Με ένα άηθες «γαϊτανάκι» µε τους νόµους, την κατάρτιση και την «εργαλειοποίησή» τους, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, θέλησαν να δηµιουργήσουν προβλήµατα αξιοπιστίας και συγκρότησης στους πολιτικούς τους αντιπάλους, τη Ν.∆. και το ΠΑΣΟΚ, καλύπτοντας ταυτόχρονα τις δικές τους «µαύρες τρύπες» στα θέµατα δανεισµού µε εγγύηση την κρατική χρηµατοδότηση.


Τα «Π» αποκαλύπτουν µε λεπτοµερειακό τρόπο τις µεθοδεύσεις και τα νοµοθετικά «τερτίπια» του ΣΥΡΙΖΑ από το 2017, µε τις διατάξεις και τις προβλέψεις του Νόµου 4472 και την εντός 20 ηµερών εκπρόθεσµη διορθωτική τροπολογία, υπ. αριθµ. 1061, µέσα σε ένα νοµοσχέδιο για την αλιεία. Στόχος η δηµιουργία συνθηκών νοµιµοποίησης της αναδιάρθρωσης των δικών του δανείων και η κάλυψη των «κενών» στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των κεντρικών γραφείων του σηµερινού κυβερνώντος κόµµατος επί της Πλατείας Κουµουνδούρου. Η υπόθεση των δανείων των κοµµάτων ανασύρθηκε το 2017, ύστερα από προσωπική παραγγελία της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Ξένης ∆ηµητρίου.


Οι αρµόδιοι οικονοµικοί εισαγγελείς ανέλαβαν τον επανέλεγχο των δανείων των κοµµάτων της περιόδου 2000-2011. Αποτέλεσµα ήταν ότι µε την πρόσφατη παραγγελία τους για την άσκηση ποινικών διώξεων οι εισαγγελείς φέρονται να έκριναν ότι τα δάνεια των κοµµάτων αυτών, για την περίοδο 2005-2011, που δόθηκαν µε την εγγύηση µελλοντικών κρατικών επιχορηγήσεων, δεν διέθεταν επαρκείς εξασφαλίσεις. Αυτό επισύρει ενδεχόµενες κυρώσεις στα τραπεζικά στελέχη που τα υπέγραψαν και αντιµετωπίζουν κακουργηµατικές κατηγορίες για απάτη και απιστία. Αντίστοιχα, ποινικές ευθύνες µπορεί να αποδοθούν και σε διευθυντικά στελέχη της Ν.∆. και του ΠΑΣΟΚ -εκείνης της περιόδου-, που κατηγορούνται ως ηθικοί αυτουργοί για τα ίδια αδικήµατα.


Αντίθετα, για τα δάνεια του ΣΥΡΙΖΑ, η εισαγγελική έρευνα κατέληξε στο συµπέρασµα ότι αυτά εξυπηρετούνται και ελήφθησαν υπό επαρκείς εγγυήσεις - για τον λόγο αυτόν τα στελέχη και ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ εξαιρέθηκαν της αντίστοιχης ποινικής δίωξης. Και αυτό µολονότι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στο από 14ης/12/2010 αίτηµά του προς την Εθνική Τράπεζα (κατά το ερευνητέο, δηλαδή, χρονικό διάστηµα) προέτρεπε ρητά τα τραπεζικά στελέχη να δουν το αίτηµα του κόµµατος για δανεισµό στη βάση της µελλοντικής κρατικής επιχορήγησης, µε όχι αυστηρά χρηµατοοικονοµικά κριτήρια.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ


Βάσει του Ν. 3023/2002 (Αρθρο 7) «περί χρηµατοδότησης των πολιτικών κοµµάτων», δεν απαγορευόταν, µέχρι το 2014, ο τραπεζικός δανεισµός των κοµµάτων µε εγγύηση (εκχώρηση ή ενεχυρίαση) των µελλοντικών τακτικών κρατικών χρηµατοδοτήσεων.


