Ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών έχει χάσει πλέον την καίρια σημασία του για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό γιατί, με δημοσκοπική αλλά και πολιτική βεβαιότητα, το κυβερνών κόμμα ξεκινάει από αφετηρία ήττας.

Υπό το πρίσμα αυτό, εκείνο που έχει σημασία για τον πρωθυπουργό και το στενό επιτελείο του είναι ποια είναι η καταλληλότερη περίοδος για προσφυγή στις κάλπες, ώστε οι εκλογικές απώλειες να είναι όσο το δυνατόν μικρότερες, προκειμένου να έχει περιθώρια ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ρυθμιστικό ρόλο.

Και πάντως στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεδομένου μάλιστα ότι, μετά τα τραγικά γεγονότα στην Ανατολική Αττική, μετά βίας καταγράφει διψήφιο ποσοστό (τα «Π» αποκάλυψαν ότι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ είχε κατεβεί μετά τις πυρκαγιές στο 12%, ενώ σε συγκεκριμένες ευρύτατες περιφέρειες της Επικράτειας καταγράφει μονοψήφιο ποσοστό). Κάτι που επίσης έχει τη σημασία του. Σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν των εκλογικών αναμετρήσεων, ενώ συνήθως οι κυβερνήσεις έχουν το πλεονέκτημα του εκλογικού αιφνιδιασμού, αυτήν την ευχέρεια σήμερα η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ την έχει χάσει.

Με άλλα λόγια, ο κ. Τσίπρας, και να ήθελε, δεν μπορεί να αιφνιδιάσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, δεδομένου ότι αυτοί και, κυρίως η Νέα Δημοκρατία, είναι έτοιμοι ακόμη και για εκλογές το φθινόπωρο, μολονότι κατανοούν ότι μετά τα όσα έχουν συμβεί στην Αττική η προκήρυξη εκλογών σε χρονικό διάστημα κοντά σε τραγικά συμβάντα μάλλον προς πολιτική αυτοκτονία της Αριστεράς προσομοιάζει.

Τόσο τα ρεπορτάζ, πάντως, από διαρροές έγκυρων πηγών όσο και οι εκτιμήσεις των δημοσκοπικών εταιρειών επιτρέπουν την καταγραφή περισσότερων των δύο εκδοχών ως προς τον χρόνο των εκλογών, με βάση το τι συμφέρει και πότε τον ΣΥΡΙΖΑ.  

 

«Stop loss»

Παρά το γεγονός ότι η πολιτική λογική λέει ότι συμφέρει το μεγαλύτερο κυβερνών κόμμα να πραγματοποιηθούν εκλογές όσο το δυνατόν πιο μακριά από τα όσα συνέβησαν τον Ιούλιο στην Αττική, χάριν της λήθης, εν τούτοις πολλά στελέχη της Ν.Δ. θεωρούν ότι μπορεί να έχουμε εκλογές το φθινόπωρο.

Μία ερμηνεία της συλλογιστικής τους αυτής μπορεί να είναι ότι το ίδιο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προβάλλει ένα τέτοιο ενδεχόμενο προκειμένου να μην υπάρξει χαλάρωση στην ετοιμότητα όλων. Οσοι πάντως υποστηρίζουν αυτό το ενδεχόμενο -ακόμη και διατυπώνοντας κάποιες επιφυλάξεις-, θεωρούν ότι τον κ. Τσίπρα, ο οποίος βρίσκεται σε δεινότατη θέση, τον συμφέρει να κάνει αυτό που στη χρηματιστηριακή γλώσσα αποκαλείται stop loss. Κι αυτό για τους εξής λόγους: Είναι πλέον τόσο συχνοί οι αστάθμητοι παράγοντες, που λόγω ανικανότητας -όπως έχει αποδειχθεί- η κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειριστεί, ώστε κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι άλλο μπορεί να προκύψει το προσεχές διάστημα, με ανάλογη διαχειριστική ανεπάρκεια.  Για τον παραπάνω λόγο αλλά και για τις σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις επί της ελληνικής κοινωνίας των μέτρων που έχει συνυπογράψει με τους θεσμούς, η κυβέρνηση όσο περνάει ο χρόνος τόσο θα βλέπει τη φθορά της να αυξάνεται.

Με εκλογές το φθινόπωρο ή εν πάση περιπτώσει εντός του έτους, το κυβερνών κόμμα θα μπορέσει ίσως να κρατήσει κάποιες δυνάμεις για το μέλλον, με το μειονέκτημα πλέον ότι σε σχέση με εκτιμήσεις του παρελθόντος:

(α) έχει περιοριστεί σημαντικά το ενδεχόμενο διασποράς ψήφων, καθώς η κοινωνία δείχνει να θέλει να φύγει η σημερινή κυβέρνηση από την εξουσία, και

(β) έχει αντιστοίχως αυξηθεί η πιθανότητα να μην είναι απλώς πρώτο κόμμα η Ν.Δ., αλλά να επιτύχει και αυτοδυναμία. Σε σχέση με τις δύο αυτές παραπάνω πιθανότητες, ουδόλως τυχαίο είναι ότι νυν και πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ -κυρίως δε αυτά που δεν θα είναι εκ νέου υποψήφια- ενημερώνουν συναδέλφους τους της Ν.Δ. ότι εκείνο που προέχει είναι να φύγει από την εξουσία η συγκεκριμένη Αριστερά, μετά του κ. Καμμένου, και ότι θα κατευθύνουν ψηφοφόρους τους προς το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.  

Οι εκλογές τον Μάιο

Αυτήν τη στιγμή, το πραγματικό δίλημμα για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον κ. Τσίπρα είναι ότι οι αποφάσεις τους πρέπει να ληφθούν ευρισκόμενοι μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης.

