Μέσα στην αναταραχή της ιταλικής κρίσης, που έχει σηµάνει συναγερµό σε όλα τα κέντρα αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, µε παρέµβασή του στα «Π», αναδεικνύει τους κινδύνους που αναδύονται στη διεθνή σκηνή, επισηµαίνοντας ότι η Ελλάδα, που παραµένει «εύθραυστη», πρέπει να θωρακιστεί, έτσι ώστε να µην παρασυρθεί στη δίνη των διεθνών αναταράξεων.

Το πρώτο σηµείο που θίγει ο Γ. Στουρνάρας είναι η επιδείνωση του κλίµατος από τον Βορρά έως τον Νότο και από την Ανατολή έως τη ∆ύση. Ο εµπορικός και νοµισµατικός πόλεµος που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ µε την Κίνα και η αύξηση των επιτοκίων προκαλούν σεισµικές δονήσεις στις αγορές και, όπως τονίζει ο κεντρικός τραπεζίτης, δηµιουργούν ένα «οικονοµικό περιβάλλον λιγότερο φιλικό απ’ ό,τι είχε υποτεθεί». Τι σηµαίνει πρακτικά αυτό; Οτι κάθε «στραβοτιµονιά», κάθε λάθος µπαίνει στο «µάτι» των αγορών, που «τιµωρούν» τους αποκαλούµενους «αδύναµους κρίκους».

Σηµειωτέον ότι το ελληνικό 10ετές βρέθηκε να διαπραγµατεύεται κοντά στο 4,7%, ενώ το 7ετές ξεπέρασε το 4,1%. Σύµφωνα µε τον διοικητή της ΤτΕ, η ευλαβική τήρηση από την Ελλάδα όλων των συµφωνηθέντων µε τους δανειστές της είναι µονόδροµος για να βγει από το κάδρο της κρίσης και να αποκαταστήσει την τρωθείσα αξιοπιστία της.

Η επισήµανση αυτή αποκτά ειδική βαρύτητα µετά τα «καρφιά» του Κλ. Ρέγκλινγκ για τους χειρισµούς της κυβέρνησης στο θέµα των συντάξεων. Οσον αφορά στο «καυτό» ζήτηµα των τραπεζών, µε φόντο τον απόλυτο αιφνιδιασµό της κυβέρνησης από την «επίθεση» στις τραπεζικές µετοχές και την αναζήτηση «εχθρών» εντός κι εκτός Ελλάδος, ο κεντρικός τραπεζίτης βάζει το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και καλεί τα επιτελεία των τραπεζών να αντιµετωπίσουν µε ταχύτητα και αποτελεσµατικότητα το µεγάλο πρόβληµα των «κόκκινων» δανείων.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ήδη οι τράπεζες προσανατολίζονται σε αλλαγή του µείγµατος δράσεων, περιορίζοντας τις «εύκολες» διαγραφές, και δροµολογούν πωλήσεις δανείων και περισσότερους πλειστηριασµούς. Ως προς το σχήµα των κρατικών εγγυήσεων, που συζητείται µε την Κοµισιόν, από την ΤτΕ σηµειώνουν ότι πρώτος ο διοικητής είχε θέσει δηµοσίως το θέµα στο τραπέζι, αλλά συµπληρώνουν ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρηµα τεχνικά. Ειδικότερα, στην παρέµβασή του στα «Π» για την οικονοµία ο Γιάννης Στουρνάρας επισηµαίνει: «Σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις, έχουµε εισέλθει σε έναν κύκλο ανόδου των επιτοκίων διεθνώς.

Οι αιτίες είναι δύο:

1) Η επαναφορά της νοµισµατικής πολιτικής στην κανονικότητα, µετά τη σταδιακή λήξη των Προγραµµάτων Ποσοτικής Χαλάρωσης και

2) η επεκτατική δηµοσιονοµική πολιτική των ΗΠΑ, σε µια περίοδο που η αµερικανική οικονοµία λειτουργεί ήδη σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Για την Ελλάδα, πέρα από αυτούς τους παράγοντες, υπάρχουν και τα γνωστά προβλήµατα στις γειτονικές µας χώρες (Τουρκία, Ιταλία), που επηρεάζουν τις αγορές σε τοπικό επίπεδο.

