Ένα αντιφατικό στοιχείο χαρακτηρίζει όλες τις δηµοσκοπήσεις, από εταιρείες βεβαίως αναγνωρισµένες και µέλη του σχετικού συνδέσµου. Το αντιφατικό στοιχείο είναι το εξής: Ενώ όλες οι έρευνες αναδεικνύουν πρώτη και µε διαφορά τη Νέα ∆ηµοκρατία, έτσι ώστε συνδυαστικά µε την παράσταση νίκης να θεωρείται µη αναστρέψιµο το αποτέλεσµα των προσεχών εκλογών, όποτε αυτές και αν γίνουν, εντούτοις παρατηρείται και το εξής φαινόµενο.

Με το 1/4, µετά βίας, των πολιτών να δέχονται να απαντήσουν στις ερωτήσεις των εταιρειών πολιτικών δηµοσκοπήσεων, οι εκτιµήσεις για το αποτέλεσµα των εκλογών µπορεί να µην ανατρέπουν την πρωτιά της Ν∆, όµως παίζουν καθοριστικό ρόλο:

(α) στο τελικό ποσοστό που θα πάρουν τα κόµµατα και κυρίως το πλαφόν της Ν∆

(β) στην τελική διαφορά που θα σηµειωθεί µεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόµµατος

(γ) στο ύψος της διασποράς των ψήφων ώστε να προσδιοριστεί πόσα κόµµατα θα µείνουν εκτός Βουλής. Κάτι που προσδιορίζει και τις πιθανότητες αυτοδυναµίας.

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Υπό την έννοια αυτή, θα µπορούσε να πει κανείς ότι οι εταιρείες είναι λογικό να αποφεύγουν να κάνουν ασφαλείς εκτιµήσεις, ενώ και τα κόµµατα αδυνατούν να υπολογίσουν επακριβώς τη λαϊκή τους απήχηση, καθώς οι προθέσεις του εκλογικού σώµατος δεν µπορούν να καταγραφούν µε ασφάλεια εξαιτίας πέντε λόγων:

(α) της διατήρησης -σε σχέση µε τις προηγούµενες εκλογές- των µεγάλων µετακινήσεων µεταξύ των κοµµάτων

(β) του υψηλού, ακόµη, ποσοστού της αδιευκρίνιστης ψήφου

(γ) της άρνησης τεράστιου ποσοστού των προσεγγιζοµένων από τις εταιρείες να απαντήσουν στις πολιτικές τους έρευνες

(δ) του υψηλού ποσοστού ενδεχόµενης αποχής, κατά δήλωση των ερωτωµένων

(ε) των δυσκολιών που αντιµετωπίζουν οι εταιρείες δηµοσκοπήσεων, διότι µετά τις επιφυλάξεις των πολιτών να συµµετάσχουν σε µία πολιτική έρευνα, οι επιτελείς των κοµµάτων δυσπιστούν στα αποτελέσµατα που τους παρουσιάζονται, απαιτώντας πολλές φορές «εξωραϊσµό» των εκλογικών προθέσεων των πολιτών!

Αυτό βεβαίως παρατηρείται κυρίως για λογαριασµό αυτών που υφίστανται απώλειες, όπως λ.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ, µε παράδειγµα εταιρεία-φάντασµα που τον παρουσίαζε να ανακάµπτει. Γνωστός δηµοσκόπος µε πολλές έρευνες στο ενεργητικό του ανέφερε στα «Παραπολιτικά» τα εξής:

Εντοπίζεται ένα δείγµα 800 ατόµων, τα οποία χωρίζονται σε τέσσερις οµάδες των 200 ατόµων ώστε να ερωτηθεί κάθε οµάδα σε διάστηµα τεσσάρων ηµερών. Από το δείγµα των 800 ατόµων τα οποία προσεγγίζονται τηλεφωνικώς, τελικά τα 600 αρνούνται να συµµετάσχουν στην έρευνα και απαντούν µόνο τα 200! ∆ηλαδή δέχεται να απαντήσει ένα 25%.

