Νέα δεδομένα στην υπόθεση της Novartis δημιουργεί η κατάθεση του πορίσματος των 3.000 σελίδων από την επιθεωρήτρια Δημόσιας Διοίκησης Μαρία Παπασπύρου. Κι αυτό γιατί πέραν των δικαστικών εξελίξεων, θα υπάρξουν και πολιτικές εξελίξεις.

Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί επικοινωνιακά το θέμα, παρά το γεγονός ότι πλέον εξελίσσεται σε φιάσκο, σε σχέση τουλάχιστον με τα πολιτικά πρόσωπα που επιχείρησαν στο Μαξίμου να βάλουν στο κάδρο. 

Ήδη, η Νέα Δημοκρατία με ανακοίνωσή της έθεσε σειρά ερωτημάτων. «Η κυβέρνηση οφείλει άμεσα να δώσει εξηγήσεις για τις αποκαλύψεις των τελευταίων ωρών: Αληθεύει ή όχι ότι ο Εισαγγελέας κ. Πεπόνης διέταξε έρευνα εναντίον της κ. Τουλουπάκη για τους χειρισμούς της στην υπόθεση Νοβάρτις; Κι αν ευσταθεί, πώς είναι δυνατόν η κ. Τουλουπάκη να παραμένει στη θέση της;

Αληθεύει ή όχι ότι το πόρισμα των 3.000 σελίδων που παραδόθηκε στην κ. Παπασπύρου δεν έχει κανένα στοιχείο για τα πολιτικά πρόσωπα που ερευνώνται εδώ και ενάμιση χρόνο;

Η κυβέρνηση δεν μπορεί άλλο να κρύβεται. Θέλει δεν θέλει η σκευωρία που έστησε για να συκοφαντήσει ακόμη και πρώην πρωθυπουργούς θα αποκαλυφθεί με κάθε λεπτομέρεια».

Όπως αναφέρει το «Βήμα της Κυριακής», η Εισαγγελία Διαφθοράς υπό την Ελένη Τουλουπάκη μαζί με τους επίκουρους συναδέλφους της Χρήστο Ντζούρα και Στέλιο Μανώλη ετοιμάζονται να προχωρήσουν στην αξιολόγηση της εμπλοκής ή μη των δέκα πολιτικών προσώπων που βρίσκονται εδώ και καιρό στο μικροσκόπιό τους.

Αλλά από τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν προκύπτει ροή μαύρου πολιτικού χρήματος για κανέναν από τους πολιτικούς ή τα συγγενικά τους πρόσωπα τα οποία ελέγχθηκαν. Δεν βρέθηκαν δηλαδή λογαριασμοί ή άλλα στοιχεία που να δείχνουν ότι υπήρξε μαύρο χρήμα, κάτι που αλλάζει τα δεδομένα της υπόθεσης. Διότι δεν μπορεί να στηριχθεί μια κατηγορία μόνο σε μαρτυρίες κουκουλοφόρων μαρτύρων που «είδαν ή άκουσαν κάτι». Όπως δεν μπορεί να υπάρξει και κατηγορία για απιστία καθώς ακόμη κι αν ισχύει έχει παραγραφεί καθώς έχουν μεσολαβήσει δύο σύνοδοι της Βουλής, προϋπόθεση που συντρέχει στη περίπτωση της Novartis.

Εκτός κι αν στην κυβέρνηση το μόνο που θέλουν είναι να σπιλώσουν τα πολιτικά πρόσωπα λέγοντας ότι, ναι υπάρχει η απιστία, έχει μεν παραγραφεί αλλά έχει αμαυρωθεί η εικόνα τους και θα μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να το ρίξει ως προεκλογικό «χαρτί».

Παράλληλα άλλες πηγές τονίζουν ότι αν υπάρξει έλεγχος αυτός θα αφορά μόνο το αδίκημα της δωροδοκίας αφού για την άσκηση της ποινικής δίωξης δεν είναι απαραίτητος ο εντοπισμός τυχόν παροχών, αλλά εκ του νόμου αρκεί η υπόσχεση «δώρου».

Σύμφωνα με το «Βήμα», έτσι μπορεί να κριθεί ότι στοιχειοθετείται επαρκώς το αδίκημα όταν προκύπτουν ενδείξεις από τη συσχέτιση μιας κατάθεσης, έστω και προστατευόμενου – άρα ανώνυμου – μάρτυρα, με άλλα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, όπως για παράδειγμα ένα έγγραφο, με αποτέλεσμα οι εισαγγελείς να δύνανται να προχωρήσουν στην άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος πολιτικών προσώπων. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν δικαστικές πηγές, και στην περίπτωση της δωροδοκίας θα ήταν «αδιανόητες» τυχόν ποινικές διώξεις στηριζόμενες μόνο στις καταθέσεις προστατευόμενων – ανώνυμων – μαρτύρων, χωρίς άλλα στοιχεία.

Κάτι τέτοιο θα υπονόμευε δικονομικά όλη τη διαδικασία και όπως εκτιμούν οι ίδιες δικαστικές πηγές, κανένα δικαστήριο δεν θα καταδίκαζε κάποιον μόνο με την κατάθεση ενός «κουκουλοφόρου» μάρτυρα. Επιπρόσθετα δε, μια τέτοια – δικονομικά ακροβατούσα – δίωξη θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις από την πλευρά όχι μόνο των εμπλεκόμενων προσώπων, αλλά και από το σύνολο της νομικής κοινότητας, ακόμα και στο ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο, αφού μια τέτοια δικονομική ενέργεια θα άγγιζε ένα κρίσιμο ζήτημα για τη νομική επιστήμη, την κοινωνία και την Αριστερά, τον χώρο των ατομικών δικαιωμάτων».