Από τους Βάσω Παλαιού και Γιώργο Λυκουρέντζο

Μπορεί η κυβέρνηση φαινοµενικά να έχει σηκώσει τη ροµφαία της κάθαρσης, ωστόσο η πρότασή της για σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης στην υπόθεση Novartis αποκλείει κάθε ενδεχόµενο ουσιαστικής διερεύνησης από τη Βουλή.

Η κυβερνητική πρόταση επιτυγχάνει κάτι το πρωτοφανές για τα κοινοβουλευτικά χρονικά. Και αυτό γιατί µετατρέπει την επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης σε όργανο ανταλλαγής νοµικών απόψεων -για «νοµικό καφενείο» µίλησε η αντιπολίτευση-, το οποίο θα συγκληθεί όχι για να διερευνήσει τα πιθανά αδικήµατα, αλλά για να εξετάσει αν η Βουλή έχει αρµοδιότητα να τα διερευνήσει.

Πρόκειται ουσιαστικά για µια προσπάθεια, όπως επισηµαίνουν νοµικοί κύκλοι, να πέσει στο κενό η πρόταση για σύσταση προκαταρκτικής επιτροπής και ο φάκελος να επιστρέψει στην τακτική δικαιοσύνη, χωρίς να γίνει ουσιαστική έρευνα από τη Βουλή. Μια προσεκτική ανάγνωση της πρότασης το αποδεικνύει.

Κι αυτό διότι από τις δικαστικές Αρχές ο φάκελος διαβιβάστηκε στη Βουλή προς διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών για τα δέκα πολιτικά πρόσωπα για τα αδικήµατα της δωροληψίας κρατικών αξιωµατούχων, της παθητικής δωροδοκίας και της απιστίας. Στην κυβερνητική πρόταση, από την άλλη, περιλαµβάνονται τρία αδικήµατα, αυτά της δωροληψίας, της παθητικής δωροδοκίας και της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµη δραστηριότητα.

Tο αδίκηµα της απιστίας, σύµφωνα µε την κυβερνητική πρόταση, έχει ήδη παραγραφεί, κάτι που σηµαίνει πρακτικά ότι δεν µπορεί να διερευνηθεί. Έτσι, η κυβερνητική πρόταση για σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής αφορά τις πράξεις της δωροληψίας, της παθητικής δωροδοκίας και της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµη δραστηριότητα, προκειµένου, όπως αναφέρεται, να διερευνηθεί η αρµοδιότητα της Βουλής να ασκήσει δίωξη ή σχετικές διώξεις.

Το «κλειδί» ωστόσο του κυβερνητικού ελιγµού, όπως επισηµαίνουν νοµικοί κύκλοι, βρίσκεται στην κατάληξη της πρότασης, όπου αναφέρεται επί λέξει: «Σε αρνητική περίπτωση, να επιβεβαιωθεί η διωκτική αρµοδιότητα της ελληνικής δκαιοσύνης».

Ουσιαστικά, δηλαδή δεν πρόκειται για µια πρόταση που ανοίγει τον δρόµο για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης από το κοινοβούλιο, αλλά επιχειρεί να «ρίξει το µπαλάκι» πίσω στη δικαιοσύνη. Έγκριτοι νοµικοί υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση θα µπορούσε κάλλιστα να έχει αναθέσει τη συγκεκριµένη εργασία –το κατά πόσον δηλαδή υπάρχει παραγραφή ή όχι- στο τριµελές Γνωµοδοτικό Συµβούλιο που προβλέπεται.

Ο φόβος ωστόσο ότι το Γνωµοδοτικό θα µπορούσε να µπει και στην ουσία των κατηγοριών και να τις χαρακτηρίσει αβάσιµες, µε συνέπεια την κατάπτωση του κατηγορητηρίου, κυριάρχησε.  

ΔΥΟ ΣΕΝΑΡΙΑ

Ανεξαρτήτως του για πόσο θα επιλέξει η κυβέρνηση να κρατήσει εν ζωή την επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, τα σενάρια είναι συγκεκριµένα και περιορίζονται σε µόλις δύο. Με δεδοµένο ότι η πρόταση δεν παραπέµπει πρόσωπα, η επιτροπή θα συγκληθεί για να διερευνήσει αν τα αδικήµατα της παθητικής δωροδοκίας, της δωροληψίας κρατικού αξιωµατούχου και της νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατική δραστηριότητα θεωρούνται ότι τελέστηκαν κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων.

