Η έως τώρα στοχευμένη εκδήλωση «εισοδισμού» στελεχών από τον χώρο της Κεντροαριστεράς προς τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμάται ότι αποτελεί πολιτικό πρελούδιο στρατηγικής του Μαξίμου, με σκοπό να κυριαρχήσει με όρους ιδεολογικής ηγεμονίας στους κόλπους της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας την επομένη των εθνικών εκλογών, ακόμη και αν βρίσκεται στα έδρανα της αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ.

Και αυτό διότι η επικρατούσα αντίληψη στο στενό περιβάλλον του Αλ. Τσίπρα είναι πως, εάν η Φ. Γεννηματά συμπορευτεί με τον Κ. Μητσοτάκη σε κυβερνητικό επίπεδο μετά τις βουλευτικές εκλογές, θα υπάρξει κενό πολιτικής εκπροσώπησης των προοδευτικών δυνάμεων, γεγονός που θα διευκολύνει τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει ένα δημοκρατικό μέτωπο, το οποίο θα εκφράζει την αποκαλούμενη «πληθυντική Κεντροαριστερά». Δηλαδή όλες τις σοσιαλδημοκρατικές συνιστώσες του χώρου, καθώς και σημαντικό αριθμό στελεχών από κόμματα που κλείνουν τον κοινοβουλευτικό τους βίο. Οπως η ΔΗΜ. ΑΡ., το Ποτάμι και το ΚΙΔΗΣΟ.

Η ίδρυση ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και υπό άλλη πλέον ονομασία, θα λειτουργήσει ως προοδευτική αντιπολίτευση απέναντι στο συνεργατικό σχήμα εξουσίας Ν.Δ. και ΚΙΝ.ΑΛ., που, όπως εξηγούν στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, προβλέπεται να είναι μια επανάληψη της συνεργασίας του Αντ. Σαμαρά με τον Ευ. Βενιζέλο. Για τον ίδιο τον Αλ. Τσίπρα η επίτευξη ενός τέτοιου σχεδίου, εφόσον ο ίδιος φυσικά δεν αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα παραμονής του στην ηγεσία του κόμματος έπειτα από μια βαριά ήττα στις εθνικές εκλογές, θα σημάνει και τη ρεβάνς απέναντι σε όσους τα προηγούμενα χρόνια κατάφεραν να υπονομεύσουν την προοπτική οργανωμένων συγκλίσεων του ΣΥΡΙΖΑ με τις προοδευτικές δυνάμεις, χτίζοντας το λεγόμενο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο.

Στον αντίποδα, το «υπέρ ΣΥΡΙΖΑ» δημοκρατικό μέτωπο που θα επιδιώξει να διαμορφώσει ο Αλ. Τσίπρας εδράζεται στην πεποίθηση του Μαξίμου ότι η Φ. Γεννηματά θα συμμαχήσει με τον Κ. Μητσοτάκη την επομένη των εθνικών εκλογών και, ως εκ τούτου, η «συγκατοίκησή» τους στην εξουσία, ακόμη και αν έχει ορίζοντα τετραετίας, πρώτιστα θα έχει βλαβερές συνέπειες για το Κίνημα Αλλαγής. Οπως υπολογίζουν τα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδο κοινωνικής βάσης θα «απελευθερωθεί» το σύνολο των «αντιδεξιών» ψηφοφόρων από το άρμα του Κινήματος Αλλαγής και θα υπάρξει ένα νέο ρεύμα προοδευτικής πλειοψηφίας υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος, εν τω μεταξύ, με αιχμή και τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι με ορόσημο τις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, θα προβάλλει ως «θεματοφύλακας» της «ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας» στην Ελλάδα με κοινωνικό πρόσημο απέναντι στην άνοδο της «λαϊκιστικής Ακροδεξιάς», την οποία τεχνηέντως ήδη παρουσιάζει ως «απότοκο» της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Κεντρικός πυλώνας

Υπό το πρίσμα αυτό, στόχος του Αλ. Τσίπρα από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταβληθεί σε κεντρικό πυλώνα της ιδεολογικής εκπροσώπησης των προοδευτικών δυνάμεων και σε μηχανισμό οργανωτικής αφομοίωσης κάθε κεντροαριστερής τάσης ή συνιστώσας που θα αντιμάχεται εκ νέου την κυβερνητική «συμμαχία» της παλαιάς, «συστημικής» ελίτ, με εκφραστές τον Κ. Μητσοτάκη και τη Φ. Γεννηματά.

Ηδη τον τόνο της «δυσφημιστικής» προσέγγισης μιας τέτοιας μετεκλογικής σύμπραξης τον έδωσε στα μέσα της εβδομάδας ο Δ. Τζανακόπουλος. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με τη μέθοδο της «συνειρμικής εξαγωγής αυθαίρετων συμπερασμάτων», δηλαδή κάνοντας «δίκη προθέσεων», συνέδεσε την άρνηση της Ν.Δ. και του Κινήματος Αλλαγής να «ομολογήσουν» τη στήριξή τους στο πρόσωπο του Πρ. Παυλόπουλου για ανανέωση της θητείας του στην Προεδρία της Δημοκρατίας με το αφήγημα της προσπάθειας «παλινόρθωσης» του παλαιού πολιτικού καθεστώτος μέσα από τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.

Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό, επανέφερε στο προσκήνιο το «ένοχο παρελθόν» και των δύο ιστορικών κομμάτων, με αιχμές για παράνομη χρηματοδότησή τους ή για τα ανεξόφλητα χρέη τους προς τις τράπεζες από δάνεια προηγούμενων περιόδων, με αφορμή την υπόθεση της Siemens και την απολογία Τσουκάτου.

Μάλιστα, ο Δ. Τζανακόπουλος, αξιοποιώντας στο έπακρο την ομολογία του Θ. Τσουκάτου για παράνομη χρηματοδότηση του ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν, επιτέθηκε εναντίον της Φ. Γεννηματά, που, όπως είπε, δεν έχει ζητήσει έως τώρα συγγνώμη, και στη συνέχεια πήγε τη συζήτηση εκεί που βολεύει τον σχεδιασμό του ΣΥΡΙΖΑ: δηλαδή στον διεμβολισμό της Κεντροαριστεράς και στην απαξίωση του ΚΙΝ.ΑΛ. με όπλο την ανάδειξη των διεφθαρμένων πρακτικών που ακολούθησαν οι ηγεσίες του κόμματος στο παρελθόν. Υποστήριξε δε ότι «η κυρία Γεννηματά δεν εκφράζει αυθεντικά τον προοδευτικό ή κεντροαριστερό χώρο, καθώς ταυτίζεται με τη Ν.Δ.».

Την ίδια ημέρα, την προηγούμενη Πέμπτη, συνεδρίασε υπό τον πρωθυπουργό και η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τις διαρροές που έγιναν αμέσως μετά, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ανάγκη διεύρυνσης του κόμματος προς τον χώρο της Κεντροαριστεράς και αναζήτησης συγκλίσεων με τις προοδευτικές δυνάμεις απέναντι στον «νεοφιλελευθερισμό» και την «Ακροδεξιά».

Οι δίαυλοι επικοινωνίας

Σύμφωνα με τους στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού, από τη στιγμή που ο Αλ. Τσίπρας «απαλλάχθηκε» από τους Ανεξάρτητους Ελληνες και τον Π. Καμμένο, που μέχρι πρότινος η παρουσία του στην κυβέρνηση ως «απαιτητικού εταίρου» ήταν ανασταλτικός παράγοντας για «γενναία ανοίγματα» στον χώρο της Κεντροαριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να απευθυνθεί με όρους ιδεολογικής καθαρότητας σε όσους εκπροσωπούν την εγχώρια σοσιαλδημοκρατία και το μεταρρυθμιστικό Κέντρο.

Η αρχή, δηλαδή το πρελούδιο των στοχευμένων «μεταγραφών», πριν μπει ο ΣΥΡΙΖΑ στο κυρίως έργο με τη σύναψη συμμαχιών με κόμματα και πολιτικές κινήσεις από τον χώρο της Κεντροαριστεράς, έγινε με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Πρώην υπουργοί και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, αλλά και προσωπικότητες από την πανεπιστημιακή κοινότητα, που έχουν συνδεθεί με ηγέτες του πάλαι ποτέ κραταιού κινήματος, δηλαδή τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κ. Σημίτη και τον Γ. Παπανδρέου, στηρίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στη Συμφωνία των Πρεσπών προσέφεραν ταυτόχρονα «αυλαία» στον Αλ. Τσίπρα να πολλαπλασιάσει τους διαύλους επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ με τον συγκεκριμένο χώρο και να σπάσει το «εμπάργκο» του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου στο παρόν πολιτικό περιβάλλον.

Μεταξύ άλλων, οι Γ. Ραγκούσης, Γ. Λιάνης, Σπ. Δανέλλης, Ν. Μπίστης, Θ. Θεοχαρόπουλος, Η. Νικολακόπουλος, Αντ. Λιάκος, Σπ. Λυκούδης, Δ. Κρεμαστινός, ακόμη και ο Γ. Παπανδρέου με τον Στ. Θεοδωράκη, οι οποίοι «αλληθωρίζουν» προς τον ΣΥΡΙΖΑ με εγκράτεια έως τώρα.

Το μοντέλο που έχει ο Αλ. Τσίπρας στο μυαλό του για τη δημιουργία μιας παράταξης με «σοσιαλδημοκρατικά» χαρακτηριστικά, αποτελούμενο από συνιστώσες που θα εκφράζουν την «πληθυντική Κεντροαριστερά», προσιδιάζει με αυτό του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, στο οποίο θα «συναθροίζονται» όλες οι προοδευτικές τάσεις και θα τυγχάνουν ισότιμης συμβολής στο γενικότερο πλαίσιο της πολιτικής έκφρασης των θέσεών της. Στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ συγκλίνουν διαφορετικές τάσεις και προσανατολισμοί που εκφράζονται από προσωπικότητες όπως ο Μπ. Ομπάμα στην προεδρία, η οικογένεια Κλίντον, αλλά και η επονομαζόμενη «αριστερή τάση» του κόμματος που εκπροσωπείται από τον γερουσιαστή του Βερμόντ, Μπέρνι Σάντερς.

Με δεδομένο ότι ο τελευταίος ασκεί επίμονη κριτική στον χρηματιστηριακό καπιταλισμό, ο αριστερός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει πολλές συμπτώσεις με αυτή την αντίληψη απέναντι στην κλασικού τύπου Αριστερά στην Ευρώπη και την Ελλάδα (ΚΚΕ), η οποία εκφράζει εμμονικό αντιαμερικανισμό και εχθρότητα προς τον συνασπισμό του ΝΑΤΟ.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 16/2/2019