Άλλωστε, κατ’ αυτόν τον τρόπο ο τότε ΣΥΝ, που το 2009 είχε λάβει κρατική επιχορήγηση 6,5 εκατ. ευρώ µε εκλογικό ποσοστό µόλις 4,5%, συντηρούσε και αναχρηµατοδοτούσε τον δανεισµό του. Επί των ηµερών του Αντ. Σαµαρά στην πρωθυπουργία, καταργήθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα ενεχυρίασης των µελλοντικών κρατικών χρηµατοδοτήσεων, δηλαδή η κύρια αιτία που δηµιούργησε το πρόβληµα. Ετσι, στο Αρθρο 5ν. 4304/2014, µε το οποίο αντικαταστάθηκε το Αρθρο 7 του Ν. 3023/2002, προβλέφθηκε ότι «απαγορεύεται η χορήγηση δανείων από τις τράπεζες προς τους δικαιούχους κρατικής χρηµατοδότησης µε εγγύηση την κρατική χρηµατοδότηση πέραν του τρέχοντος οικονοµικού έτους».


Τα κόµµατα δηλαδή θα µπορούν να δανείζονται στο εξής παρέχοντας ως ασφάλεια µόνο το ύψος της ετήσιας κρατικής χρηµατοδότησής τους, χωρίς να «προεξοφλούν» την επιχορήγηση των επόµενων ετών. Ακολούθησε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015, η Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια των κοµµάτων το 2016 και η έκδοση του σχετικού πορίσµατος, έκτασης 965 σελίδων, το οποίο παραδόθηκε στον πρόεδρο της Βουλής τον Ιανουάριο του 2017. Το ίδιο έτος η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παραγγέλλει τη διενέργεια έρευνας στον οικονοµικό εισαγγελέα Π. Αθανασίου «για τη διακρίβωση της τέλεσης ή µη αυτεπαγγέλτως διωκόµενων αδικηµάτων», δίνοντάς του τη δυνατότητα να ανασύρει την έκθεση του εισαγγελέα Π. Καλούδη για τα δάνεια των κοµµάτων, η οποία είχε µπει στο αρχείο από το 2013. Υπό αυτές τις συνθήκες αποφασίστηκε, στις 19 Μαΐου 2017, από τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Π. Σκουρλέτη, η νέα τροποποίηση του τότε ισχύοντος πλαισίου για τον δανεισµό των κοµµάτων.


Με το Αρθρο 39, παρ. 5 του νέου Ν. 4472/2017 προβλέφθηκε πλέον ότι «απαγορεύεται στους δικαιούχους της κρατικής χρηµατοδότησης η εκχώρηση ή ενεχυρίαση της απαίτησης για κρατική χρηµατοδότηση προς τον σκοπό της χορήγησης νέων ή της αποπληρωµής υφιστάµενων τραπεζικών δανείων για ποσό που υπερβαίνει το 50% της κρατικής χρηµατοδότησης του τρέχοντος οικονοµικού έτους». Με αυτή την «παρέµβαση», για την εξασφάλιση δανεισµού ή την αποπληρωµή δανείων (όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση), περιορίστηκε κάθε δυνατότητα να καταστούν εξυπηρετούµενα τα δάνεια της Ν.∆. και του ΠΑΣΟΚ, καθώς το ύψος του δανεισµού τους ήταν και παραµένει µεγαλύτερο του 50% της ετήσιας επιχορήγησής τους.
Το πλήρως απαγορευτικό νέο πλαίσιο, όµως, ναι µεν έδινε µεγάλο όπλο στα χέρια των εισαγγελέων και της κυβερνητικής προπαγάνδας αντίστοιχα, έβαζε δε στο στόχαστρο, εκτός της Ν.∆. και του ΠΑΣΟΚ, και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, που είχε χρησιµοποιήσει την ίδια πρακτική, αφού είχε επιτύχει τον δικό του δανεισµό, µε εγγύηση την κρατική χρηµατοδότηση.
Έτσι, µόλις 20 ηµέρες αργότερα, στις 8 Ιουνίου 2017, µε την υπ’ αριθµ. 1061 εκπρόθεσµη τροπολογία, που κατατέθηκε πάλι από τον Π. Σκουρλέτη στις 18.15, στο σχέδιο νόµου του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, µε τίτλο «Κύρωση της τροποποιηµένης συµφωνίας για την ίδρυση Γενικής Επιτροπής Αλιείας για τη Μεσόγειο», αντικαταστάθηκε εκ νέου το περιβόητο Αρθρο 7, παρ. 7 του Ν. 3023/2002, προκειµένου, όπως φάνηκε, να απαλειφθεί αποκλειστικά η φράση «...ή της αποπληρωµής υφιστάµενων τραπεζικών δανείων».


