Συνέντευξη στην εφημερίδα Politika της Σερβίας παραχώρησε την Κυριακή ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, εν όψει της επίσκεψής του στο Βελιγράδι τη Δευτέρα  και την Τρίτη. Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Μητσοτάκης επισκέπτεται για δεύτερη φορά ως Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης τη Σερβία, στο πλαίσιο τόσο της στενής συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας με το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα, όσο και των ιδιαίτερα στενών πολιτικών σχέσεων του ίδιου του κ. Μητσοτάκη με τον Σέρβο Πρόεδρο Aleksandar Vucic.

Μεταξύ άλλων, στη συνέντευξή του ο κ. Μητσοτάκης σημειώνει ότι «στην ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων πρέπει να κλείνουν οριστικά και αμετάκλητα τα ζητήματα αλυτρωτισμού» κάτι που δεν επιτυγχάνεται με τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να υπερψηφίσει «είτε στη σημερινή Βουλή, είτε σε όποια επόμενη».

Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τονίζει ότι η Σερβία είναι «αναμφισβήτητα στην πρώτη θέση της «κούρσας» προς την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και ότι η Ελλάδα είναι στο πλευρό της. Στο πλαίσιο αυτό εξέφρασε την επιθυμία «η διμερής συνεργασία να είναι ακόμα πιο στενή και να έχει στρατηγικό χαρακτήρα και ουσία».

Για το θέμα του θανάτου του μέλους της Ελληνικής Εθνικής μειονότητας στην Αλβανία Κωνσταντίνου Κατσίφα, ο κ. Μητσοτάκης σημειώνει ότι παραμένουν πολλά κενά και θολά σημεία τα οποία πρέπει να διευκρινιστούν από τις αλβανικές αρχές. Προσθέτει δε ότι δηλώσεις που έγιναν από την Αλβανική πλευρά «δεν βοήθησαν» και πρέπει όλοι να είναι «πολύ προσεκτικοί».

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Μητσοτάκη στην εφημερίδα Politika και τη δημοσιογράφο Jasmina Pavlović Stamenić:

-Επισκέπτεστε εκ νέου το Βελιγράδι μετά από δύο χρόνια, ποιο είναι το μήνυμα που φέρνετε μαζί σας;

-Είναι χαρά μου που επισκέπτομαι ξανά το Βελιγράδι. Μια πόλη που αγαπώ, όπως και τους πολλούς Σέρβους φίλους μου. Η επίσκεψη μου πριν δύο χρόνια είχε σαν στόχο να υπογραμμίσει την αξία που δίνει η Νέα Δημοκρατία στις σχέσεις Αθήνας - Βελιγραδίου. Τώρα γίνεται για να εμπεδωθούν τα αποτελέσματα εκείνης της επίσκεψης και να γίνουν βήματα μεγαλύτερης σύσφιξης των σχέσεων Ελλάδας – Σερβίας. Είναι γνωστή εξάλλου η αμοιβαία και ισχυρή φιλία μεταξύ των λαών μας και οι ιστορικοί δεσμοί που μας συνδέουν. Θέλουμε συνεπώς η διμερής συνεργασία να είναι ακόμα πιο στενή και να έχει στρατηγικό χαρακτήρα και ουσία, στην κατεύθυνση αντιμετώπισης των ζητημάτων που απασχολούν τις δύο χώρες. Αυτή η συνεργασία θα συμβάλλει ουσιαστικά στη σταθερότητα, την ειρήνη και την ανάπτυξη της περιοχής.

-Πώς βλέπετε την περαιτέρω εξέλιξη της ευρωπαϊκής πορείας της Σερβίας; Θεωρείτε ότι έχει γίνει χρήση όλων των δυνατοτήτων για την επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας;

-Κατ’ αρχάς θα ήθελα να διαπιστώσω ότι αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη το γεγονός ότι στην Ε.Ε. έχει αναθερμανθεί η συζήτηση για την ευρωπαϊκή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων. Μετά από μια μακρά περίοδο όπου το θέμα αντιμετωπίζονταν με επιφύλαξη ή είχε ξεχαστεί, βρίσκεται πλέον πιο ψηλά στην ατζέντα με δυναμική περαιτέρω ενίσχυσης. Και η θέση αρχής της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι η ευρωπαϊκή πορεία των χωρών της περιοχής πρέπει να ενθαρρυνθεί και να υποστηριχθεί έμπρακτα, με ειλικρίνεια και ρεαλισμό, χωρίς όμως να δημιουργηθούν υπερβολικές προσδοκίες που τελικά θα διαψευσθούν και θα προκαλέσουν απογοήτευση και αρνητικές αντιδράσεις. Χρειάζεται δουλειά και από τις δύο πλευρές καθώς θα πρέπει να εκπληρωθούν τα κριτήρια που έχουν τεθεί. Σε αυτή τη διαδικασία η Σερβία έχει κάνει βήματα τα οποία αναγνωρίζονται ως σημαντικά και στη σωστή κατεύθυνση. Είναι αναμφισβήτητα στην πρώτη θέση της «κούρσας» προς την ένταξη. Και η Ελλάδα θα είναι στο πλευρό της Σερβίας σε αυτή την προσπάθεια.