Σηµειώνεται ότι το ποσοστό αυτό πρέπει να θεωρηθεί µάλλον υψηλό, δεδοµένου ότι η στατιστική εµπειρία παγκοσµίως έχει καταδείξει -και κάτι ανάλογο έχει επιβεβαιωθεί και στην Ελλάδα- ότι, συνήθως, σε 125 τηλεφωνικές κλήσεις οι 99 είναι αρνήσεις, δέχονται να απαντήσουν 12 (και 14 δεν σηκώνουν καν το τηλέφωνο). Αυτό µας δίνει ένα ποσοστό απαντήσεων περίπου 9,5%.

Παρ' όλα αυτά, ακόµη και µε ένα 25% απαντήσεων, καθίσταται δυσχερής η στάθµιση του προς τα πού θα µπορούσε να κατευθυνθεί η αδιευκρίνιστη ψήφος για δύο λόγους:

(α) των συνεχών µετακινήσεων µεταξύ των κοµµάτων

(β) του µεγάλου ποσοστού όσων αρνούνται να απαντήσουν.

ΜΙΚΡΗ ΒΑΣΗ

Για πρώτη φορά στο εκλογικό σώµα η σταθερή βάση των ψηφοφόρων είναι µόνο 30% (!). Κι αυτό διότι οι δηµοσκοπικές έρευνες των τελευταίων µηνών έχουν αποκαλύψει ότι στο εκλογικό σώµα το 1/3 είναι αναποφάσιστοι, ενώ άλλο ένα τρίτο ψηφοφόρων µετακινείται, συνήθως, σε άλλα κόµµατα! Γι' αυτό και έχει σηµασία η υψηλή συσπείρωση που εµφανίζει η Ν∆.

Οι αναλύσεις που έχουν γίνει στις εταιρείες δηµοσκοπήσεων το τελευταίο διάστηµα αποκαλύπτουν ότι οι ψηφοφόροι θα ψηφίσουν οπωσδήποτε κάτι το διαφορετικό από αυτό που είχαν ψηφίσει στις δύο αναµετρήσεις του 2015. Αυτό για τις εταιρείες δηµοσκοπήσεων συνιστά την απόδειξη µίας πολύ µεγάλης κινητικότητας, της οποίας είναι δύσκολο να κάνει κανείς αναγωγή σε κάποια κόµµατα. Όπως είπε ένας από τους δηµοσκόπους µε τους οποίους µίλησαν τα «Π», «είναι ύβρις να προσπαθήσει κανείς να κάνει αναγωγή»!

Πού όµως θα µπορούσαµε να αποδώσουµε την άρνηση των πολιτών να εκτεθούν σε µία έρευνα µέσω των απαντήσεών τους; ∆εν είναι τόσο ο φόβος της έκθεσης όσο δύο άλλα στοιχεία:

(α) η απογοήτευση από την πολιτική

(β) η κόπωση των πολιτών. Πράγµατι, πέραν του ότι ο καθένας θέλει να διαφυλάξει για τον εαυτό του την πολιτική του προτίµηση, έστω και αν µπορεί να παραπλανήσει µε την απάντησή του, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι γενικώς διαπιστώνεται στο εκλογικό σώµα µία «κόπωση διά της απογοητεύσεως».

ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Από την άλλη πλευρά, σε σχέση µε τη δυσπιστία προς το πολιτικό σύστηµα εξαιτίας της απογοήτευσης, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και η εξής εξέλιξη. Ο επηρεασµός των πολιτών από τα ΜΜΕ και από όσα αυτά µεταδίδουν έχει περάσει σε άλλη φάση. Οι επηρεαζόµενοι από την ενηµέρωση του διαδικτύου είναι περισσότεροι από αυτούς που έχουν επηρεαστεί από την τηλεόραση. Όπου στο διαδίκτυο, και ειδικώς στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναγράφονται πολύ χειρότερα από όσα τα συµβατικά Μέσα επιτρέπουν. Με ανάλογο επηρεασµό, που τροφοδοτεί την απογοήτευση.

