Η ανακοίνωση ότι παραιτήθηκε σύσσωµο το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της εφηµερίδας «Αυγή» δείχνει ότι τώρα, που ο ΣΥΡΙΖΑ αποκτά εκπροσώπηση µέσα από «συστηµικά» ΜΜΕ, τα παραδοσιακά κοµµατικά Μέσα, όπως η «Αυγή» και ο ραδιοσταθµός «Στο Κόκκινο», εγκαταλείπονται στη µοίρα τους.

Με την παραίτηση του ∆.Σ. της «Αυγής» φαίνεται ότι µπαίνουµε στην τελική πράξη του δράµατος για την ιστορική εφηµερίδα της Αριστεράς. Είναι πολύ πιθανό να ξηµερώσει σύντοµα η ηµέρα που δεν θα είναι κρεµασµένο στα περίπτερα το φύλλο που ταυτίστηκε µε τη µεταπολεµική ιστορία της Αριστεράς.

Για έναν ολόκληρο κόσµο, βγαλµένο από την Αντίσταση και τον Εµφύλιο, τις φυλακές και τα ξερονήσια, η έκδοση της «Αυγής» το 1952 σήµαινε ότι υπήρχε σηµείο αναφοράς. Και ας έπρεπε να την αγοράζουν συχνά από «µιληµένο» περιπτερά, που την έδινε πάντα διπλωµένη, ώστε να µην την δει κανένας περαστικός χωροφύλακας και η πληροφορία βρει τη θέση της στον φάκελο περί των φρονηµάτων του αναγνώστη.

Η «Αυγή» διέκοψε την κυκλοφορία της µε τη δικτατορία των συνταγµαταρχών και επανεκδόθηκε στη Μεταπολίτευση ως εφηµερίδα του ΚΚΕ εσωτερικού αρχικά και αργότερα του Συνασπισµού και του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι αλήθεια ότι η «Αυγή» είχε για αρκετό καιρό προβλήµατα και η συζήτηση για την τύχη της ταλάνιζε πολλά χρόνια και τον Συνασπισµό και τον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, το 1992, ο τότε εκδότης και διευθυντής της, Λευτέρης Βουτσάς, φορτωµένος µε διώξεις και εξορίες, ξαναπέρασε την πόρτα της φυλακής, αυτή τη φορά για χρέη της εφηµερίδας. Παρά το κύρος της, η εφηµερίδα δεν είχε µεγάλη κυκλοφορία, τα ΚΚΕδογενή µέλη και οπαδοί του Συνασπισµού δεν την πολυαγόραζαν, ούτε, αργότερα, οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ συχνά κυριαρχούσε και µια κάπως ρουτινιάρικη αντίληψη της δηµοσιογραφίας. Για µεγάλο διάστηµα, η δηµοσίευση ισολογισµών αποτέλεσε βασικό έσοδο. Από τη δεκαετία του 2000 γίνονταν διάφορες προσπάθειες αναβάθµισης.

∆οκιµάστηκε η λύση να αναλάβει διευθυντής κάποιος εκτός της κοινότητας της εφηµερίδας (π.χ. ο Χριστόφορος Κάσδαγλης), χωρίς όµως ανατροπές. Η βελτίωση ήρθε κυρίως από την εντατική προσπάθεια του Νίκου Φίλη, αλλά και την απήχηση των ενθέτων του κυριακάτικου φύλλου («Ενθέµατα», «Αναγνώσεις»), ωστόσο δεν έκανε το άλµα, ακόµη και όταν το κλείσιµο της «Ελευθεροτυπίας» άφησε χώρο.