-Η θέση της Ελλάδας σχετικά με το ζήτημα της μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου είναι σαφής και αμετάβλητη. Σχετικά με αυτό, τι άλλο θα επιθυμούσατε να προσθέσετε ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας;

-Η θέση της Ελλάδας είναι απολύτως σαφής και σταθερή. Είναι μάλιστα μια θέση διακομματική, καθώς όλα τα κόμματα συμφωνούν σχετικά με τη μη αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου. Παράλληλα όμως πιστεύουμε ότι ο διάλογος μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας πρέπει να ενθαρρυνθεί περαιτέρω.

-Μπορεί η Ελλάδα να κάνει περισσότερα για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή μας;

-Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να έχει έναν πιο ενεργό ρόλο. Είναι μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Έχει τα πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά αλλά και πολιτισμικά ερείσματα που της επιτρέπουν να αξιοποιεί τη θέση της υπέρ της σταθερότητας στην περιοχή. Η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα μπορεί να περιόρισε προσωρινά την εξωστρεφή δυναμική της, αλλά όλα τα γεωπολιτικά δεδομένα είναι παρόντα προκειμένου η Ελλάδα να έχει ολοένα και πιο ενεργό παρουσία. Είναι πεποίθησή μας ότι η ειδική γεωστρατηγική προστιθέμενη αξία της Ελλάδος είναι και ένας από τους πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής που θέλουμε να ασκήσουμε ως Νέα Δημοκρατία.

-Θεωρείτε ότι η Αθήνα και το Βελιγράδι έχουν εκμεταλλευτεί στις διμερείς τους σχέσεις όλες τις δυνατότητες και ότι μπορούν από κοινού, ειδικά σε θέματα που αφορούν τα Βαλκάνια, να κάνουν ένα βήμα προς τα εμπρός, να είναι εταίροι στην επίλυση των προβλημάτων της περιοχής και ευρύτερα;

-Στις διμερείς σχέσεις υπάρχει πάντα περιθώριο βελτίωσης. Ειδικά μεταξύ δύο χωρών, των οποίων οι λαοί έχουν τόσο φιλικά αισθήματα ο ένας για τον άλλο. Σε αυτή την κατεύθυνση θα ήταν χρήσιμο να πραγματοποιηθεί τάχιστα το επόμενο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Σερβίας. Πρέπει να το αξιοποιήσουμε ως ένα θεσμικό μηχανισμό συνεργασίας που θα επιτρέπει τη συνεννόησή μας σε θέματα διμερούς, περιφερειακού και ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Στο ίδιο πλαίσιο η ενίσχυση της διασύνδεσης των δύο χωρών, σε επίπεδο μεταφορικών και ενεργειακών δικτύων, είναι ξεχωριστής σημασίας, μαζί με την ανάπτυξη των εμπορικών μας συναλλαγών. Πρόκειται για απτούς στόχους που όσο νωρίτερα επιτευχθούν τόσο μεγαλύτερο θα είναι το αμοιβαίο όφελος.

-Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η τύχη της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία, όπως αναφέρατε, είναι επιζήμια για την Ελλάδα;

-Ο συνδυασμός του ονόματος Βόρεια Μακεδονία με τη «Μακεδονική» γλώσσα και εθνότητα, είναι άκρως προβληματικός. Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά και ευρύτερα χώρες της περιοχής. Στην ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων πρέπει να κλείνουν οριστικά και αμετάκλητα τα ζητήματα αλυτρωτισμού. Και εμείς πιστεύουμε ότι αυτό δεν συμβαίνει με την Συμφωνία των Πρεσπών. Η τύχη της θα κριθεί το επόμενο διάστημα. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η ΝΔ δεν πρόκειται να την υπερψηφίσει είτε στη σημερινή Βουλή, είτε σε όποια επόμενη. Είναι μια θέση αρχής για εμάς.

-Ποια είναι η άποψή σας για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, τις σχέσεις με τους γείτονες, με την Τουρκία, τη Ρωσία...

