Ο Economist, σε άρθρό του μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι οι εκλογές στην Ελλάδα βρίσκονται ante portas. Μάλιστα το βρετανικό περιοδικό απαριθμεί τρεις συγκεκριμένους λόγους που θα οδηγήσουν τη χώρα ξανά στις κάλπες.

Σύμφωνα με τον Economist, η μη ολοκλήρωση της αξιολόγησης και οι νέες απαιτήσεις των δανειστών, οι οποίες έρχονται σε συνδυασμό με την πίεση που δέχονται από λαϊκιστικά, ακροδεξιά και ευρωσκεπτικιστικά κινήματα, την αδυναμία της κυβέρνησης Τσίπρα να επιβάλει νέα μέτρα αλλά και τη διαφωνία στους κόλπους των δανειστών είναι ένα εκρηκτικό μίγμα και μπορεί να οδηγήσει σε κάλπες.

Όπως επισημαίνεται "η κυβέρνηση είναι «σχεδόν αδύνατο» να περάσει από τη Βουλή τα μέτρα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις από τα μέτρα που ήδη έχουν ληφθεί, ενώ και η κοινωνία βρίσκεται στα όριά της".

«Μπορεί να αποδειχθεί μια κόκκινη γραμμή που πολλοί σκληροπυρηνικοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμοι να περάσουν. Υπάρχει μεγάλη δυσφορία στο κόμμα για τα μέτρα που αναμένεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση. Καθώς τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ βουτάνε, ορισμένοι μπορεί να αρχίσουν να αναρωτιούνται αν η καλύτερη πορεία είναι να προσπαθήσουν να σώσουν το κόμμα, ρίχνοντας την κυβέρνηση» προστίθεται στο άρθρο.

Παρ όλα αυτά, το πραγματικά κρίσιμο ζήτημα είναι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας κατά το περιοδικό που επισημαίνει μάλιστα, ότι οι διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης για τον «κόφτη» μπορεί να είναι ένας αντιπερισπασμός για να στρέψει την προσοχή μακριά από τις μεταρρυθμίσεις που της ζητούν να κάνει στα εργασιακά.

Επιπλέον οι πιέσεις που δέχονται πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενόψει εκλογών. Μεγάλο ποσοστό πολιτών στην Ευρώπη, εκτιμά ότι κακώς δίδεται οικονομική ενίσχυση στην Αθήνα και ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει πρωτίστως να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, ώστε να επανεκκινηθεί η οικονομία της μέσω αυτών και όχι μέσω χρημάτων που προέρχονται από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους.

«Δεν αναμένουμε ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί το Φεβρουάριο, πριν από τις εκλογές στην Ολλανδία το Μάρτιο και μπορεί να τραβήξει για μήνες. Περαιτέρω καθυστέρηση και αβεβαιότητα για τη δυνατότητα της Ελλάδας να τηρήσει το πρόγραμμα πληρωμών τον Ιούλιο θα έχουν αρνητική επίπτωση στην πραγματική οικονομία και στον τραπεζικό τομέα, που υποφέρει ήδη από την αιμορραγία καταθέσεων στις αρχές του 2017, παρά το καθεστώς κεφαλαιακών ελέγχων» αναφέρεται ακόμα.

Από την άλλη πλευρά, η «αιώνια» διαφωνία μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Ευρωπαίων. Το ΔΝΤ εξακολουθεί να επιμένει ότι η συμφωνία για την Ελλάδα δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα, καθώς το χρέος της χώρας είναι μη βιώσιμο. Η Ευρώπη δεν το αποδέχεται αυτό, καθώς σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να προχωρήσει σε γενναίο haircut, μία διαδικασία η οποία είναι απίθανο να γίνει αποδεκτή από τα κοινοβούλια και τους λαούς της ΕΕ.

«Μια απόφαση από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ να μην συμμετάσχει επίσημα στο πρόγραμμα διάσωσης δεν θα οδηγήσει αναγκαία στην αποχώρηση του. Οι ηγέτες της ευρωζώνης έχουν δείξει σε πολλές περιπτώσεις μεγάλες ικανότητες να βρουν τρόπους να παρακάμψουν φαινομενικά άλυτα προβλήματα. Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση θα δημιουργούσε αναπόφευκτα περαιτέρω αμφιβολίες για την βιωσιμότητα του προγράμματος διάσωσης, το οποίο έχουμε πει από την αρχή πως θα αποδειχθεί αδύνατο να εφαρμοστεί και το οποίο σε κάθε περίπτωση αποκλείεται να οδηγήσει σε ανάπτυξη».

Τέλος στο άρθρο επισημαίνεται και πάλι η εκτίμηση πως η Ελλάδα θα φύγει από την ευρωζώνη την περίοδο 2017-21.