Δεν πειράζει αν δεν ψηφίσουν οι ΑΝΕΛ τυχόν συμβιβαστική λύση για την ονομασία των Σκοπίων, θα την ψηφίσουν άλλοι, βουλευτές ή κόμματα της αντιπολίτευσης...

Κάπως έτσι συνοψίζεται η τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά για τη δήλωση του υπουργού Εθνικής Άμυνας και κυβερνητικού εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ Πάνου Καμμένου ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει όνομα για το γειτονικό κράτος που θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» με οποιονδήποτε τρόπο. «Είναι δικαίωμα του κάθε κόμματος σε ζητήματα που τα θεωρεί θεμελιακά να τοποθετείται (...)

Αυτό που χρειάζεται είναι μία πλειοψηφία βουλευτών, όχι μία πλειοψηφία κομμάτων.

Και μια πλειοψηφία ευθύνης. Όποιος θέλει να πάρει ευθύνη είναι μία πλειοψηφία» δήλωσε ο κ. Κοτζιάς, σχολιάζοντας τη θέση του κ. Καμμένου.

Είναι προφανές ότι ο υπουργός Εξωτερικών ποντάρει στο ότι εφόσον επιτευχθεί συμφωνία στο γνωστό πλαίσιο που έχουν αποδεχτεί τα υπόλοιπα κόμματα και στη βάση που έχουν διεξαγάγει τις διαπραγματεύσεις τα προηγούμενα χρόνια η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ -σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων (erga omnes), για όλες τις χρήσεις- τότε θα έχουν δυσκολία να αιτιολογήσουν την καταψήφισή της...

Αυτό φάνηκε και από τις αναφορές του κ. Κοτζιά στη συνέχεια: «Δεν μπορεί να μένει άλυτο ένα ζήτημα γιατί κάποιοι παίζουν με το μέλλον της χώρας (...)

Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναβάλουμε εκεί που μπορούμε να λύσουμε (...) Ευθύνη της κυβέρνησης είναι, αν βρει ένα παράθυρο για να λύσει αυτό το πρόβλημα, να το λύσει, διότι αυτά πρέπει να τελειώνουν. Η χώρα δεν μπορεί να είναι όμηρος από καταστάσεις του παρελθόντος».

Το ερώτημα είναι, βέβαια, όταν έρθει η ώρα της κύρωσης από τη Βουλή τυχόν συμβιβαστικής λύσης, αν η ΝΔ, κυρίως, αλλά και τα άλλα κόμματα θα δεχτούν να παίξουν για μία ακόμη φορά τον ρόλο της εναλλακτικής πλειοψηφίας για τον ΣΥΡΙΖΑ, προσφέροντας στον Πάνο Καμμένο την πολιτική άνεση να καταψηφίσει εκ του ασφαλούς, φτιάχνοντας πατριωτικό προφίλ και κατηγορώντας τους υπολοίπους ότι ξεπούλησαν το όνομα της Μακεδονίας.

*Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθερία του Τύπου», από τον Λ. Καλαρρύτη, 20/12/2017