Έτσι, µε τον Ν. 4475/2017 (ΦΕΚ Α 83/12-6- 2017), που ψηφίστηκε τότε, η διάταξη διαµορφώθηκε ως εξής: «Απαγορεύεται η χορήγηση δανείων από τις τράπεζες προς τους δικαιούχους κρατικής χρηµατοδότησης της περίπτωσης β της παρ. 1 του άρθρου 1, εφόσον, προς εξασφάλιση των δανείων αυτών, εκχωρείται ή ενεχυριάζεται είτε η κρατική χρηµατοδότηση που αφορά σε οικονοµικό έτος µεταγενέστερο του έτους χορήγησης του δανείου είτε ποσοστό κρατικής χρηµατοδότησης που υπερβαίνει το 50% της ετήσιας χρηµατοδότησης του δικαιούχου».


Από τη νέα αυτή διατύπωση, κυρίως δε από την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, σε αντιπαραβολή µε την προηγούµενη αιτιολογική έκθεση του προ 20 µόλις ηµερών νόµου Σκουρλέτη (Ν. 4472/2017), προέκυψε ότι οι περιορισµοί και οι απαγορεύσεις στον δανεισµό των κοµµάτων αφορούν µόνο τα νέα δάνεια. Φαίνεται ότι κάτι ήξερε ο ΣΥΡΙΖΑ, που σε σχετική ανακοίνωσή του την 29η/3/2019 έλεγε ότι «οι εποχές που έβαζαν στο αρχείο σκοτεινές υποθέσεις τους, µε µια τροπολογία, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί»…

Βεβαιώσεις και ερωτήματα για τα πιστοποιητικά

Η ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ


αυτής της πραγµατικά ασύλληπτης και αριστοτεχνικής λεπτοµέρειας, η οποία τότε είχε περάσει κάτω από τα ραντάρ του κοινοβουλευτικού ελέγχου, φάνηκε ξεκάθαρα λίγους µήνες αργότερα. Συγκεκριµένα, τον Νοέµβριο του 2017, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε, µε την υπ’ αριθµ. 0407037708/5007/24-11-2017 πρόσθετη πράξη, την επέκταση και την προνοµιακή ρύθµιση αποπληρωµής του δανείου που είχε λάβει το 2006 από την Εθνική Τράπεζα, η οφειλή του οποίου ανερχόταν τότε στο ποσό των 7.139.674,19 ευρώ.


Πού βρίσκεται η µεθόδευση προς όφελος αποκλειστικά της περίπτωσης του ΣΥΡΙΖΑ; Αν ίσχυαν οι προηγούµενοι νόµοι, τόσο ο 4034/2014, επί πρωθυπουργίας Σαµαρά, όσο και ο Ν. 4472/2017, εµπνεύσεως Σκουρλέτη, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, που υπέγραψε τη σύµβαση αναδιάρθρωσης του παλαιού δανείου (2010), δεν θα µπορούσαν να πραγµατοποιήσουν τη ρύθµιση-συµφωνία, αφού δεν θα ήταν δυνατή η εξασφάλιση της απαίτησης της τράπεζας, η οποία (σύµφωνα µε τον όρο Β1.δ της από 24ης/11/2017 σύµβασης) βασίστηκε κυριαρχικά στην ενεχυρίαση της συνολικής ετήσιας τακτικής επιχορήγησης για τον ΣΥΡΙΖΑ των επόµενων ετών, 2019-2023.
Και αυτό διότι, µε το προηγούµενο νοµικό πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα µπορούσε να παράσχει ως εξασφάλιση για οφειλή 7.139.674,19 ευρώ το ήµισυ της κρατικής χρηµατοδότησης του 2017, δηλαδή περίπου 1,8 εκατ. ευρώ, και εµπράγµατη ασφάλεια επί του, ούτως ή άλλως προβληµατικού ιδιοκτησιακά, ακινήτου της Κουµουνδούρου, ύψους 2,7 εκατ. ευρώ. ∆ηλαδή, συνολικά εγγυήσεις ύψους µόνο 4.500.000 ευρώ περίπου. Σηµειωτέον ότι η φερόµενη προσηµείωση του κτιρίου της Κουµουνδούρου δεν είχε πραγµατοποιηθεί κατά τον χρόνο σύναψης της σύµβασης το 2017.


