Πέρα από το αστυνομικό και δικαστικό «φιάσκο» στο θέμα του ενεχυροδανειστή Ριχάρδου και των υπόλοιπων που προφυλακίστηκαν για την υπόθεση της «μαφίας του χρυσού», η υπόθεση εξελίσσεται και σε προσωπικό φιάσκο του πρωθυπουργού, ο οποίος έσπευσε από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό το θέμα να υιοθετήσει τις κατηγορίες χωρίς να γνωρίζει τι περιελάμβανε η δικογραφία. Προτού καν απαγγελθούν κατηγορίες.

Οι σημαντικές παραλείψεις εκ μέρους των αρμοδίων Αρχών στο στάδιο της προανάκρισης φαίνεται πως τινάζουν στον αέρα την πολύκροτη υπόθεση για τη λαθρεμπορία χρυσού που έχει οδηγήσει στη φυλακή οκτώ άτομα, μεταξύ των οποίων και τον γνωστό ενεχυροδανειστή.

Οι φερόμενοι ως πρωταγωνιστές της «μαφίας του χρυσού» όπως ονομάστηκε, πέρασαν το κατώφλι των φυλακών. Ωστόσο, μόλις έγινε γνωστό ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της λαθρεμπορίας χρυσού που ήταν και βασική κατηγορία, τα δεδομένα άλλαξαν και πλέον τα άτομα αυτά μέσω των συνηγόρων τους έχουν ζητήσει να αποφυλακιστούν.

Όπως προκύπτει από έγγραφο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μετά από ερώτημα της δικαστική λειτουργού, ενημέρωσε ότι δεν οφείλονται δασμοί και φόροι για εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία. Το στοιχείο αυτό, όπως έλεγαν χθες, δικαστικοί κύκλοι, ήταν και το κρίσιμο στοιχείο το οποίο οδήγησε αρχές τις διωκτικές αρχές στη θεμελίωση της κατηγορίας της λαθρεμπορίας.

Την ήμερα της σύλληψης όμως στη Βουλή, στο πλαίσιο μιας ακόμα επικοινωνιακής-προεκλογικής φιέστας για το «μνημόνιο με το λαό», ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε για εξάρθρωση κυκλωμάτων λαθρεμπορίας χρυσού, κατονομάζοντας μάλιστα τον γνωστό ενεχυροδανειστή Ριχάρδο. Σε μια προσπάθεια να αναδείξει τις επιτυχίες της κυβέρνησής του, σε αντίθεση με τις παλαιότερες κυβερνήσεις που έκρυβαν τις υποθέσεις όπως υποστηρίζει, ο πρωθυπουργός είπε:

«Αναφέρομαι σε ένα δίκτυο ενεχυροδανειστηρίων σε όλη την Ελλάδα, το γνωστό δίκτυο 'Ριχάρδος', που είχε ξεζουμίσει, τα πρώτα χρόνια της κρίσης κυρίως, δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας που είδαν εν μία νυκτί τα εισοδήματά τους να καταρρακώνονται, να μένουν άνεργοι, να βρίσκονται στην ανέχεια, στην απελπισία, και μέσα στην απελπισία τους προσπαθήσανε πολλοί εξ αυτών να βρουν τη δυνατότητα έστω ενός πρόσκαιρου βοηθήματος, ξεπουλώντας τα τιμαλφή τους σε τιμή ευκαιρίας».

Ο πρωθυπουργός αμφισβήτησε ακόμα και το κριτήριο της αθωώτητας, που ισχύει για τους πάντες σε ένα κράτος δικαίου, λησμονώντας τη διάκριση των εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία, την οποία ο ίδιος εκπροσωπεί, δεν έχει καμία ανάμειξη στο έργο της δικαστικής εξουσίας.

Σύμφωνα με πληροφορίες του parapolitika.gr, με τη διαρροή της είδησης ότι οι εμπλεκόμενοι τελικά θα αφεθούν ελεύθεροι και η απόφαση για προφυλάκιση ανακαλείται, επικράτησε ένταση στο Μέγαρο Μαξίμου.

Πρωταγωνιστές ήταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος και η υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Όλγα Γεροβασίλη.

Ο λόγος ήταν ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε δεχθεί διαβεβαιώσεις, πώς η υπόθεση είναι «δεμένη» κάτι που ανατράπηκε ακόμα και με το έγγραφο της ΑΑΔΕ, το οποίο φέρεται να αποδεικνύει ότι δεν οφείλονται δασμοί και φόροι, «δείχνοντας» ότι υπήρχαν σημαντικές νομικές παραλείψεις στην υπόθεση.

Οι «νουθεσίες» προς ΣτΕ το 2016 

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο κ. Τσίπρας σπεύδει να προκαταλάβει απόφαση της Δικαιοσύνης. Στη ΔΕΘ το 2016 σε ερώτηση για την αναμενόμενη τότε απόφαση του ΣτΕ για το αν είναι νόμιμος ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες -σε εκείνο το σόου που είχε στήσει τότε ο αρμόδιος υπουργός- ο πρωθυπουργός είπε ότι «η Δικαιοσύνη θα βγάλει την απόφασή της, αλλά δεν δίνω ούτε μια πιθανότητα το ΣτΕ να ακυρωθεί ο διαγωνισμός».

Πηγές του ΣτΕ είχε τότε αναφέρει ότι «ουδείς μπορεί να προβλέψει μια δικαστική απόφαση και όλοι οφείλουν να είναι προσεκτικοί όταν διατυπώνουν δημόσια εκτιμήσεις για το τι θα κάνει η Δικαιοσύνη. Οι αποφάσεις του ΣτΕ στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων δεν προδικάζουν a priori την απόφαση επί των κύριων προσφυγών των τηλεοπτικών σταθμών. Στην περίπτωση των ασφαλιστικών μέτρων αυτό που κλήθηκε να εξετάσει το δικαστήριο ήταν η αναγκαιότητα για την παροχή προσωρινής προστασίας. Και δεν εξετάστηκε το θέμα συνταγματικότητας».