Είναι ενδεικτικό το πόσο δυναµικά έχει µπει το διαδίκτυο στη διαµόρφωση της κοινής γνώµης, µε την τηλεόραση λ.χ. να χάνει την πρωτοκαθεδρία. Όσον αφορά στην ηλικία, τα υψηλότερα ποσοστά (23,4%) των προβληµατισµένων και αυτών που έχουν καταλήξει στην αποδοκιµασία των κοµµάτων ανευρίσκονται στις λεγόµενες δυναµικές και πιο παραγωγικές ηλικίες. ∆ηλαδή µεταξύ 35-44 και 45-54. Περίπου τα ίδια ποσοστά συγκεντρώνουν οι ηλικίες 18-34 και 55-64, στις οποίες διαπιστώνονται και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Όσον αφορά, τέλος, στο φύλο, το γυναικείο εµφανίζεται πιο δύσπιστο προς το πολιτικό σύστηµα έναντι του ανδρικού, µε ποσοστό 22,6% έναντι 16,55% αντιστοίχως.

Αδιαµφισβήτητο φαβορί ήταν και παραµένει η Ν∆

Η Κοινή αίσθηση -ανεξαρτήτως των διαφοροποιήσεων που θα σηµειωθούν στην κάλπη όσον αφορά τη γενική εικόνα των αποτελεσµάτων- είναι ότι η πολιτική και κοινωνική λογική λέει ότι πρώτο κόµµα θα είναι η Νέα ∆ηµοκρατία. Αν ληφθούν υπόψη τα όσα αναλύονται είναι απορίας άξιο πώς θα µπορούσαν τα ποσοστά που βγάζουν για κάθε κόµµα οι δηµοσκοπήσεις να αντιστοιχηθούν και σε όσους δεν απαντούν. Αυτό σηµαίνει πρακτικά ότι όπως ένα κόµµα δείχνει µία αξιοθαύµαστη σε ποσοστά σταθερότητα σε κάθε δηµοσκόπηση που διενεργείται, στην εκλογική πράξη είναι πιθανό να αυξήσει το ποσοστό του αυτό. Άλλο τόσο, όµως, είναι πιθανό να χάσει στην κάλπη αντίστοιχο ποσοστό και να διαψευστούν οι όποιες εκτιµήσεις έχουν γίνει.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σε σχέση, πάντως, µε τις δηµοσκοπήσεις είναι αναγκαίο, όπως κατέγραψε σχετική γαλλική έρευνα, να παρατηρηθούν τα εξής, τα οποία δεν ανατρέπουν τον επιστηµονικό τρόπο µε τον οποίον διεξάγονται οι σχετικές έρευνες, πλην όµως καθιστούν τα συµπεράσµατά τους ευάλωτα:

1. Οι ερευνητές της κοινής γνώµης, παγκοσµίως, παραδέχονται ότι αρκετοί ερωτώµενοι ψεύδονται. Όπως λέει ένας κοινωνιολόγος, όλος ο κόσµος ψεύδεται. Στον προϊστάµενό του, στον εχθρό του, στον φίλο του, στον (στη) σύζυγο ή φίλη του. Τι κατοχυρώνει ότι κάποιος που ερωτάται, σε ώρα µάλιστα που είναι µε κάτι άλλο απασχοληµένος, θα πει την αλήθεια; Όπως λ.χ. στη Γαλλία το 1984, όταν οι ερευνητές εξεπλάγησαν, τελικώς, από τη διεισδυτικότητα του Εθνικού Μετώπου όταν ανακάλυψαν ότι οι «λεπενιστές» προτιµούσαν να κρύβουν τη γνώµη τους στις δηµοσκοπήσεις που είχαν προηγηθεί των εκλογών.

2. Υπάρχει και η περίπτωση της αξιολόγησης των απαντήσεων όπου ξεχωρίζονται από τις εταιρείες οι ειλικρινείς από τις αµφιλεγόµενες. Αυτή η «αποκατάσταση της αξιοπιστίας» -που γίνεται πάντως µε αγαθή πρόθεση- µπορεί να οδηγήσει σε λάθη.

3. Ένα γενικό συµπέρασµα είναι ότι (α) το δείγµα των ερωτωµένων είναι µία δύσκολη υπόθεση (β) η αντιπροσωπευτικότητα του δείγµατος θεωρείται αµφιλεγόµενη (γ) η επεξεργασία των στοιχείων, για να είναι αξιόπιστη η έρευνα, επιδέχεται αντίλογο και (δ) ένα τελευταίο πρόβληµα: Η χρηµατοδότηση των ερευνών, καθώς πολλές φορές οι εντολείς δεν αφήνουν να δηµοσιευτούν παρά µόνον τα καλά αποτελέσµατα της δηµοσκόπησης!