Τα παραπάνω σηµαίνουν ότι το διεθνές οικονοµικό περιβάλλον είναι λιγότερο φιλικό απ’ ό,τι είχε υποτεθεί, αν µάλιστα ληφθεί υπ’ όψιν και η µεγάλη αύξηση της διεθνούς τιµής του πετρελαίου (είµαστε καθαροί εισαγωγείς), σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας υπολείπεται της επενδυτικής βαθµίδας.

Τα συµπεράσµατα που αντλούνται από αυτές τις διαπιστώσεις είναι αυτονόητα: η συνέχιση µιας οικονοµικής πολιτικής η οποία θα πρέπει να θωρακίσει τη χώρα έναντι αυτών των κινδύνων, εφόσον πρωταρχικός µας στόχος είναι η πρόσβαση στις αγορές µε βιώσιµους όρους.

Οχι απόκλιση από τους δηµοσιονοµικούς στόχους τώρα και στο µέλλον, τήρηση των συµφωνηθέντων µε τους εταίρους µας, συνέχιση των µεταρρυθµίσεων, έµφαση στις ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της περιουσίας του ∆ηµοσίου (ένα θέµα που συζητείται αυτές τις ηµέρες στη Σύνοδο του ∆ΝΤ είναι η αξιοποίηση των στοιχείων ενεργητικού του ∆ηµοσίου όλων των χωρών), προσέλκυση επενδύσεων, για να ελαχιστοποιηθεί το κενό µεταξύ εγχώριων αποταµιεύσεων και επιθυµητών επενδύσεων, µεγάλη έµφαση στους κανόνες σωστής εταιρικής διακυβέρνησης εισηγµένων και µη εταιρειών και τραπεζών.

Επίσης, έµφαση εκ µέρους των τραπεζών στην επίτευξη των στόχων µείωσης των µη εξυπηρετούµενων δανείων, µε αξιοποίηση όλων των µέσων που έχουν στη διάθεσή τους, σεβασµός στην ανεξαρτησία των θεσµών, αξιοποίηση του εγχώριου επιστηµονικού δυναµικού και του τριγώνου της γνώσης τόσο για την προσέλκυση επενδύσεων όσο και για την αύξηση του δυνητικού προϊόντος της χώρας µακροπρόθεσµα».  

Τα δίνουν όλα για τις συντάξεις

Στην ίδια λογική µε το προσχέδιο, έστω µε µικρές διορθώσεις άνευ ουσίας, κινείται το σχέδιο Προϋπολογισµού που ετοιµάζεται να στείλει η κυβέρνηση προς έγκριση στις Βρυξέλλες. Το συµπέρασµα που συνάγεται µε ευκολία είναι ότι η Αθήνα φέρεται διατεθειµένη να κάνει πίσω σε κάποιες από τις εξαγγελίες περί ελαφρύνσεων, αρκεί να αποφύγει τη µείωση έστω κατά 1 ευρώ των συντάξεων.

Οι πληροφορίες που έρχονται από το ευρωπαϊκό στρατόπεδο συγκλίνουν στο ότι οι Βρυξέλλες θα διευκολύνουν την ελληνική κυβέρνηση, αρκεί να βγαίνουν στο χαρτί ως το τελευταίο ευρώ οι υπολογισµοί για τα υπερπλεονάσµατα και τις δηµοσιονοµικές αντοχές.

Το ιταλικό ζήτηµα προκαλεί ήδη µεγάλη αναστάτωση και το τελευταίο που θα ήθελαν οι Ευρωπαίοι είναι να µπουν εκ νέου στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος η Ελλάδα και οι δηµοσιονοµικές της επιδόσεις. Αυτό είναι, πλέον, το µεγάλο πρόβληµα του Ευ. Τσακαλώτου: να περάσει από το Eurogroup -είτε στο έκτακτο του Νοεµβρίου είτε στην προγραµµατισµένη συνεδρίαση της 3ης ∆εκεµβρίου- το σχέδιο που προβλέπει τη µη περικοπή κύριων - επικουρικών συντάξεων, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο ο στόχος του 3,5%.

