Οι σχέσεις Ελλάδας - Ρωσίας είναι τούτη την ώρα σε αρνητικό έδαφος όσο ποτέ άλλοτε στις δεκαετίες της ελληνικής Μεταπολίτευσης. Και όχι χωρίς ισχυρό λόγο. Η ΝΑΤΟϊκή Ελλάδα είναι για τη Ρωσία ένας στρατηγικός αντίπαλός της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Οταν ο κ. Τσίπρας τελείωνε τη συζήτηση που είχε µε τον πρόεδρο Πούτιν στη Μόσχα τον περασµένο ∆εκέµβριο, θα έπρεπε λογικά να έχει αντιληφθεί ότι η Μόσχα, αν ήθελε να δώσει, έστω µε κρύα καρδιά, ένα τέλος στο «επεισόδιο» της απέλασης των Ρώσων διπλωµατών, σίγουρα δεν ήθελε σε καµία περίπτωση να παραµερίσει το ζήτηµα της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Αν, λοιπόν, επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός νόµισε ότι οι σχέσεις µε τη Ρωσία επί της ουσίας «βελτιώνονταν», τότε µπορεί να υποτεθεί ότι µάλλον δεν κατάλαβε για ποιον ακριβώς λόγο ταξίδεψε στη Μόσχα και τι κατέγραψε εκεί. ∆ιότι θα ήταν εξαιρετικά αφελές να νοµίσει τότε η ελληνική κυβέρνηση ότι το θέµα που στα αλήθεια βασάνιζε τη Μόσχα ήταν η υπόθεση των απελαθέντων δύο Ρώσων διπλωµατών.

Για εντελώς διαφορετικά πράγµατα είχε «πρόβληµα» η Μόσχα µε την Ελλάδα: Πρώτον, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, διά του Ν. Κοτζιά, είχε µε σκληρή γλώσσα αποδοκιµάσει τη Ρωσία µε αφορµή τη «δράση» των απελαθέντων. ∆εύτερον, είχε εκτιµήσει τη Ρωσία ως εχθρική για τα ελληνική εθνικά συµφέροντα δύναµη, χαρακτηρίζοντάς τη σύντροφο «εν όπλοις» της Τουρκίας. Τρίτο -και κατά βάση κυριότερο- ζήτηµα ήταν η µέσω Ελλάδας και Σκοπίων βαθύτερη «διείσδυση» του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Ολα αυτά δεν έσβησαν, βεβαίως, µε εκείνη την αµήχανη επίσκεψη του κ. Τσίπρα στη Μόσχα, µε εκτός κυβερνήσεως «τιµωρηµένο» τον κ. Κοτζιά.

Σήµερα, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα εµφανίζεται κατάπληκτη και εξόχως δυσαρεστηµένη µε την ορµή της ρωσικής παρέµβασης στην υπόθεση της Συµφωνίας των Πρεσπών. Βεβαίως, η απροκάλυπτη παρέµβαση της Μόσχας στην πολιτική διαδικασία και τη δηµοκρατική νοµιµοποίηση της εν λόγω συµφωνίας στο εσωτερικό της χώρας µας ήταν, πολιτικά κρινόµενη, ανεπίτρεπτη και εκτός ανεκτών διπλωµατικών ορίων. Η Ρωσία του Πούτιν έδειξε στην Ελλάδα το πιο σκληρό πρόσωπό της. Αλλά το ερώτηµα για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είναι αν έχει προετοιµαστεί καταλλήλως, προκειµένου να διαχειρισθεί το πρόβληµα: το ότι για τη Ρωσία η ένταξη της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ είναι υπόθεση µείζονος στρατηγικής σηµασίας.

Η πορεία των Σκοπίων προς την αγκαλιά του ΝΑΤΟ είναι προ πολλού αποφασισµένη από την Ουάσινγκτον, τη Συµµαχία και την Ευρωπαϊκή Ενωση (βλ. Βερολίνο). Και στη «λογική» αυτής της ένταξης είναι ευθυγραµµισµένη η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα. Θέµα αλλαγής αυτής της επιλογής δεν υφίσταται, καθώς, µάλιστα, η προσέγγιση Αθήνας - Σκοπίων έχει να κάνει για την ελληνική πλευρά και µε τις κινήσεις της Τουρκίας στα ∆υτικά Βαλκάνια. Οµως, η Αθήνα δεν µπορεί, ούτε πρέπει, να αγνοήσει την «επίθεση» της Μόσχας. Οχι µόνο επειδή η Ρωσία είναι αποφασισµένη να προκαλέσει όπου µπορεί «βραχυκυκλώµατα» στα Βαλκάνια, αλλά και επειδή θα κάνει ό,τι το δυνατόν για να προκαλέσει έως και στο Συµβούλιο Ασφαλείας ένα νοµικό ζήτηµα διεθνούς «νοµιµοποίησης» Συµφωνίας των Πρεσπών. Στόχος της θα είναι να καταγγείλει τη «Βόρεια Μακεδονία» στον ΟΗΕ ως ένα κράτος που δηµιουργήθηκε µε διαδικασίες οι οποίες δεν επιτρέπουν την αναγνώρισή του από τους διεθνείς οργανισµούς.

Θαλάσσιες ζώνες

Από κυβερνητικές πηγές υποστηρίζεται ότι η Αθήνα είναι από καιρό «υποψιασµένη» για την προσπάθεια αυτή της Μόσχας και ήδη ετοιµάζεται να αποκρούσει τα νοµικά επιχειρήµατά της και τον ισχυρισµό της ότι η Συµφωνία των Πρεσπών «εµπίπτει στην αρµοδιότητα του Συµβουλίου Ασφαλείας». Ας σηµειωθεί ότι στην Αθήνα διπλωµατικοί κύκλοι, έχοντας κατά νουν την ακύρωση της συµφωνίας Ελλάδας - Αλβανίας για τις θαλάσσιες ζώνες, µε παρέµβαση συνταγµατικού δικαστηρίου στα Τίρανα, τονίζουν σε ιδιαίτερες συζητήσεις τους µε κυβερνητικούς παράγοντες ότι: Η ελληνική πλευρά, εφόσον τελικά κυρωθεί η συµφωνία στη Βουλή, θα πρέπει να προβλέψει ώστε να είναι απόλυτα δεσµευµένη µε συγκεκριµένα κείµενα η «Βόρεια Μακεδονία» απέναντι στο ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ενωση και στον ΟΗΕ, ότι δεν θα µπορεί να ανατρέψει ή να «ερµηνεύσει» αργότερα τα συµφωνηθέντα µετέχοντας σε αυτούς τους διεθνείς οργανισµούς. Εµπειροι διπλωµάτες αναφέρουν ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να λάβει υπόψη της ότι στα Σκόπια υπάρχει «ρεύµα» κατά της Συµφωνίας των Πρεσπών και ζωηρή αµφισβήτηση του Ζόραν Ζάεφ. Τονίζεται, δε, ότι γενικότερα υπάρχει στη γειτονική χώρα κλίµα διχαστικό και ρωσικές «επιρροές» στην πολιτική σκηνή, ενώ το ισχυρό αλβανόφωνο στοιχείο µόνο σταθερότητα δεν υπόσχεται στη «Βόρεια Μακεδονία».

Ισχυρή είναι η πεποίθηση στα διπλωµατικά παρασκήνια ότι η ελληνική πλευρά έχει υπογράψει µια σηµαντική διµερή συµφωνία µε ένα κράτος αδύναµο, µε εύθραυστη εσωτερική συνοχή, που πολύ δύσκολα θα µπορέσει να τηρήσει τα συµφωνηθέντα.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 19/1/2019