Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν διαχρονικά και άσχετα µε τις συνθήκες και τον διεθνή συσχετισµό οι εκτιµήσεις και οι προβλέψεις των ξένων διπλωµατικών αντιπροσωπιών στη χώρα, ειδικά όταν αυτή εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο. Και αυτό γιατί στις περίφηµες τακτικές εκθέσεις (reports), που αποστέλλουν προς τις κεντρικές τους υπηρεσίες, οι αξιωµατούχοι λαµβάνουν υπόψη τους όχι µόνο τις δηµοσκοπήσεις (φανερές και εµπιστευτικές) αλλά και στοιχεία από συζητήσεις που έχουν µε πολιτικούς (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης), διαµορφωτές κοινής γνώµης, πανεπιστηµιακούς, αναλυτές και think tanks, επιχειρηµατίες και τραπεζίτες εγνωσµένης ορθοκρισίας ή ενδιαφέροντος για το τι µέλλει γενέσθαι.

Στην παρούσα φάση και σύµφωνα µε διασταυρούµενες πληροφορίες και επαφές των «Π» µε διπλωµατικούς παρατηρητές, «κοινό τόπο» στις κύριες ξένες πρεσβείες (δυτικές -ΗΠΑ και ευρωπαϊκές-, τρίτων δυνάµεων -Ρωσία, Κίνα-, συµµαχικές στη Μεσόγειο - Ισραήλ, Αίγυπτος, Ιορδανία) αποτελεί η πρόβλεψη ότι στις επερχόµενες εκλογές θα επικρατήσει η Ν.∆., είτε αυτές προκηρυχθούν τον Μάιο, ταυτόχρονα µε τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές, είτε τον Οκτώβριο.

Τα σενάρια εκλογικού αποτελέσµατος που προκρίνουν, είναι, ως συνήθως, τρία: Στο πλέον πιθανό σενάριο, σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις, η Νέα ∆ηµοκρατία προβλέπεται να καταγράψει στις εκλογές ποσοστά αυτοδυναµίας -ακόµη και σε εξακοµµατική Βουλή- της τάξης του 35%-39%, άσχετα αν ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρήσει µια παρουσία της τάξης του 25%. Το ενδεχόµενο αυτό άλλωστε το υπογραµµίζουν σηµαντικοί Ελληνες δηµοσκόποι, µε τους οποίους φυσικά συζητούν µε κάθε ευκαιρία οι ξένοι διπλωµάτες, ως το επικρατέστερο, σύµφωνα τουλάχιστον µε την «εργαλειακή» αντίληψη που συγκροτούν από τις έρευνες κοινής γνώµης που εξελίσσουν, είτε αυτές στη συνέχεια δηµοσιοποιούνται είτε όχι.

Tο πιο συντηρητικό πάντως (δεύτερο) σενάριο που καταγράφεται δίνει στη Νέα ∆ηµοκρατία ποσοστό κυριαρχίας της τάξης του 32%-34%, µε τον ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί δυνάµεις σε ποσοστό της τάξης του 25%-28%. Χωρίς να εντάσσουν οι εκθέσεις την Ελλάδα στις χώρες του «ευρωσκεπτικιστικού πυρήνα» (όπως, για παράδειγµα, την Ιταλία στον νότο της Ε.Ε.), εκτιµάται ως εξόχως πιθανό η ακροδεξιά έκφραση της Χρυσής Αυγής (που αποτελεί τοπική ιδιαιτερότητα, αφού δεν συνδέεται ούτε µε τον άξονα Σαλβίνι-Λεπέν, ούτε µε τον άξονα στην Κεντρική Ευρώπη ΟρµπανΚουρτς) να πετυχαίνει υψηλά εκλογικά ποσοστά (8%-11%), διατηρώντας την τρίτη θέση σε αριθµό εδρών στο επόµενο Κοινοβούλιο. Η βασική πρόβλεψη για την επόµενη Βουλή είναι ότι θα είναι πεντακοµµατική -µε τη συµµετοχή, εκτός των παραπάνω, του ΚΚΕ και του ΚΙΝ.ΑΛ. µε αυτήν τη σειρά σε αριθµό εδρών-, χωρίς να αποκλείεται η περίπτωση να προκύψει εξακοµµατική µε πρόκριµα να υπερβεί το όριο του 3% η Ενωση Κεντρώων του κ. Λεβέντη, ειδικά στην περίπτωση που κρατήσει τις εκλογικές δυνάµεις που είχε στις εκλογές του 2015 στη Θεσσαλονίκη και ευρύτερα στη Μακεδονία, ως αποτέλεσµα και του κλίµατος που δηµιούργησε η Συµφωνία των Πρεσπών µε τα Σκόπια.

Εναλλακτικά -είναι ένα θέµα υπό παρακολούθηση- θα µπορούσε να περάσει το όριο του 3% πολιτικός σχηµατισµός δεξιά της Ν.∆., εφόσον κάποια τέτοια κίνηση αποκτήσει δυναµική. Ενα τρίτο σενάριο, για το οποίο τα ηγετικά κλιµάκια της κυβέρνησης και ειδικά το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίµου επιµένουν ως προς την εφικτότητά του -αν και στην αξιολόγηση των πρεσβειών δεν συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες-, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας θα κατορθώσουν µέχρι τον Οκτώβριο -οπότε επιδιώκουν να προκηρυχθούν οι εκλογές- όχι µόνο να ανακόψουν την εκλογική πορεία της Νέας ∆ηµοκρατίας αλλά ακόµη και να την ανατρέψουν.

Κάηκαν τα σενάρια για «δεξιά παρένθεση»

Πέραν της πρόβλεψης των εκλογικών ποσοστών, κρίσιµο ρόλο και εξόχως σηµαντικό για την προοπτική της χώρας έχει η περίφηµη εκτίµηση «πολιτικού ρίσκου» για την επόµενη διακυβέρνηση, στην οποία τουλάχιστον σε αρχικό στάδιο (forecast) προβαίνουν οι ξένες διπλωµατικές αποστολές στη χώρα µας. Σε αυτό θα πρέπει να επιµείνουµε στις πρεσβείες των ΗΠΑ και τις κεντρικές ευρωπαϊκές (Γερµανία, Γαλλία, Βρετανία), αφού τις εκθέσεις τους µελετούν και λαµβάνουν έστω µερική γνώση στο πλαίσιο που τους αφορά διεθνείς οίκοι, τράπεζες, επενδυτές (funds) που έχουν παρουσία ή µπορεί να ενδιαφέρονται να αποκτήσουν παρουσία στην Ελλάδα τα επόµενα χρόνια.

Η εκτίµηση «πολιτικού ρίσκου» συγκροτείται παγίως µέσα και από συζητήσεις µε τα οµώνυµα εµπορικά επιµελητήρια σε κάθε πρεσβεία, αλλά και επαφές, τακτικές ή τυχαίες, σε διπλωµατικού χαρακτήρα «κοκτέιλ» και συνέδρια µε κυρίαρχα πρόσωπα και στελέχη του ελληνικού επιχειρείν ή πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Σε σχέση µε το «πολιτικό ρίσκο», διάχυτο ήταν το κλίµα, µέχρι προ ελαχίστων εβδοµάδων, για την προσφυγή σε διαδοχικές κάλπες και έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις προκειµένου να σχηµατιστεί βιώσιµη κυβέρνηση υπό την ηγεσία ή µη του επικεφαλής της Ν.∆. κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία. Σενάρια όπως αυτό του «µεγάλου συνασπισµού» µε τη συµµετοχή Ν.∆.-ΣΥΡΙΖΑ, υπό την πρωθυπουργία εξωκοινοβουλευτικού πρωθυπουργού και µε κυβέρνηση προσωρινή και σε «οµηρία» µικροκοµµατικών σκοπιµοτήτων, έβριθαν στις εκθέσεις. Πλέον, η επικρατούσα πρόβλεψη είναι ότι δεν θα υπάρξουν πολλαπλές εκλογές (µε διάδοχα εκλογικά συστήµατα και διαφορετικές κατανοµές στο Κοινοβούλιο ενισχυµένης και απλής αναλογικής), άρα η ελληνική οικονοµία δεν θα κινδυνεύσει µε αποσταθεροποίηση και µη εκπλήρωση των στόχων (2019-2022) που έχουν τεθεί σε συµφωνία µε τις δοµές της ευρωζώνης. ∆εσπόζον κυβερνητικό σχήµα που µπορεί να προκύψει είναι αυτό της κυβερνητικής σύµπραξης Ν.∆. και ΚΙΝ.ΑΛ. -στο αρκετά σταθερό προηγούµενο της συγκυβέρνησης Ν.∆.-ΠΑΣΟΚ- µε πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ στα έδρανα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης.

Κρίσιµο παράγοντα στην εκτίµηση του «πολιτικού ρίσκου» αποτέλεσαν και οι διεργασίες για την αναθεώρηση του Συντάγµατος σε σχέση µε τη διάλυση της Βουλής ως αποτέλεσµα της εκλογής Πτ∆. Με τα νέα δεδοµένα αποκλείεται η επονοµαζόµενη µε όρους πολιτικής καθηµερινότητας στην Ελλάδα «δεξιά παρένθεση», ακόµη και στην περίπτωση που η Ν.∆. δεν θα είχε πετύχει αυτοδυναµία. Με άλλα λόγια, η όποια κυβέρνηση σχηµατιστεί από τις κάλπες τον Μάιο ή τον Οκτώβριο να αναγκασθεί να πάει σε εκλογές µέχρι την άνοιξη του 2020, στο αναγκαστικό συνταγµατικό πλαίσιο της εκλογής νέου Πτ∆. Σε αυτή την περίπτωση η επόµενη κυβέρνηση θα κρινόταν ως «προσωρινή», µε όποιες επιπτώσεις έχει αυτή η παρατεταµένη αστάθεια - απαγορευτική σε κάποιες αναφορές - για την ελληνική οικονοµία και σε κάθε περίπτωση για τις ιδιωτικοποιήσεις και τις επενδύσεις.

Αξιοσηµείωτο, παράλληλα, είναι το γεγονός ότι σε επίπεδο πρωθυπουργικού γραφείου και ηγετικών κλιµακίων του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζεται η διαβεβαίωση, στις συζητήσεις που έχουν µε κορυφαίους ξένους διπλωµάτες, ότι δεν θα επιδιωχθεί ανατροπή του κυβερνητικού σχήµατος της Ν.∆. µε συντονισµό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και ότι οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα θα πρέπει να ασκούν τη διακυβέρνηση για ολόκληρη τετραετία, έστω και εάν αυτό δεν έχει θεσµικά κατοχυρωθεί.

Φόβοι για τη μετεκλογική στάση της Αριστεράς

Πέραν αυτών των θετικών παραµέτρων, το «πολιτικό ρίσκο» για την Ελλάδα επιβαρύνεται από µια σειρά εγγενών αδυναµιών στο σύστηµα λειτουργίας της χώρας: ∆οµική και συστηµική διαφθορά στην εκτελεστική, νοµοθετική και δικαστική εξουσία, γραφειοκρατία, πολυνοµία, καθυστέρηση στις δικαστικές αποφάσεις -ποινικού, αλλά ειδικά αστικού χαρακτήρα-, µη λειτουργικό τραπεζικό σύστηµα, προβλήµατα εξαιτίας της µη συγκρότησης κτηµατολογίου στην ιδιοκτησία, διαρθρωτικές αγκυλώσεις στον δηµόσιο τοµέα, «κοµµατοκρατία» και πελατειακές σχέσεις, εγχώριο επιχειρηµατικό «καρτέλ», λανθάνουσα στρατηγική στις ιδιωτικοποιήσεις, υψηλή φορολογία, µη θετικό κλίµα για τις ξένες επενδύσεις, περιορισµοί της ευρωζώνης στις επενδύσεις από τρίτες χώρες (π.χ. Κίνα).

Σηµαίνον ζήτηµα, που προξενεί ερωτήµατα, είναι το κατά πόσον θα συνεχιστεί και µε την επόµενη διακυβέρνηση (των παραδοσιακών πολιτικών δυνάµεων) η κοινωνική ηρεµία (διαδηλώσεις, απεργίες), που διατηρήθηκε όλη την προηγούµενη τετραετία επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., παρά την εφαρµογή των προβλεποµένων στο τρίτο κατά σειρά Μνηµόνιο και σειράς δυσάρεστων αποφάσεων δηµοσιονοµικής προσαρµογής ή διαχείρισης στα ασφαλιστικά ταµεία.

Οι προθέσεις και οι πρώτες διακηρύξεις πολιτικών από τη Ν.∆., ειδικά σε θέµατα τροµοκρατίας (π.χ. άδειες Κουφοντίνα) ή της κατάργησης του ασύλου στα πανεπιστήµια ή διαρθρωτικών αλλαγών στον δηµόσιο τοµέα, καταγράφονται µε ευχάριστη υποδοχή ειδικά από τις δυτικές πρεσβείες, αλλά οι αδυναµίες που πλέον χαρακτηρίζουν εκτός των άλλων το σύστηµα ασφαλείας της χώρας (ειδικά στην Αστυνοµία) αλλά και µεγάλες οµάδες του πληθυσµού µετά την πολύχρονη εφαρµογή των περιοριστικών δηµοσιονοµικά Μνηµονίων, δεν προδιαθέτουν για µια κατάσταση «κατευνασµού». Με δεδοµένο µάλιστα, όπως σηµειώνεται, το «πέρασµα» σηµαντικών δυνάµεων της Αριστεράς στην αντιπολίτευση.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 23/2/2019