος να τεθεί ως επικεφαλής της αντεπίθεσης των «εκσυγχρονιστών» στο συγκεκριμένο πεδίο μέσα από τον σχηματισμό ενός νέου πολιτικού φορέα, φαίνεται πως έχει υπερκεράσει τις δυνατότητες για δυναμική παρουσία του χώρου και έλεγχο των εξελίξεων από τις ηγεσίες των κομμάτων της Κεντροαριστεράς, που εδώ και περίπου δέκα μήνες «προσποιούνται» ότι επιδιώκουν την επανένωση των δυνάμεών τους. Σκοπός η ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς και η εκλογή νέας ηγεσίας από την κοινωνική της βάση.
Οι επιδιώξεις τόσο του επιτελείου του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα όσο και του πρώην πρωθυπουργού Κ. Σημίτη «εφάπτονται» στην εξυπηρέτηση ενός «ίδιου» πολιτικού σχεδίου, από την ευόδωση του οποίου η κάθε πλευρά θα διεκδικήσει τη μερίδα του λέοντος στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Ο μεν Τσίπρας θέλει να ναυαγήσει η διαδικασία συγκρότησης ενός ενιαίου μετώπου μεταξύ ΠΑΣΟΚ-Ποταμιού-ΔΗΜΑΡ και ΚΙΔΗΣΟ για να έχει ο ίδιος τον απόλυτο έλεγχο στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Εξουδετερώνοντας εγκαίρως την προοπτική ανάπτυξης ενός τέτοιου σχήματος, θα του προσφερθεί η δυνατότητα να είναι ο ίδιος προνομιακός συνομιλητής στον χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και ο ΣΥΡΙΖΑ ο βασικός φορέας έκφρασης των ψηφοφόρων της στην Ελλάδα. Οι δε παλαιές δυνάμεις του εκσυγχρονιστικού μπλοκ, υπό την καθοδήγηση του Σημίτη, θεωρούν ότι ο συγκεκριμένος χώρος ανήκει «δικαιωματικά» στη σφαίρα επιρροής τους, καθώς η ιδέα της «Κεντροαριστεράς» ως πολιτικό σχέδιο τροφοδότησε κοινωνικές διεργασίες και απέφερε σημαντικά εκλογικά αποτελέσματα μέσα από την αμφίπλευρη διεύρυνση που έκανε ο πρώην πρωθυπουργός στο πολιτικό σκηνικό της χώρας την περίοδο που ήταν πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
Το γεγονός ότι τα κόμματα της Κεντροαριστεράς έχουν καταστεί πλέον «άμαχος πολιτικός πληθυσμός» στη διπλή πολιορκία που υφίστανται από τις «αριστερές» δυνάμεις του Τσίπρα και τις «εκσυγχρονιστικές» του Σημίτη, αποτυπώνεται και στις εσωτερικές τους αντιφάσεις και διαφωνίες, καθώς τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στο Ποτάμι, που εκφράζονται σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, υπάρχουν περιπτώσεις στελεχών που αντιλαμβάνονται ότι το περίφημο σχέδιο της «ανασυγκρότησης» της Κεντροαριστεράς δεν περπατάει με τους όρους της τεχνητής συγκόλλησης των δυνάμεών της και με προσχηματικές «συμφωνίες», που επί της ουσίας δεν οδηγούν πουθενά. Το υπαρξιακό τους πρόβλημα, που μετεβλήθη, στην πορεία των τελευταίων μηνών, σε αδυναμία πολιτικού και ιδεολογικού προσανατολισμού, οξύνεται ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που σε επίπεδο εντυπώσεων έχουν μεταβληθεί το μεν ΠΑΣΟΚ σε εν δυνάμει «δεκανίκι» του ΣΥΡΙΖΑ, το δε Ποτάμι σε μελλοντικό σύμμαχο της Νέας Δημοκρατίας. Επάνω σε αυτή τη «θολή» εικόνα που εξέπεμψαν και την επαμφοτερίζουσα στάση τους στο ανερχόμενο δίπολο Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, οικοδομήθηκε η πολιτική αντεπίθεση του Μεγάρου Μαξίμου και των παλαιών εκσυγχρονιστικών δυνάμεων. Συγκεκριμένα, το επιτελείο του Κ. Σημίτη, ασχέτως εάν κινείται σε επίπεδο