Σε κάθε περίπτωση, διερεύνηση επί της ουσίας από τη Βουλή δεν µπορεί να υπάρξει.

Κι αυτό αφενός διότι το «ξέπλυµα» συνεχίζει να εµπίπτει στην αρµοδιότητα των δικαστικών Αρχών και η Εισαγγελία ∆ιαφθοράς συνεχίζει την έρευνά της και για τα πολιτικά πρόσωπα επ' αυτού, αφετέρου διότι το αδίκηµα της δωροληψίας κατά την κρατούσα νοµική άποψη εµπίπτει στις διατάξεις του νόµου περί ευθύνης υπουργών, άρα υπόκειται σε παραγραφή, όπως άλλωστε επισηµαίνεται στην ίδια την πρόταση των κυβερνητικών βουλευτών.

Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, που η επιτροπή αποφανθεί ότι τα αδικήµατα δεν εµπίπτουν στα υπουργικά καθήκοντα, αυτό αυτοµάτως θα αποτελεί και παραδοχή ότι η Βουλή είναι αναρµόδια για έρευνα, ως εκ τούτου θα πρέπει να κλείσει τον φάκελο και να τον αναπέµψει άµεσα στη δικαιοσύνη.    

Σοβαρά ερωτήματα για τους μάρτυρες  

Ακόµα ένα ζήτηµα που έχει ξεσηκώσει θύελλα, και όχι άδικα, στην υπόθεση της Novartis αφορά το καθεστώς και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε σχετικά µε τους τρεις προστατευόµενους µάρτυρες. Και σε αυτήν την περίπτωση, έγκριτοι νοµικοί θέτουν ερωτήµατα.

Ο κ. Σιδέρης τονίζει πως η αξιοπιστία των µαρτύρων είναι βασικός παράγοντας σε µια δίκη, υπογραµµίζοντας: «Επειδή η εµπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στους θεσµούς έχει αποδυναµωθεί, όλοι µας, ακόµη και ο νοµικός κόσµος, είµαστε επιφυλακτικοί απέναντι στους ανώνυµους µάρτυρες. Άλλωστε, βασική αρχή που διέπει όλο το Ποινικό ∆ίκαιο είναι η προσωπικότητα. Τόσο του κατηγορουµένου όσο και των µαρτύρων.

Πώς άλλωστε θα αξιοποιηθεί µια µαρτυρία, αν δεν γνωρίζουµε µε ποια ιδιότητα καταθέτει αυτά που καταθέτει; Πώς θα γνωρίζουµε αν ο µάρτυρας δεν είναι κατ' επάγγελµα ψεύδορκος; Σε ένα σοβαρό κράτος, µε νοµικό πολιτισµό, τα ζητήµατα αυτά θα είχαν λυθεί».

Επιπλέον, ο κ. Γκαβέλας επισηµαίνει: «Σε κάθε περίπτωση, δεν δεσµεύεται η Βουλή από τις καταθέσεις αυτές, ούτε και από τον χαρακτηρισµό τους (σ.σ. των προσώπων αυτών) ως µαρτύρων δηµοσίου συµφέροντος. Κατά συνέπεια, η προστασία των στοιχείων τους µπορεί να τεθεί εν αµφιβόλω, καθόσον η Βουλή ενεργεί ως εισαγγελεύς, κρίνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την προστασία ή την αποκάλυψη των στοιχείων τους και αποφασίζει για τον τρόπο εξέτασής τους».        

Ο κρίσιμος ρόλος της γνωμοδότησης Παυλόπουλου   Ο ΝΥΝ ΠΡΟΕΔΡΟΣ της ∆ηµοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, σε άρθρο του στην εφηµερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 31 ∆εκεµβρίου 2012, µε αφορµή τότε την υπόθεση της «λίστας Λαγκάρντ - Φαλτσιανί», είχε επισηµάνει µε ξεκάθαρο τρόπο πως τα αδικήµατα που εµπίπτουν στις διατάξεις του νόµου περί ευθύνης υπουργών παραγράφονται µετά την παρέλευση της δεύτερης κοινοβουλευτικής περιόδου από τον χρόνο τέλεσης.

