Κατά των αλλαγών που προωθεί το υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στην ελληνόγλωσση και τη διαπολιτισμική εκπαίδευση, την ιδιωτική εκπαίδευση και την ειδική αγωγή τάχθηκε η πλειονότητα των εισηγητών των κομμάτων της αντιπολίτευσης, κατά τη σημερινή, πρώτη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής για το νομοσχέδιο «Ρυθμίσεις για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, τη διαπολιτιστμική εκπαίδευση και άλλες διατάξεις».

Πιο συγκεκριμένα, από πλευράς Νέας Δημοκρατίας, ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είπε ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα καταψηφίσει το νομοσχέδιο, καλώντας την κυβέρνηση «να πάψει να πειραματίζεται» με τον χώρο της Παιδείας. Τάχθηκε κατά των αλλαγών σε νηπιαγωγεία και δημοτικά γιατί, όπως ανέφερε, οδηγούν σε μείωση των θέσεων και πλεόνασμα εκπαιδευτικών, και εξαπέλυσε επίθεση για τις αλλαγές στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση. Όσον αφορά στο θέμα των απολύσεων εκπαιδευτικών στην ιδιωτική εκπαίδευση, ο κ. Χαρακόπουλος τόνισε ότι «για έναν καλό εκπαιδευτικό δεν έχει νόημα η ρήτρα μονιμότητας». «Χρησιμοποιείτε την παιδεία για να δώσετε εξετάσεις αριστεροφροσύνης στον κομματικό σας πυρήνα, που δυσανασχετεί μετά την υπογραφή του αριστερού μνημονίου με τον "κόφτη"», είπε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι η τροπολογία για την Ειδική Αγωγή είναι «πρόχειρη και αποσπασματική» και ότι «έρχεται για να τοποθετήσει πλεονάζοντες εκπαιδευτικούς στην Ειδική Αγωγή».

Εξάλλου, κατηγόρησε την ηγεσία του υπουργείου για την κατάργηση της βάσης του δέκα και εξέφρασε την άποψη ότι με την ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που προωθείται, θα διευρυνθεί η φενάκη που δημιουργεί στις οικογένειες των φοιτητών «ψευδαίσθηση επιτυχίας». Ο κ. Χαρακόπουλος ανέφερε ότι η ΝΔ είναι υπέρ ενός συστήματος αξιολόγησης και ότι σύντομα θα παρουσιαστούν οι προτάσεις που είναι ήδη υπό επεξεργασία.

Από πλευράς της Χρυσής Αυγής, ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος τάχθηκε κατά του νομοσχεδίου, χαρακτηρίζοντάς το «ανθελληνικό», και τόνισε ότι υπάρχει ανάγκη ελληνικής Παιδείας και όχι ελληνόγλωσσης. Επίσης, σχετικά με το πρόγραμμα εκπαίδευσης των παιδιών των προσφύγων, τόνισε ότι είναι πολύ υψηλό το κόστος του, τη στιγμή που υποβαθμίζεται η εκπαίδευση των παιδιών. Εξάλλου, κατηγόρησε την ηγεσία του υπουργείου ότι κάνει προσπάθεια να εντάξει στην κοινωνία «ένα κύμα χιλιάδων αλλοεθνών, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν».

Στη συνέχεια, εκ μέρους της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, ο Δημήτρης Κωνσταντόπουλος χαρακτήρισε «κομβικό σημείο» την ελληνόγλωσση εκπαίδευση και τάχθηκε κατά της «μετατροπής ελληνικών σχολείων σε πειραματικά σχολεία διαπολιτισμικής εκπαίδευσης». Για την ιδιωτική εκπαίδευση, σημείωσε ότι στηρίζει την εποπτεία της από το υπουργείο, αλλά θεωρεί ότι δεν δικαιολογούνται οι αλλαγές σε ό,τι αφορά τις απολύσεις των εκπαιδευτικών. Ακόμη, ζήτησε την απόσυρση της τροπολογίας για την Ειδική Αγωγή, θεωρώντας ότι αποτελεί «πισωγύρισμα για τη στελέχωση των σχολείων και τη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού».

Από το ΚΚΕ, ο Σταύρος Τάσσος είπε ότι το ΚΚΕ θα ψηφίσει «παρών», επειδή το νομοσχέδιο ικανοποιεί «έστω και κουτσουρεμένα», δικαιώματα των εργαζομένων. Ωστόσο, ανέφερε ότι οι αλλαγές στην Ειδική Αγωγή γίνονται «με όρους μνημονίων» και τόνισε ότι «λίγες ώρες σεμιναρίων δεν φτάνουν για να γίνει κάποιος ειδικός».

Ο Γιώργος Μαυρωτάς, από το Ποτάμι, ζήτησε επίσης την απόσυρση της τροπολογίας για την Ειδική Αγωγή, λέγοντας ότι δεν έχει εξαντληθεί η συζήτηση για το ζήτημα αυτό. Για την ιδιωτική εκπαίδευση ανέφερε ότι είναι πολύ σημαντικό να βρεθεί η χρυσή τομή στο μέχρι πού θα επεμβαίνει το κράτος στην ιδιωτική εκπαίδευση και μέχρι πού θα έχει ελευθερία το σχολείο στις δραστηριότητές του.

Ο Κώστας Ζουράρις, των ΑΝΕΛ, από την πλευρά του, τόνισε την ανάγκη εκσυγχρονισμού των εγχειριδίων που διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία του εξωτερικού.

Τέλος, η Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, εκ μέρους του κόμματος της Ένωσης Κεντρώων, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι δεν έχει προχωρήσει σε ουσιαστικό διάλογο και επέκρινε τη διάταξη που δίνει αρμοδιότητα να «νομοθετεί κατά βούληση» για ό,τι αφορά στην εκπαίδευση των παιδιών των προσφύγων. Ακόμη, χαρακτήρισε θετικό βήμα τις διατάξεις που αφορούν την πιστοποίηση της ελληνικής γλώσσας, αλλά υπογράμμισε: «Δεν θα πρέπει όμως να φτάσουμε στο άλλο άκρο, να μην διδάσκονται τα παιδιά επαρκώς την ελληνική γλώσσα».