εκπροσώπησης και στο ΠΑΣΟΚ και στο Ποτάμι, προέβαλλε την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου κόμματος με άλλη ηγεσία που θα καλύπτει το κενό ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά «οριοθέτησε» με ιδεολογικούς όρους τις παλινωδίες των κεντροαριστερών ηγεσιών, αποδυναμώνοντας και τη Φώφη Γεννηματά και τον Σταύρο Θεοδωράκη με το να συζητά για άλλο πρόσωπο που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας νέας προσπάθειας στον χώρο, ακόμη κι αν αυτό εμφανιζόταν μέσα από τις διαδικασίες ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι εκτός από τις περιπτώσεις του Γ. Στουρνάρα, του δημάρχου Αθηναίων Γ. Καμίνη και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων, το περιβάλλον του Κ. Σημίτη συζητά ακόμη και το όνομα της Αννας Διαμαντοπούλου ως τέταρτης υποψηφιότητας στις εκλογικές διαδικασίες της Κεντροαριστεράς που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα για την ανάδειξη νέας ηγεσίας. Γιατί σε περίπτωση που υποψήφιοι ήταν η Φ. Γεννηματά, ο Στ. Θεοδωράκης και ο Θ. Θεοχαρόπουλος, μια τέταρτη υποψηφιότητα από την ομάδα των «εκσυγχρονιστών» θα έκρινε τον δεύτερο γύρο σε καθοριστικό βαθμό.
Τα «παζάρια» του Μαξίμου
Με τις διεργασίες στον χώρο της Κεντροαριστεράς, πολιτικό παιχνίδι και άγνωστα «παζάρια» διεξάγονται και από την πλευρά του Μεγάρου Μαξίμου με συγκεκριμένα πρόσωπα, ασχέτως εάν οι συνεννοήσεις ναυαγούν πρόσκαιρα, στο πλαίσιο των αντικρουόμενων τακτικών που ακολουθούν οι ενδιαφερόμενοι για να εξυπηρετήσουν τα πολιτικά τους συμφέροντα.
Είναι γνωστό ότι στο θέμα του εκλογικού νόμου ανάμεσα σε στενούς συνεργάτες του Α. Τσίπρα, όπως του υπουργού Επικρατείας Αλέκου Φλαμπουράρη, είχε υπάρξει μια ουσιαστική πρόοδος για συμφωνία με άλλους ισχυρούς παράγοντες της Χαριλάου Τρικούπη. Και συγκεκριμένα με τον πρώην υπουργό και γραμματέα του ΠΑΣΟΚ Κώστα Λαλιώτη, ο οποίος ήταν της άποψης ότι η Φ. Γεννηματά έπρεπε να ψηφίσει την απλή αναλογική, διαμορφώνοντας έτσι πεδίο συνεννόησης με την Αριστερά στην προοπτική κυβερνητικής συνεργασίας.
Ωστόσο αυτό δεν συνέβη, επειδή η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αφενός μεν απειλήθηκε από τις «βενιζελικές» δυνάμεις, αφετέρου δε επηρεάστηκε από την αρνητική στάση που κράτησε το Ποτάμι, με το οποίο ήλπιζε ότι θα προχωρήσει η συνεργασία για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς. Επίσης, το Μέγαρο Μαξίμου ακολουθεί και μια «ισορροπημένη» στάση με μια ανομολόγητη διαπραγματευτική χροιά στις επαφές που έχει μαζί τους, είτε δημοσίως, είτε στο παρασκήνιο, απέναντι σε δύο πρώην πρωθυπουργούς. Τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Κώστα Καραμανλή.
Ο μεν πρώτος θεωρείται χρήσιμος παράγοντας για να ενισχύσει το σχέδιο πολιτικής διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ στην εγχώρια και διεθνή σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο δεύτερος για να τροφοδοτεί τις συζητήσεις περί στήριξης των επιλογών του Α. Τσίπρα σε θέματα που αφορούν στη διακυβέρνηση της χώρας από τις «καραμανλικές» δυνάμεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη διχαστικών φαινομένων στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας.