Παρότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας διεκδίκησε με πρόσφατο άρθρο του έμμεσα την ταύτιση με τον Ανδρέα Παπανδρέου ως προς τη διάσταση του πολιτικού ηγέτη που εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα, δεν φοβάται τις ρήξεις και συγκρούεται με τις συστημικές δυνάμεις, στην πραγματικότητα δείχνει πολύ πιο έτοιμος να μιμηθεί τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ σε μια άλλη πλευρά του: τη συστηματική αθέτηση υποσχέσεων και την επιλογή τελικά να κάνει τα αντίθετα από αυτά που λέει.

«Δεν ξεχνάμε ποτέ τις υποσχέσεις μας. Τις θυμόμαστε πάντα με νοσταλγία», έλεγε μια καρικατούρα του Ανδρέα Παπανδρέου σε μια γελοιογραφία του Γιάννη Ιωάννου, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πιάνοντας το κλίμα σε σχέση με την πολιτεία του ΠΑΣΟΚ. Γιατί πολλά χρόνια πριν ο Αλέξης Τσίπρας δεσμευτεί ότι θα καταργήσει τα μνημόνια «με ένα νόμο κι ένα άρθρο», οι προεκλογικές αφίσες του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές δεσμεύονταν για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ (χαρακτηριστικό το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο») και φυσικά για διώξιμο των αμερικανικών «βάσεων του θανάτου». Υπήρχε μάλιστα και η περίφημη αφίσα που έδειχνε την ΕΟΚ, τις βάσεις και το ΝΑΤΟ σαν καρφιά που αφαιρούνταν από την ελληνική σημαία ώστε να κυματίσει ελεύθερη. Όμως, ήταν υποσχέσεις που σύντομα μετατράπηκαν σε πρακτικές επιλογές στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.

Έτσι, λοιπόν, η περίφημη διαπραγμάτευση για τις βάσεις πολύ σύντομα οδήγησε σε μια συμφωνία για την πεντάχρονη παραμονή τους. Τότε, το μακρινό 1983, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είχε κάνει προσπάθεια να παρουσιάσει τη συμφωνία με τις ΗΠΑ ως συμφωνία που σε 5 χρόνια θα εξασφάλιζε την απομάκρυνση των βάσεων, σε αντίθεση με την πλευρά των ΗΠΑ, η οποία λίγο πολύ υποστήριζε ότι ήταν μια συμφωνία παράτασης και όχι αποχώρησης. Για την ιστορία να πούμε ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ της δεύτερης τετραετίας διαπραγματεύτηκε την επόμενη συμφωνία για την παράταση της παραμονής των βάσεων, έστω και εάν δεν μπόρεσε να την υπογράψει εξαιτίας της πολιτικής κρίσης της περιόδου 1989-1990. Εντέλει, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη θα υπογράψει την παράταση το 1990, πάνω στο κείμενο που είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Και εάν τελικά έκλεισαν κάποιες βάσεις (π.χ. αυτή του Ελληνικού), αυτό έγινε γιατί απλώς στη νέα κατάσταση μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ οι ΗΠΑ έκλεισαν πολλές βάσεις σε διάφορες χώρες για λόγους οικονομίας.

Πάντως, κατά... διαβολική σύμπτωση, τις ημέρες που ο κ. Τσίπρας στοχαζόταν τις αναλογίες του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δημοσίευε σε ΦΕΚ την παράταση για έναν χρόνο ακόμη της λειτουργίας της αμερικανικής βάσης στη Σούδα. Η μικρή διάρκεια δεν παραπέμπει σε κάποια σύγκρουση ή στο ενδεχόμενο να φύγει, αλλά στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να αποσπάσει μεγαλύτερα οφέλη από τη νέα συμφωνία. Άλλωστε, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου έχει κάνει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις ότι αποδέχεται πλήρως τις προτεραιότητες της αμερικανικής πολιτικής.
Όσο για το ζήτημα της εξόδου από την τότε ΕΟΚ, που είχε αναγγελθεί κατά τρόπο ανάλογο της εκδίωξης της τρόικας, αυτό δεν τέθηκε καν... Ενώ λίγα χρόνια πριν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καθαιρέσει από το Εκτελεστικό Γραφείο τον Κώστα Σημίτη για ένα σύνθημα σε αφίσα («για την Ευρώπη των Εργαζομένων») που ήταν πιο... ρεφορμιστικό από την επίσημη θέση του κόμματος, όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία εξαρχής μπήκε στη λογική όχι της αποχώρησης αλλά της διαπραγμάτευσης, διασφαλίζοντας μάλιστα τα διαβόητα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) και τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική – ξεκινώντας φυσικά και όλο το πανηγύρι με τη διασπάθιση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν επίσης αυτή που υπέγραψε, το 1986, την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη που άνοιξε τον δρόμο για τη συνθήκη του Μάαστριχτ, τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ευρώ, ενώ οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ θα διαχειριστούν και τα περισσότερα βήματα αυτής της διαδικασίας.

1985: Όταν το ΠΑΣΟΚ επέβαλε το δικό του μνημόνιο
Καθώς συχνά η ιστορική απόσταση θολώνει την πραγματική αποτίμηση των γεγονότων, τείνουμε να θυμόμαστε την περίοδο ΠΑΣΟΚ υπό το πρίσμα του «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Όντως ο Ανδρέας είπε το σύνθημα αυτό σε προεκλογική συγκέντρωση κάνοντας τον υπουργό από τους Μελισσουργούς της Άρτας να ταυτιστεί με τον λαϊκισμό, ωστόσο το 1985 ήταν το ΠΑΣΟΚ που επέβαλε το πρώτο μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα λιτότητας στη νεότερη ιστορία και τα πρώτα μέτρα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «νεοφιλελεύθερα».


Παρότι το ΠΑΣΟΚ είχε επανεκλεγεί θριαμβευτικά στις εκλογές του 1985 πολώνοντας το κλίμα απέναντι στη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σε ένα εκλογικό σώμα με νωπές μνήμες ακόμη από τα Ιουλιανά και στο οποίο πρόσφερε ως συμβολική θυσία την αποπομπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την Προεδρία της Δημοκρατίας, οικονομικά τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η προσπάθεια μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικών παροχών στην πρώτη τετραετία σε συνδυασμό με τη βαθιά κρίση της ελληνικής βιομηχανίας που είχε προηγηθεί οδήγησαν σε επιδείνωση όλων των οικονομικών δεικτών, σε προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και σε μεγάλη αύξηση των δανειακών αναγκών της χώρας.

Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση Παπανδρέου αναγκάστηκε να κάνει τη δική της... κωλοτούμπα. Αντί να συνεχίσει στον δρόμο των παροχών, ανακοινώνει ένα πρόγραμμα λιτότητας χωρίς προηγούμενο στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Οι μισθοί παγώνουν για δύο χρόνια (κάτι που σήμαινε τεράστια πραγματική μείωση αφού ο πληθωρισμός τότε ήταν κοντά στο 20%), στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα αναστέλλονται οι συλλογικές συμβάσεις, ενώ δίνονται κίνητρα στο ξένο κεφάλαιο για επενδύσεις. Την υλοποίηση αυτής της πολιτικής ανέλαβε ο Κώστας Σημίτης αντικαθιστώντας τον μέχρι τότε «τσάρο της οικονομίας» Γεράσιμο Αρσένη.
Η μεγάλη μεταστροφή είχε πολύ έντονο αντίκτυπο στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, ιδίως στο συνδικαλιστικό του κομμάτι. Επτά μέλη της διοίκησης της ΓΣΕΕ και δεκάδες μέλη διοικήσεων ομοσπονδιών διαχωρίζουν τη θέση τους και μαζί με τους συνδικαλιστές της κομμουνιστικής Αριστεράς (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ.) καλούν σε κινητοποιήσεις και απεργίες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η χώρα μπαίνει σε κύκλο μεγάλων κινητοποιήσεων και συγκρούσεων, η κυβέρνηση όμως θα καταφέρει να μείνει στη θέση της και μόνο η φθορά από το σκάνδαλο Κοσκωτά θα απομακρύνει το ΠΑΣΟΚ από την εξουσία. Για την ιστορία και πάλι να σημειώσουμε ότι στους τότε διαφωνούντες βρέθηκαν συνδικαλιστικά και πολιτικά στελέχη που αργότερα επανέκαμψαν στο ΠΑΣΟΚ, όπως ο Γεράσιμος Αρσένης, ο Ροβέρτος Σπυρόπουλος, ο Δ. Πιπεργιάς, αλλά και ο σημερινός πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα υπογράψει απλώς το μνημόνιο του 2015 και το μίνι μνημόνιο του 2017, αλλά και θα δεσμευτεί για πολιτικές λιτότητας για πολλά χρόνια μετά το τυπικό τέλος των μνημονίων.