Το «κλειδί» βρίσκεται στη νοµοθετική παρέµβαση που πρέπει να γίνει στις ψηφισµένες από το 2017 περικοπές των συντάξεων. Η Αθήνα µιλάει ή µάλλον µιλούσε για «ακύρωση» των µειώσεων, εννοώντας την κατάργηση της διάταξης που... εξαφανίζει την προσωπική διαφορά, οδηγώντας τελικά σε περικοπές έως 18%.

Η ορολογία που χρησιµοποιούν, όµως, οι «έξω» είναι διαφορετική, καθώς κάνουν λόγο για «αναστολή». Τι σηµαίνει πρακτικά αυτό; Οτι ακόµα κι αν δεν γίνουν περικοπές συντάξεων το 2019, η διάταξη θα διατηρηθεί και θα εφαρµοστεί όποτε κριθεί αναγκαίο. Το θέµα εκτιµάται ότι συζητήθηκε στο τετ-α-τετ του Ευ. Τσακαλώτου µε την Κρ. Λαγκάρντ και τον Π. Τόµσεν, αφού το βασικό σενάριο του ∆ΝΤ για πλεόνασµα 3,5% από το 2019 και µετά στηρίζεται στην παραδοχή της περικοπής των συντάξεων, αλλά και του αφορολογήτου. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για µία από τις ωρολογιακές βόµβες που θα κληρονοµήσει η επόµενη κυβέρνηση.    

Σκόνη και θρύψαλα το success story

Την ώρα που πυκνώνουν τα µαύρα σύννεφα πάνω από την Ευρώπη κι ακούγονται τα τύµπανα του οικονοµικού πολέµου από τη ∆ύση έως την Ανατολή, την ώρα που πληθαίνουν οι σκιές στις εκθέσεις όλων των διεθνών οργανισµών για τις προοπτικές της ανάπτυξης και ακούγονται όλο και συχνότερα σχόλια ή αναφορές για την επόµενη κρίση, την ώρα που άπαντες ανασκουµπώνονται στήνοντας µηχανισµούς άµυνας, η Ελλάδα µοιάζει χαµένη στον µικρόκοσµό της, βυθισµένη σε µια ασυγχώρητη εσωστρέφεια και αµηχανία.

Κατ’ αρχάς, στο µέτωπο της επιστροφής της στην κανονικότητα, δηλαδή της επανένταξης έστω σταδιακά στον χάρτη των αγορών, η αποτυχία είναι παταγώδης, καθώς επιβεβαιώνεται ότι η κυβέρνηση δεν «διάβασε τα σηµάδια». Λόγω της εσφαλµένης τακτικής της στο θέµα των συντάξεων -και όχι µόνο- «βοήθησε» στο να φύγουν τα ελληνικά οµόλογα πάνω από το 4%, µε αποτέλεσµα να πέσουν εύκολα θύµα της ιταλικής κρίσης.

Η περιοδεία του Ευ. Τσακαλώτου στην Απω Ανατολή, αν δεν είχε προετοιµαστεί εδώ και καιρό, υπό άλλες συνθήκες θα είχε µαταιωθεί, καθώς, όπως είχαν γράψει σε ανύποπτο χρόνο τα «Π», οι Ασιάτες δεν έχουν την παραµικρή διάθεση να «ποντάρουν» σε µια οικονοµία που βρίσκεται ακόµα στην κατηγορία «σκουπίδια». Στο εσωτερικό, τα πράγµατα είναι ακόµα χειρότερα.

Την ώρα που όλη η αγορά, ακόµα και οι φιλικοί προς την κυβέρνηση επιχειρηµατίες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου να χαθεί η τελευταία ευκαιρία για να «ξεκολλήσει» η οικονοµία από το τέλµα, η απουσία στρατηγικού σχεδιασµού και, πολύ περισσότερο, εφαρµογής του βυθίζει πάλι τη χώρα στην αβεβαιότητα.

Οι δείκτες οικονοµικού κλίµατος καταγράφουν κάµψη, µε κίνδυνο να «απορροφήσουν» τα όποια θετικά στοιχεία, οι σπασµωδικές αντιδράσεις της κυβέρνησης στην καταιγίδα που ξέσπασε στο Χρηµατιστήριο και ειδικά στις τραπεζικές µετοχές έχουν επιτείνει τον προβληµατισµό, ενώ η διγλωσσία στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισµού έχει ανεβάσει το πολιτικό ρίσκο της χώρας.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018