Το οικονοµικό πρόβληµα παρέµεινε και η εφηµερίδα εξαρτώνταν σε µεγάλο βαθµό από την οικονοµική ενίσχυση από τον ιδιοκτήτη ΣΥΡΙΖΑ. Ολα αυτά τα χρόνια, πρόεδροι του ∆.Σ. της «Αυγής» ήταν έµπειρα στελέχη της Αριστεράς, µε γνώση του χώρου του Τύπου, όπως ο Αρ. Μανωλάκος, παλιός πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, και από την περίοδο 2013-2014 ο έµπειρος Β. Μουλόπουλος, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι έβρισκαν πάντα «ευήκοα ώτα» στην κοµµατική ηγεσία. ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν βελτίωσε τα οικονοµικά της «Αυγής», ούτε της έδωσε νέα ώθηση, σε µια περίοδο που ο Τύπος περνούσε κρίση και οι κυκλοφορίες έπεφταν.

Η αύξηση της εισροής διαφήµισης από τις τράπεζες, που σχολιάστηκε κιόλας αρνητικά, δεν άλλαξε την κατάσταση. Μετά το καλοκαίρι του 2015 αναγνώστες που διαφωνούσαν µε τη µνηµονιακή στροφή αποµακρύνθηκαν, ενώ η διακοπή των «Ενθεµάτων» χτύπησε την κυκλοφορία του κυριακάτικου φύλλου.

Πάνω από όλα, κυριαρχούσε µια αίσθηση εγκατάλειψης εν αναµονή ενός προδιαγεγραµµένου κλεισίµατος, µε την καθυστέρηση στις πληρωµές να αυξάνεται. To τελευταίο ∆.Σ. της «Αυγής», που ανασυγκροτήθηκε τον Μάρτιο του 2017, αποτελούνταν από τους ∆. Αλεξόπουλο, πρόεδρο, Ν. Τσαγκρή, αντιπρόεδρο, ∆. Στούµπο, διευθύνοντα σύµβουλο, και µέλη τους: Κώστα Νικολακάκο (διευθυντή της εφηµερίδας), Ράνια Σβίγκου, Τρύφωνα Αλεξιάδη, Μανώλη Αναστασιάδη, Βάλια Αρανίτου, Γιάννη ∆ελούση, Γιάννη Καρδαρά, Αννα Κιουτσοκίογλου, Μπάµπη Κοβάνη, Ελένη Κουγέα, Βασίλη Κωτούλα και Γιάννη Τζούστα. Το γενικό σχέδιο ήταν η διαµόρφωση ενός ενιαίου οµίλου των προσκείµενων στον ΣΥΡΙΖΑ Μέσων («Αυγή», «Στο Κόκκινο», «Εποχή» κ.λπ.), ενώ ο Ν. Τσαγκρής θα αναλάµβανε κυρίως τον ανασχεδιασµό της εφηµερίδας.

Οµως, λίγα από αυτά προχώρησαν και φτάσαµε στη σηµερινή κρίση. Προηγήθηκε η παραίτηση του Ν. Τσαγκρή, που υποστήριξε ότι το σχέδιό του «παραπέµφθηκε στις καλένδες µιας πρωτόγνωρης γραφειοκρατικής και ευθυνοφοβικής αναβλητικότητας. σε βαθµό µαταίωσης», και ακολούθησε η παραίτηση όλου του ∆.Σ. στις 27 Σεπτεµβρίου, ενώ υπό παραίτηση τελούσε ούτως ή άλλως και ο διευθύνων σύµβουλος ∆. Στούµπος.


Ηθελαν ολιγάρχες για χρηµατοδότες

Η ΑΝΟΔΟΣ του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν σήµανε την αναβάθµιση των κοµµατικών του ΜΜΕ, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Ορισµένοι παράγοντες είχαν να κάνουν µε το νέο τοπίο καθ’ εαυτό: λειτούργησε ξανά η ΕΡΤ, µπήκε το ζήτηµα της αναβάθµισης του ΑΠΕ, ενώ δηµοσιογραφικά στελέχη κλήθηκαν να καλύψουν κρίσιµες πολιτικές και κοµµατικές θέσεις σε γραφεία υπουργών και στο Μαξίµου. Οµως, το πρόβληµα δεν ήταν µόνο εκεί.

Το πρόβληµα ήταν ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ιδίως ο επιφορτισµένος µε αυτή την ευθύνη Νίκος Παππάς δεν ενδιαφέρονταν για τα κοµµατικά Μέσα της Κουµουνδούρου. Τους ένοιαζε να αποκτήσει συστηµικά ΜΜΕ ο ΣΥΡΙΖΑ, τους ένοιαζε να βρουν ολιγάρχες που να θέλουν να χρηµατοδοτήσουν φιλοκυβερνητικά media. Στις µεταξύ τους συζητήσεις στελέχη της Αριστεράς έλεγαν ότι στα µάτια του Νίκου Παππά και άλλων στελεχών µε την ίδια αντίληψη, η «Αυγή» ήταν απλώς άχρηστη και το «Κόκκινο» συµπαθές, αλλά όχι ισοδύναµο µε ένα εθνικής εµβέλειας τηλεοπτικό κανάλι.

Αυτή η λογική οδήγησε στον τραγέλαφο της προσπάθειας να αποκτήσουν τηλεοπτική άδεια µέσω του Καλογρίτσα και των... βοσκοτόπων του, αλλά και στην έκδοση της εφηµερίδας «Documento». Αυτή ενέπνευσε την «ειδική αποστολή» του Βασίλη Μουλόπουλου για τη «σωτηρία» του ∆ΟΛ. Αυτή οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ, µε τη βοήθεια του Πάνου Καµµένου, στην αγκαλιά του Ιβάν Σαββίδη. Η ίδια λογική είναι πίσω από την ανάδειξη, σήµερα, των Μέσων της 24Media, συµφερόντων του επιχειρηµατία ∆ηµήτρη Μάρη, σε βασική αιχµή µιας πιο φιλοκυβερνητικής τοποθέτησης, είτε µιλάµε για το ραδιόφωνο «247» 88,6 είτε για την εφηµερίδα «Εθνος», που σήµερα αναδεικνύεται στη βασική φιλοκυβερνητική απογευµατινή εφηµερίδα. Οµοίως ερµηνεύεται η στήριξη από τον ΣΥΡΙΖΑ σε εγχειρήµατα όπως η «Νέα Σελίδα» του Ηλ. Λιβάνη.

Αυτό σηµαίνει ότι σήµερα ο επικοινωνιακός µηχανισµός του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή όχι µόνο το οικονοµικό µέρος, αλλά και αυτό που αφορά ειδήσεις, συνεντεύξεις και «αποκλειστικά», δεν στρέφεται προς τα κοµµατικά ΜΜΕ, αλλά προς όσα media θεωρούνται σήµερα φιλικά, µαζί φυσικά µε την εξασφάλιση ότι τόσο η ΕΡΤ όσο και το ΑΠΕ δεν παρεκκλίνουν από την επίσηµη γραµµή.

Ετσι, οδηγηθήκαµε στην εγκατάλειψη, πρακτικά, των κοµµατικών ΜΜΕ του ΣΥΡΙΖΑ. Με περιορισµό της χρηµατοδότησης και κυρίως µε µια αίσθηση ότι δεν αποτελούν πια προτεραιότητα. Συµβολική στιγµή η παραίτηση του Κώστα Αρβανίτη από το «Κόκκινο» και η µεταπήδησή του στον όµιλο 24Media, όπου και έστησε το ραδιόφωνο «247» 88,6, παίρνοντας και συντελεστές από το «Κόκκινο», όπως και η παραχώρηση της θεσσαλονικιώτικης συχνότητας του «Μωβ» (το «Μωβ» ήταν το διαδικτυακό µουσικό αδελφάκι του) στον ίδιο όµιλο, την ίδια στιγµή που το «Κόκκινο» της συµπρωτεύουσας πασχίζει να βρει τα χρήµατα για να πληρώσει το ενοίκιο της συχνότητάς του.

Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το µεγαλύτερο κόµµα στο Κοινοβούλιο, µε µεγάλες δυνατότητες να στηρίξει τα ΜΜΕ του ακόµη και µε απλά µέσα (π.χ. µε παρακράτηση από τις αµοιβές βουλευτών και λοιπών στελεχών), αυτή τη στιγµή απλώς περιµένει τη στιγµή που η κατάστασή τους θα φτάσει στο απροχώρητο. Αλλωστε, όλα τα σχέδια «ανασυγκρότησης» ήταν, στην πραγµατικότητα, σχέδια συρρίκνωσης: πολύ λιγότερο προσωπικό, µετατροπή της «Αυγής» µόνο σε κυριακάτικο και κοινό –συρρικνωµένο– newsroom της «Αυγής», του «Κόκκινου» και του «Left.gr». Για τα κόµµατα της Αριστεράς, τα κοµµατικά έντυπα ήταν η υλική αποτύπωση της «ψυχής» και της ταυτότητάς τους. Για τα κόµµατα εξουσίας είναι απλώς µια ενοχλητική ανάµνηση από το παρελθόν µιας άλλης εκδοχής στράτευσης. Και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια κόµµα εξουσίας...

Το ραδιόφωνο που γέµισε «παράσιτα»

ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ, είχαµε και την πρόσφατη παραίτηση του διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθµού «Στο Κόκκινο», Μάκη Μηλάτου, που δήλωσε: «Οταν σου ζητάνε να τραβήξεις κουπί, περιµένεις να σου δώσουν και τα κουπιά. Ηλπιζα για 9 µήνες, αλλά δυστυχώς µάταια». Μία εβδοµάδα αργότερα, οι εργαζόµενοι του ραδιοσταθµού δήλωναν την αγανάκτησή τους για τη συµπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς έχει µονιµοποιηθεί η καθυστέρηση 2,5-3 µηνών στην καταβολή των µισθών τους, ενώ χρονίζει πλέον η ολιγωρία του κυβερνώντος κόµµατος στην επίλυση του ζητήµατος.

Το «Κόκκινο» αποτέλεσε το πρώτο άνοιγµα του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα νέο κοινό µε στίγµα περισσότερο ριζοσπαστικό. Υπό τη διεύθυνση του Θανάση Καρτερού αρχικά, διευθυντή του «Ριζοσπάστη» πριν από τη διάσπαση του ΚΚΕ και σηµερινού λογογράφου του Αλέξη Τσίπρα, και αργότερα του αείµνηστου Γιώργου Ανανδρανιστάκη, διαµόρφωσε ένα δικό του προφίλ, που αναλογούσε στη νέα του ταυτότητα.

Ας µην ξεχνάµε ότι από εκεί έγιναν γνωστοί π.χ. ο Αγγελος Τσέκερης, σήµερα υπεύθυνος του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού, και ο Γιώργος Κυρίτσης, σήµερα βουλευτής. Ο ερχοµός του έµπειρου Κώστα Αρβανίτη ακριβώς την περίοδο της µεγάλης ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε µια ώθηση και βελτίωσε την ακροαµατικότητα. Ο τόνος του έγινε πιο mainstream, ίσως, σε σχέση µε την αρχική µορφή, παρ’ όλα αυτά µπόρεσε να λειτουργήσει ως σηµείο αναφοράς. Επιπλέον, σε συνδυασµό µε το «Leſt .gr» αλλά και την ιστοσελίδα της «Αυγής» εξασφάλισε και ισχυρή παρουσία στο ∆ιαδίκτυο. Τα προβλήµατα όλη αυτή την περίοδο δεν έλειπαν, κυρίως µε τη µορφή κάποιων κοµµατικών παρεµβάσεων ή µε τη διαρκή γκρίνια για τις ενδηµικές, στα κοµµατικά ΜΜΕ του ΣΥΡΙΖΑ, αργοµισθίες, ωστόσο φαινόταν ότι τα πράγµατα έµπαιναν σε µια ρότα.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», το Σάββατο 30/9/2017