Μέτρα, εκλογές ή πολιτική λύση. Αυτά είναι τα ενδεχόμενα που καλείται να αντιμετωπίσει ο Αλέξης Τσίπρας μετά το αδιέξοδο στις συζητήσεις με την τρόικα,  επιχειρώντας να βρει την πολιτική λύση που αναζητά μέσα από τις επαφές με ευρωπαίους αξιωματούχους που ετοιμάζει, επαφές κυρίως με την Μέρκελ και τον Ολάντ.

Η κυβέρνηση ελπίζει μήπως τελικά οι διαφωνίες του Ταμείου με το Βερολίνο για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που θέλει το τελευταίο, θα οδηγούσαν το ΔΝΤ να παραμείνει απλός τεχνικός σύμβουλος και στην επόμενη φάση του προγράμματος. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται. Είναι σαφές δε ότι ειδικά οι επικεφαλής των Θεσμών δεν πρόκειται να έλθουν στην Αθήνα πριν την επόμενη εβδομάδα πλέον.

Ο κ. Τσίπρας ρίχνει πια το βάρος του, μετά το ανεπιτυχές για τη δικαίωση των ελληνικών προσδοκιών Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, στις πολιτικές συζητήσεις με τους ευρωπαίους ηγέτες και παράγοντες. Οι οποίες ωστόσο θα μπορούσαν απλώς να περιοριστούν στην εξής μία: τη συζήτηση με την Άνγκελα Μέρκελ, με την οποία θα έχει γεύμα στο Βερολίνο το μεσημέρι της Παρασκευής. Ουσιαστικά δηλαδή είναι η καγκελάριος της Γερμανίας που μπορεί να λύσει ή να κόψει τον γόρδιο δεσμό. Ούτε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σούλτς, που θα δει την Πέμπτη, ούτε ο Φρανσουά Ολάντ, τον  οποίο θα συναντήσει στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της ΕΕ την ίδια ημέρα, ούτε καν ο Γερμανός Αντικαγκελάριος, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, με τον οποίο θα τα πει το απόγευμα της Παρασκευής είναι σε θέση, για διάφορους και διαφορετικούς λόγους ο καθένας να δώσει την παραμικρή ώθηση στο ελληνικό πρόβλημα.