Δηλαδή:  

(α) Από τη μία πλευρά, ο πρωθυπουργός είναι αντιμέτωπος με τη δικαιολογημένη μήνι του κόσμου για τα όσα έχουν συμβεί στην Αττική (Μάτι, Μάνδρα). Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε μεγάλος αριθμός θυμάτων, με επιχειρηματολογημένη την ευθύνη της κυβέρνησης, που κλήθηκε να διαχειριστεί ανεπιτυχώς τις δύο καταστάσεις.  

(β) Από την άλλη πλευρά, αν ο κ. Τσίπρας κάνει τις εκλογές μέσα στο 2019 (είτε στις αρχές του έτους είτε την άνοιξη), θα είναι αντιμέτωπος με την πρόσθετη δυσφορία της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, αφού θα έχει πληρώσει σειρά φόρων μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, θα κληθεί να αποδεχτεί, σε εκλογικό μάλιστα έτος, τη νέα περικοπή των συντάξεων, καθώς και τη μείωση του αφορολογήτου.

Στο θέμα αυτό, παρά το γεγονός ότι το Μαξίμου προσπαθεί εδώ και καιρό να περάσει το μήνυμα ότι τόσο η περικοπή συντάξεων όσο και το αφορολόγητο μπορεί να παραπεμφθούν στις ελληνικές καλένδες ώστε να κληθεί να τα εφαρμόσει ο επόμενος, εν τούτοις ο επικεφαλής του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, έχει υπογραμμίσει κατ’ επανάληψη ότι η Αθήνα δεν πρέπει να παρεκκλίνει από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει.

Η κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα στην εξής θλιβερή κατάσταση: Εχει, κατ’ αρχάς, αδυναμία να εκμεταλλευθεί μία δήθεν οικονομική επιτυχία, λόγω των τραγικών συμβάντων. Από την άλλη, το αφήγημα της εξόδου στις αγορές στερείται περιεχομένου, καθώς η οικονομική κρίση στην Ιταλία αυξάνει το κόστος όχι μόνο των ιταλικών ομολόγων, αλλά και των ελληνικών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η χώρα να βγει στις αγορές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η «θόλωση» -λέξη που αρέσει στην κυβέρνηση- της πραγματικότητας είναι το μόνο εκλογικό σωσίβιο.

Τι σημαίνει αυτό; Η πραγματοποίηση τον Μάιο εκλογών με τέσσερις κάλπες -γενικές βουλευτικές εκλογές, ευρωεκλογές και αρχαιρεσίες για την Τοπική Αυτοδιοίκηση (δήμοι, Περιφέρεια)- προκειμένου να υπάρξει -κατά την κυβερνητική λογική, βεβαίως- εκτόνωση της λαϊκής οργής στις άλλες κάλπες, πλην εκείνης για τις βουλευτικές εκλογές. Βεβαίως, η εκτίμηση αυτή παραγνωρίζει την πολύ μεγάλη πλέον πιθανότητα να αποδοκιμαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλες αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις, καθώς η δυσφορία για τα κυβερνητικά πεπραγμένα κατευθύνει τη λαϊκή ψήφο σε όλα τα επίπεδα.    

Η ακραία απόφαση και το ρίσκο  

Ενα ακραίο σενάριο, με ιδιαίτερο κόστος πάντως για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ. Τσίπρα, θα ήταν η απόπειρα εξάντλησης της τετραετίας. Στην υιοθέτηση μιας τέτοιας εκλογικής πολιτικής από το Μαξίμου, δύο εκτιμήσεις θα έπαιζαν τον δικό τους ρόλο, με το ρίσκο βεβαίως να πάνε ακόμη χειρότερα τα πράγματα για το κυβερνών κόμμα. Πρώτον, η αισιόδοξη άποψη ότι στον χρόνο που θα απομένει μέχρι την εξάντληση της τετραετίας θα ήταν δυνατόν να φτιάξουν τα πράγματα και συγχρόνως ο πανδαμάτωρ χρόνος να έχει φέρει τη λήθη όσον αφορά τις βαρύτατες ευθύνες της κυβέρνησης για όσα προ ηγήθηκαν. Δεύτερον, η υστερόβουλη σκέψη ότι συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι ο τερματισμός της θητείας του όσον το δυνατόν πιο κοντά στις διαδικασίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.

Κι αυτό διότι, όπως υπολογίζουν στο Μαξίμου, ακόμη και αν έχει εκλογική αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία, δεν θα μπορέσει να εκλέξει Πρόεδρο από την πρώτη φάση της σχετικής διαδικασίας, μη δυνάμενη να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους. Κι έτσι να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές και μάλιστα με την απλή αναλογική, διότι, ακόμη και αν αλλάξει το εκλογικό σύστημα ο κ. Μητσοτάκης, δεν θα συγκεντρώσει τις 200 ψήφους προ κειμένου η αλλαγή του συστήματος να ισχύσει στην αμέσως επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Κι έτσι, λόγω συστήματος, να παραμένει στα πράγματα και με ρυθμιστικό ρόλο ο ΣΥ ΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως της εκλογικής καθίζησης που θα έχει υποστεί.

Αλλωστε στο Μαξίμου πιστεύουν ότι η μη εξασφάλιση των 200 ή 180 ψήφων για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ή των 200 ψήφων για την ισχύ από τις αμέσως επόμενες εκλογές του νέου εκλογικού συστήματος θα προκύψει από το γεγονός ότι τα μικρότερα κόμματα τα συμφέρει η απλή αναλογική, που τους εξασφαλίζει περισσότερες έδρες.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, Σάββατο 18 Αυγούστου, 2018