Ο εκμαυλισμός της εξουσίας
Για πολύ μεγάλο κομμάτι του προοδευτικού κόσμου εκείνης της εποχής, η μεγαλύτερη απογοήτευση δεν ήταν τόσο τα μέτρα που έφερε το ΠΑΣΟΚ, αλλά το γεγονός ότι σύντομα φάνηκε πως δεν έφερνε άλλο ήθος στην άσκηση της εξουσίας, παρά το γεγονός ότι πολλά από τα στελέχη του είχαν διαφορετικές εμπειρίες και ιστορικές διαδρομές από την κλασική εικόνα του πολιτευτή της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Προέρχονταν από τους προδικτατορικούς αγώνες για δημοκρατία, την αντίσταση στη χούντα, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το φοιτητικό και το εργατικό κίνημα. Είχαν εμπειρίες αγώνων ακόμη και ένοπλης πάλης, είχαν συλληφθεί και βασανιστεί.
Ωστόσο, σύντομα φάνηκε ότι η εξουσία διαφθείρει. Αρχικά ως χρήση του κράτους για να ικανοποιηθεί η βάση ενός κόμματος που όντως συσπείρωνε τους αδικημένους της προηγούμενης περιόδου, οι οποίοι τώρα απαιτούσαν το μερτικό τους σε μαζικούς διορισμούς, ρουσφέτια και χαριστικά δάνεια από τις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες. Και στη συνέχεια ως κανονική διαφθορά, ως κύκλοι γύρω από υπουργούς και βουλευτές, ως ατέλειωτες σειρές παρατρεχάμενων, ως «φιλικοί» επιχειρηματίες. Η εικόνα των υπουργών, ενίοτε και του ίδιου του πρωθυπουργού να γλεντάει στα μπουζούκια, δεν σηματοδοτούσε μόνο ένα κόμμα με άλλο πολιτιστικό προσανατολισμό, αλλά σταδιακά και μια επίδειξη πλούτου μια διαφήμιση του «πιάσαμε την καλή».

Η προνομιακή μεταχείριση π.χ. του Ιβάν Σαββίδη, ο οποίος επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είδε να του σβήνουν τα πρόστιμα για τη ΣΕΚΑΠ και να γίνονται δεκτές οι εξηγήσεις του για το τσιγαράδικο που έπιασε το Λιμενικό στην Κρήτη, να συμμετέχει σε κοινοπραξία για την εκμετάλλευση του δεύτερου λιμανιού της χώρας και ταυτόχρονα να καλείται να διαμορφώσει «φίλιο» μιντιακό όμιλο δεν ήταν η πυρίτιδα που ανακάλυψε ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα...
Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είχε προσπαθήσει πολλά χρόνια να διαμορφώσει τα περίφημα «νέα τζάκια», τους νέους επιχειρηματικούς ομίλους που θα κάλυπταν το κενό που είχαν αφήσει τα «παλαιά τζάκια», δηλαδή οι συνδεδεμένοι με το μετεμφυλιακό κράτος και τη Δεξιά όμιλοι, που στο τέλος της δεκαετίας του 1970 είχαν δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να διοχετεύσουν κεφάλαια στην Ελβετία παρά να ανασυγκροτήσουν τις επιχειρήσεις τους, που θα αναγκαστεί να αναλάβει το Δημόσιο. Κάποιοι από αυτό το νέο κύμα επιχειρηματιών θα φτιάξουν πράγματι επιχειρήσεις που θα αναπτυχθούν και θα πρωταγωνιστήσουν, όπως η Ιντρακόμ του Σωκράτη Κόκκαλη.