-Η Τουρκία χαρακτηρίζεται από πολλούς ένας δύσκολος γείτονας και απρόβλεπτος σύμμαχος. Η Ελλάδα επιδιώκει καλές και παραγωγικές σχέσεις με την Τουρκία. Αλλά αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με μονομερείς προσπάθειες. Οφείλουν να είναι αμοιβαίες. Η Τουρκία καλείται να αποσαφηνίσει εάν επιδιώκει να είναι ένας σύμμαχος και γείτονας που συμβάλει στη σταθερότητα ή δημιουργεί αβεβαιότητες στην περιοχή μας. Η προκλητική και παραβατική τακτική στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο δεν συμβάλλει στη σταθερότητα. Πάγια θέση της χώρας μου είναι η πιστή εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου ως προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος συνύπαρξης και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.

Η χώρα μας έχει έναν ακλόνητο και σαφή δυτικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα οι σχέσεις μας με τη Ρωσία είναι παραδοσιακές. Αυτό μας επιτρέπει να βρίσκουμε σημεία επαφής και επικοινωνίας που μπορούν να εκτονώσουν εντάσεις. Σε κάθε περίπτωση είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να αποφεύγονται μονομερείς ενέργειες, που μπορούν να πλήξουν όσα σημαντικά έχουν οικοδομηθεί επί αιώνες.

-Πώς βλέπετε τις σχέσεις με την Αλβανία, ιδίως υπό το πρίσμα των πρόσφατων γεγονότων;

-Το τελευταίο περιστατικό με τον πυροβολισμό και το θάνατο του Έλληνα ομογενούς, έχει αφήσει ακόμα πολλά κενά και θολά σημεία που χρειάζονται διευκρίνιση από τις αλβανικές αρχές. Κάποιες δηλώσεις που επίσης έγιναν από την Αλβανική πλευρά δεν βοήθησαν την όλη κατάσταση και πρέπει όλοι να είναι πολύ προσεκτικοί. Πέραν αυτού, οι σχέσεις των δύο χωρών πρέπει να διαφυλαχθούν και να μην επηρεαστούν από ατυχείς δηλώσεις ή αναφορές, πολύ περισσότερο από ενέργειες που μπορεί να τις πλήξουν σοβαρά.

-Η Ελλάδα πρόσφατα έχει βγει από τα μνημόνια... Είναι αρκετά ισχυρή ώστε να μπορέσει μόνη της άμεσα να προχωρήσει μπροστά;

-Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι πρακτικά ακόμα εκτός αγορών γιατί τα επιτόκια δανεισμού της είναι πολύ ψηλά. Είναι σε απαγορευτικά επίπεδα και πολύ ψηλότερα από αυτά των υπολοίπων χωρών – όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος– που βγήκαν από προγράμματα στήριξης. Παράλληλα, η ανάπτυξη είναι πολύ μικρότερη από αυτή της υπόλοιπης ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσπιστία από τις αγορές. Η Ελλάδα θα μπορέσει να σταθεί δυνατά στα πόδια της όταν η οικονομία μας αποκτήσει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική και όταν η χώρα κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των αγορών. Και αυτό σκοπεύουμε να πετύχουμε, βάζοντας αμέσως σε εφαρμογή το δικό μας σχέδιο για την οικονομία. Μικρότερους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία. Ιδιωτικοποιήσεις και νοικοκύρεμα του κράτους. Έτσι θα κερδίσει ξανά η χώρα μας την εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών.

-Στη Θεσσαλονίκη είπατε: «Μπορούμε!» Τι σημαίνει αυτό στην πράξη για τη Νέα Δημοκρατία και την Ελλάδα;

-Σημαίνει ότι έχουμε το σχέδιο και την αποφασιστικότητα για να τα καταφέρουμε. Σας είπα τους άξονες του σχεδίου μας. Μικρότεροι φόροι, μεταρρυθμίσεις και προσέλκυση επενδύσεων. Και παράλληλα, αλλαγή νοοτροπίας στον τρόπο διακυβέρνησης. Η κρίση των τελευταίων χρόνων μας έκανε όλους σοφότερους. Ξέρουμε τι πρέπει να γίνει για να προχωρήσει η χώρα μπροστά και να μην επιστρέψει στις κακές πρακτικές του παρελθόντος. Και σε ό,τι αφορά τη Νέα Δημοκρατία είμαστε αποφασισμένοι να το κάνουμε. Το μήνυμα που στέλνω σε όλους είναι ότι σε λίγα χρόνια η Ελλάδα θα είναι μια χώρα που θα πατάει ξανά γερά στα πόδια της. Μια χώρα με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Με ισχυρή ανάπτυξη και επενδυτικές ευκαιρίες. Μια χώρα που θα δίνει ευκαιρίες σε όλους και όσοι έφυγαν τα χρόνια της κρίσης θα επιστρέφουν πίσω στην πατρίδα μας. Μπορούμε να το πετύχουμε. Δεν είναι σύνθημα, είναι υπόσχεση σε κάθε Έλληνα και κάθε φίλο της Ελλάδας, όπως εσείς.