Ως μία ανούσια συνάντηση χαρακτήρισε τη χθεσινή συνομιλία του Αλέξη Τσίπρα και του Ζόραν Ζάεφ η Ελίζα Βόζενμπεργκ. Η ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, τόνισε πως επί της ουσίας δεν αλλάζει κάτι μετά τη συνάντηση των δύο πρωθυπουργών για το μακεδονικό ζήτημα, θεωρώντας πως επί τις ουσίας τα όσα είπαν, πέρα από μια εικόνα συνεργασίας που προσπάθησαν να περάσουν οι δύο πλευρές, δεν πρόσφεραν τίποτε το ουσιαστικό.

«Προσωπικά δεν είμαι αισιόδοξη ότι θα οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα. Από ευχολόγια έχουμε κουραστεί κι έχουμε χορτάσει. Για να αλλάξει ο αλυτρωτισμός, πρέπει να αλλάξει το σύνταγμα της γείτονος χώρας. Να μιλάμε με ακρίβειες:

Η γειτονική χώρα έχει ένα σύνταγμα στις διατάξεις του οποίου είναι οι αλυτρωτικές βλέψεις και ρήσεις οι οποίες ουσιαστικά μας χωρίζουν και αυτό, για να αλλάξει, χρειάζονται συγκεκριμένες πλειοψηφίες στη Βουλή, που δεν τις έχει ο Ζάεφ», δήλωσε στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.

Η κα Βόζενμπεργκ στάθηκε στο γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν φρόντισε να ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς για να γνωρίζουν με ποια πρόταση διαπραγματεύεται, κάτι που έχει τονίσει πολλάκις η Νέα Δημοκρατία.

«Αν ήταν η ΝΔ ήταν στην κυβέρνηση, θα είχε λειτουργήσει θεσμικά, θα είχε καταθέσει μία συγκεκριμένη πρόταση, η οποία θα ήταν σε γνώση των πολιτικών αρχηγών και του κοινοβουλίου, θα πήγαινε με μία εθνική συναίνεση την οποία θα επιδίωκε και θα είχε μια διαπραγματευτική πολιτική διαφορετική. Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε ανάποδα. Ξεκίνησε με αφορισμούς, με αναδρομή στο παρελθόν σε άλλες πολιτικές συγκυρίες, δημιούργησε ένα κλίμα αντιπαλότητας στο εσωτερικό και πήγε στο εξωτερικό εκμεταλλευόμενος -με τη θετική έννοια του όρου- το γεγονός ότι ο συνομιλητής πια δεν είναι ο εθνικιστής Γκρουέφσκι, αλλά ένας πιο μετριοπαθής πολιτικός αρχηγός», είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε:

«Η ΝΔ έχει μία ενωμένη φωνή, του Κυριάκου Μητσοτάκη, που χθες διατυπώθηκε με έναν απροκάλυπτο πατριωτισμό».

Η ευρωβουλευτής στάθηκε και στο θέμα των συλλαλητηρίων, όπου θέλησε να επισημάνει πως σε αυτά δε μετέχουν μόνο ακραίες φωνές, αλλά και φωνές από όλα τα πολιτικά και κοινωνικά «στρώματα».

«Οι ακραίες φωνές υπάρχουν πάντα σε πολυπληθή συλλαλητήρια. Αυτό ήταν μία λαοπλημμύρα και δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται με τις ακραίες φωνές όποιος συμμετέχει σε ένα συλλαλητήριο που έχει έναν ιερό σκοπό, μία συναισθηματική εκφορά του λόγου του Έλληνα, όταν θεωρεί ότι θίγεται η χώρα του», διευκρίνισε.