«Απλή ανάγνωση των διατάξεων του άρθρου 86 του συντάγµατος αρκεί για να τεκµηριώσει ότι το εξαιρετικό καθεστώς της αποσβεστικής προθεσµίας υπέρ των µελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών ισχύει µόνο για τα ποινικά αδικήµατα τα οποία τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», είχε επισηµάνει τότε, προσθέτοντας πως «κατά λογική, λοιπόν, ακολουθία, αυτό το ευνοϊκό καθεστώς ουδόλως ισχύει για τα κάθε είδους ποινικά αδικήµατα τα οποία ενδεχοµένως τέλεσαν µέλη της κυβέρνησης και υφυπουργοί είτε εκτός είτε, ακόµη, και "επ' ευκαιρία" άσκησης των καθηκόντων τους».

Σε ό,τι αφορά το αδίκηµα της δωροληψίας, η κρατούσα άποψη είναι πως εντάσσεται στις διατάξεις του νόµου περί ευθύνης υπουργών. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, και ως προς αυτό το αδίκηµα δεν µπορεί να υπάρξει τελικά ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης.  

ΔΗΛΩΣΕΙΣ

Ο καθηγητής της Νοµικής Σχολής ∆ΠΘ και γνωστός ποινικολόγος Άρης Χαραλαµπάκης τονίζει στα «Π» πως πρόκειται για ένα αµφιλεγόµενο ζήτηµα, για το οποίο έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις, ωστόσο επισηµαίνει: «∆ωροληψία που δεν λαµβάνει χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του υπουργού δεν είναι δωροληψία, τουλάχιστον κατά την κακουργηµατική της µορφή.

Ο νόµος προϋποθέτει ως στοιχείο για την τέλεση της πράξης να λαµβάνει χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων. Είναι ωστόσο όντως ένα αµφιλεγόµενο ζήτηµα. Εκτός αν κάνουµε λόγο για την πληµµεληµατική της µορφή, που στην προκειµένη περίπτωση δεν νοµίζω να µας ενδιαφέρει. Φυσικά, είναι σεβαστή και η άλλη άποψη». Από την πλευρά του, ο δικηγόρος Ηλίας Σιδέρης τονίζει στα «Π» πως «η άποψη ότι δεν έχουν παραγραφεί τα αδικήµατα επειδή δεν έγιναν "στο πλαίσιο των καθηκόντων" είναι λανθασµένη, αφού αφενός είναι θέµα ουσίας αν οι εγκληµατικές ενέργειες έγιναν στο πλαίσιο των καθηκόντων, αφετέρου αποτελεί νοµική ακροβασία να κριθεί εκ των προτέρων σε ποια πλαίσια έγινε.

Άλλωστε, ο υπουργός είναι από τη στιγµή της όρκισής του σε καθήκον συνεχώς και ο νόµος περί (µη) ευθύνης υπουργών προστατεύει τα πρόσωπα από ψευδείς µηνύσεις, που µπορεί να έγιναν εκτός πλαισίων του καθήκοντος».

Στο ίδιο µήκος κύµατος είναι και ο ποινικολόγος ∆ηµήτρης Γκαβέλας, ο οποίος τονίζει σε ό,τι αφορά τα ενδεχόµενα αδικήµατα πολιτικών προσώπων πως «µόνο η Βουλή έχει το δικαίωµα να ασκήσει δίωξη κατά των πολιτικών προσώπων. Πρόταση για άσκηση δίωξης µπορεί να υποβληθεί από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και το πόρισµά της εισάγεται στην ολοµέλειά της, που αποφασίζει για την άσκηση ή µη διώξεως.

Η Βουλή µπορεί να ασκήσει την αρµοδιότητά της αυτή µέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει µετά την τέλεση του αδικήµατος (Αρ. 86 του Συντάγµατος). Είναι ξεκάθαρο, συνεπώς, ότι έχει συντρέξει η αποσβεστική προθεσµία για τα πολιτικά πρόσωπα και για ενδεχόµενα αδικήµατα που συνδέονται µε την άσκηση του λειτουργήµατός τους».

Παράλληλα, σε ό,τι αφορά το αδίκηµα της νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατική δραστηριότητα, ο κ. Γκαβέλας επισηµαίνει πως «αυτό µπορεί να διερευνηθεί από την τακτική δικαιοσύνη (ως διαρκές αδίκηµα και µη συνδεόµενο µε την ενάσκηση του καθήκοντος του πολιτικού προσώπου), αν έχει ευρεθεί κάποιο στοιχείο που να υποδεικνύει ύποπτη διαδροµή χρήµατος.

Μέχρι σήµερα, τέτοιο στοιχείο δεν έχει δηµοσιοποιηθεί σε µια διαδικασία που όφειλε να είναι µυστική».  

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018