Όταν στις 17 Οκτωβρίου παραιτείτο ο κ. Ν. Κοτζιάς από το υπουργείο Εξωτερικών, εκδηλωνόταν ένας καθησυχασμός από το Μέγαρο Μαξίμου για την προοπτική χειρισμών στα θέματα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής όπου εμπλεκόταν ή καλείτο να αντιμετωπίσει η Ελλάδα μέχρι τον χρόνο των εκλογών. Στα εύλογα ερωτήματα, του τύπου «και τώρα τι γίνεται;», που τέθηκαν όχι μόνον από πολιτικούς ή δημοσιογράφους, αλλά και από ξένους διπλωμάτες κομβικών πρεσβειών στην Αθήνα, η απάντηση ήταν ότι ο κ. Κοτζιάς άφηνε πίσω του απολύτως επεξεργασμένους «φακέλους» στρατηγικής και τακτικών χειρισμών για όλα τα κρίσιμα θέματα. Από Ελληνοτουρκικά, ΑΟΖ, βαλκανικές υποθέσεις -σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών - αλλά και συνεργασίες με τις όμορες χώρες -με έμφαση στην προβλεπόμενη συμφωνία με την Αλβανία- μέχρι τις τριγωνικές σχέσεις με Ισραήλ, Αίγυπτο, Κύπρο, Ιορδανία και Λίβανο στη Μεσόγειο, την υπό διαμόρφωση στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ, τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και τους δέοντες χειρισμούς στην οξυμμένη σχέση μετά τις τελευταίες απελάσεις με τη Ρωσία, αλλά και την Κίνα.

Οταν ο πρωθυπουργός, ακολουθώντας το προηγούμενο του Ισραηλινού ομολόγου του, Μπ. Νετανιάχου, ή, παλαιότερα, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Ελλάδα, αναλάμβανε το υπουργείο Εξωτερικών προσωπικά, η ίδια στάση συνεχίστηκε παρά το γεγονός ότι ο κ. Κοτζιάς, αποχωρώντας, θέλησε να «κεφαλαιοποιήσει» με σχετικές ανακοινώσεις τις διεργασίες και τις διαδικασίες που είχαν δρομολογηθεί για την «τμηματική», στην ουσία, επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Πολύ σύντομα όμως έγινε αντιληπτό από το πρωθυπουργικό γραφείο ότι η διαχείριση των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής αυτοπροσώπως από τον κ. Τσίπρα -ο οποίος μάλιστα δεν έχει μεγάλη εμπειρία στον τομέα αυτόν- δεν είναι μια απλή υπόθεση. Πρώτον, γιατί υπάρχει έντονη κινητικότητα σε όλα τα βασικά μέτωπα, που δεν επιτρέπει εκτιμήσεις και επιλογές χειρισμών «αλά καρτ», στη βάση ενός «manual» που άφησε πίσω του ο απελθών κ. Κοτζιάς, όσο εμπεριστατωμένο και να ήταν αυτό. Για παράδειγμα, η περαιτέρω κλιμάκωση στις σχέσεις με την Τουρκία, όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στο Ιόνιο ή νοτίως της Κρήτης, αύξησε μετά και τις δηλώσεις το επίπεδο κινδύνου για θερμό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών το επόμενο διάστημα. Αντίστοιχα, η εκτέλεση-δολοφονία από τις ειδικές δυνάμεις (ΕΚΑΜ) της Αλβανίας του ομογενούς Κώστα Κατσίφα ανέτρεψε τις όποιες προσδοκίες για συμφωνία με την Αλβανία, άρα και για οριοθέτηση ΑΟΖ επί του παρόντος. Επίσης, η συνταγματική διατύπωση που υιοθετείται από τα Σκόπια και την κυβέρνηση Ζάεφ για την προστασία «Μακεδόνων» εκτός συνόρων απειλεί να δυναμιτίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Δεύτερον και απολύτως σημαντικό: ο πρωθυπουργός, διατηρώντας και τα δύο αξιώματα, θα πρέπει να ακολουθεί τις διεθνείς υποχρεώσεις που προβλέπονται και από τις δύο «ατζέντες», κάτι που σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι τόσο απλό. Για παράδειγμα, ο κ. Τσίπρας καλείται να συμμετάσχει ως πρωθυπουργός στις 13 Δεκεμβρίου στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., αλλά και να μεταβεί στην Ουάσινγκτον ως υπουργός Εξωτερικών για τις απολύτως κρίσιμες διαβουλεύσεις με τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, κ. Πομπέο, αλλά και τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, κ. Μπόλτον, για την τελική διαμόρφωση της στρατηγικής συμφωνίας ΗΠΑ-Ελλάδας.

ΚΡΙΣΙΜΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Πέραν όλων αυτών, η ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα σήμανε μια αναδιάταξη ρόλων και σχέσεων μεταξύ προσώπων που βρίσκονται θεσμικά στην κορυφή της πολιτειακής ιεραρχίας, υπουργών αλλά και της διπλωματικής υπηρεσίας του ίδιου του πρωθυπουργού. Με αναβαθμισμένη εμπλοκή στα θέματα εξωτερικής πολιτικής φέρεται, σύμφωνα με τις απολύτως αξιόπιστες πληροφορίες των «Π», να είναι ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλος. Με τη σύμφωνη γνώμη του οποίου υπήρξε και η αλλαγή που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη διαδικασία για τη διεύρυνση των χωρικών υδάτων, που προβλέπεται πλέον να γίνει όχι στη βάση Προεδρικών Διαταγμάτων, αλλά νομοθετήματος στο Κοινοβούλιο.

Ο κ. Παυλόπουλος, όπως σημειώνουν παράγοντες που γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει, πέρα από έμπειρος νομικός και πολιτικός, επιλέγει να έχει έντονη παρουσία σε θέματα που άπτονται των εθνικών προτεραιοτήτων, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Αυτό έχει σαφείς επιρροές στις τακτικές κινήσεις που επιλέγει πλέον ο κ. Τσίπρας, όπως, για παράδειγμα, σύμφωνα με πληροφορίες, η επίσκεψη που πιθανότατα θα ανακοινωθεί τις επόμενες ημέρες στην Τουρκία για συζητήσεις σε διμερές επίπεδο με Ερντογάν - Τσαβούσογλου μετά την επίσκεψή του στη Μόσχα (7 Δεκεμβρίου) και πριν από τη συνεργασία στην Ουάσινγκτον, στις 13 Δεκεμβρίου. Ενδεχόμενο που προκαλεί απορίες και ισχυρές ενστάσεις ως επιλογή τόσο σε κορυφαίους Ελληνες διπλωμάτες όσο και σε διεθνείς παρατηρητές. Οι κ. Τσίπρας και Παυλόπουλος, με τα νέα δεδομένα, έχουν ως «σύνδεσμο» μεταξύ τους στην καθημερινότητα τον διπλωματικό σύμβουλο του πρωθυπουργού, Β. Καλπαδάκη, ο οποίος χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τον Πρόεδρο, ενώ πλέον έχει αναλάβει πιο δραστήριο ρόλο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής κοντά στον πρωθυπουργό. Εκτός του κ. Καλπαδάκη, ο κ. Παυλόπουλος από το παρελθόν διατηρεί «εκλεκτική» σχέση και με τον γενικό γραμματέα του ΥΠ.ΕΞ., πρέσβη Δ. Παρασκευόπουλο, που και αυτός έχει πλέον αναβαθμισμένο συντονιστικό ρόλο στα του υπουργείου.

Από την πλευρά του κ. Τσίπρα έχουν επιλεγεί η διάχυση ευθυνών και η ανάθεση «ειδικών αποστολών» σε υπουργούς που εμπλέκονται στην εξωτερική πολιτική, όπως στον κ. Γ. Κατρούγκαλο -που είναι πολύ πιθανόν να είναι επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπίας στην Ουάσινγκτον, εφόσον ο πρωθυπουργός επιλέξει να παραβρεθεί στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής-, ή που γνωρίζουν «ειδικές ατζέντες», όπως ο πολύπειρος Γ. Δραγασάκης, που σύμφωνα με πληροφορίες έχει αναλάβει την προετοιμασία της «κατευναστικής», μετά τις αμφίδρομες απελάσεις διπλωματών, επίσκεψης στη Μόσχα.

Τέλος, αναβαθμισμένο επίπεδο συντονισμού φέρεται να υπάρχει μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, με τον υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου, Ν. Χριστοδουλίδη, που χαρακτηρίζεται ως υψηλών ικανοτήτων πολιτικό πρόσωπο, να αναλαμβάνει συνεννοήσεις όπως η τελευταία στην Ουάσινγκτον για τη διεύρυνση του «τριγώνου» Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ και με τη μόνιμη συμμετοχή των ΗΠΑ με τους κ. Πομπέο και Μπόλτον για τα δύο κράτη του ελληνισμού ταυτόχρονα