Όμως, θα υπάρξει και ένας Γιώργος Κοσκωτάς που θα βρεθεί όχι απλώς με μία τράπεζα την οποία προτιμούσαν οι ΔΕΚΟ, αλλά και με έναν ολόκληρο μιντιακό όμιλο, για να αποδειχτεί εντέλει ότι όλα αυτά ήταν στημένα πάνω στον αέρα και την παρανομία. Το σκάνδαλο Κοσκωτά δεν θα σημάνει απλώς το οριστικό τέλος της αθωότητας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του ΠΑΣΟΚ, που πλέον σε τίποτα δεν μπορούσε να λέει ότι διέφερε από τα κόμματα της Δεξιάς ως προς το ήθος, αλλά και το ισχυρότερο πλήγμα στην εικόνα του ίδιου του κόμματος και του Ανδρέα Παπανδρέου, παρασύροντας τη χώρα σε έναν κυκεώνα σκανδαλολογίας χωρίς προηγούμενο και σε βαθιά πολιτική κρίση.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ωστόσο θα αποδειχτεί τελικά ανθεκτικός, διατηρώντας μια ιδιαίτερη σχέση εκπροσώπησης με τα λαϊκά στρώματα που θα τρομάξουν από τις πολιτικές της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, και θα επανεκλεγεί θριαμβευτικά το 1993. Βέβαια, κανείς δεν αντιμετωπίζει πια το ΠΑΣΟΚ ως ένα ριζοσπαστικό κίνημα που θα φέρει τη μεγάλη αλλαγή.

Δεν έγιναν όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ... πρασινοφρουροί
Η προσπάθεια του πρωθυπουργού να ταυτίσει τη διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ με αυτήν του ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι δεν έγινε και τόσο αποδεκτή στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι ιστορικά, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η Αριστερά στην Ελλάδα οικοδομήθηκε πάνω στην αντιπαράθεση με το ΠΑΣΟΚ, είτε ως προς την προδοσία των λαϊκών στρωμάτων είτε ως προς το ήθος της εξουσίας. Καθόλου τυχαία ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κυρίτσης δήλωσε ότι μέσα από τον παραλληλισμό αυτό «αδικείται ο ΣΥΡΙΖΑ» και η βουλευτής και πρώην υπουργός Σία Αναγνωστοπούλου υπενθύμισε τη ρήση του Άγγελου Ελεφάντη ότι «από τη σκοπιά του σοσιαλισμού το ΠΑΣΟΚ μας αφήνει αδιάφορους». Αυτός ήταν και ο λόγος που στην ιστοσελίδα commonality.gr δημοσιεύτηκε αρχικά άρθρο της δημοσιογράφου Κατέ Καζάντη που αποδομούσε την εικόνα του Ανδρέα Παπανδρέου –για να κατέβει λίγο μετά– και αργότερα αναδημοσιεύτηκε άρθρο του συντάκτη της Καθημερινής Παντελή Μπουκάλα (εκτός όλων των άλλων επίσης συνεργάτη του Ελεφάντη στο περιοδικό Πολίτης) που υπενθύμιζε την απόσταση της ανανεωτικής Αριστεράς από το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ και κατέληγε με την προειδοποίηση: «Αν ο εκπασοκισμός του ΣΥΡΙΖΑ οφειλόταν αποκλειστικά στην είσοδο στις τάξεις του στελεχών κάθε βαθμίδας που συνεχίζουν να ομνύουν στο όνομα του Ανδρέα, θα ήταν ίσως ιάσιμος. Είναι όμως βαθύτερος και εκτεταμένος. Και έχει θίξει την ίδια την κορυφή, όπως έδειξε η αυτοπροβολή του κ. Τσίπρα πάνω σε ένα εξωραϊσμένο πορτρέτο του Ανδρέα».