Άρα, ουδεµία εξασφάλιση θα υπήρχε. Και ο κ. Τσίπρας στην περίπτωση αυτή θα ήταν υπόλογος στους εισαγγελείς για τις ευθύνες που προέκυπταν µέσα από τον ίδιο νόµο που η κυβέρνησή του είχε συγκροτήσει και ψηφίσει στο Κοινοβούλιο για τον δανεισµό των κοµµάτων, έναν µήνα πριν. Εξάλλου από τα «ψιλά γράµµατα» της ίδιας της σύµβασης προκύπτει σαφώς ότι η Εθνική Τράπεζα έδωσε µείζονα σηµασία στη µελλοντική πενταετή κρατική χρηµατοδότηση και ουδεµία σηµασία στην προσηµείωση του ακινήτου στην Κουµουνδούρου.


Σχετικά, δε, µε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γραφείων του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει καταγγείλει επανειληµµένως η Ν.∆., ακόµη και από την περίοδο της Εξεταστικής του 2016 -πριν, δηλαδή, τη δανειακή σύµβαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2017- και µε συνεχείς κοινοβουλευτικές παρεµβάσεις της, το κτίριο ανήκει από το 1990 στην ΕΑΡ (µη υφιστάµενο πλέον κόµµα) και στον τότε επικεφαλής της και σηµερινό υπουργό Ναυτιλίας, Φώτη Κουβέλη. «Καµία πράξη µεταβίβασης δεν πραγµατοποιήθηκε µεταξύ ΕΑΡ και ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ από την οποία να προκύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκτήσει το εν λόγω ακίνητο και κανένας φόρος µεταβίβασης ή άλλος δεν έχει καταβληθεί», διαπίστωνε το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης από τον Ιανουάριο του 2017.


ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ


Τον ∆εκέµβριο του 2010, ο Αλέξης Τσίπρας, ως πρόεδρος του Συνασπισµού, µε επιστολή του προς τον τότε πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Β. Ράπανο, ζήτησε συµπληρωµατικό δανεισµό και γενικότερα µια «ευρύτερη θεώρηση» της πολιτικής της τράπεζας απέναντι στο κόµµα του, που «δεν θα προσδιορίζεται αποκλειστικά µε αυστηρά και µοναδικά χρηµατοοικονοµικά κριτήρια». Ηταν η εποχή κατά την οποία δεν µπορούσε να δώσει εµπράγµατες εξασφαλίσεις στην ΕΤΕ (ήτοι, να προσηµειώσει την πολυκατοικία της Πλ. Κουµουνδούρου), παρά ταύτα πέτυχε την ικανοποίηση του αιτήµατός του, στο πλαίσιο της ακολουθούµενης πρακτικής τότε.


Τα χρόνια περνούσαν, τα δάνεια «έτρεχαν», οι δόσεις πληρώνονταν, ωστόσο η διασφάλιση µέσω του ακινήτου δεν προέκυπτε από πουθενά. Στις 21 Μαρτίου 2016, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ως πρωθυπουργός πλέον, κατέθεσε ταυτόχρονα τρεις απλές επιστολές-περιλήψεις στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, βεβαιώνοντας την επωνυµία µε την οποία συµµετείχε στις εκάστοτε εκλογές το κόµµα του, µε έδρα το ακίνητο «επί της Πλ. Ελευθερίας 1».


Ταυτόχρονα ζητούσε, µε αντίστοιχες αιτήσεις, την αλλαγή της επωνυµίας του κόµµατος από «Ελληνική Αριστερά» (ΕΑΡ) σε «Συνασπισµό της Αριστεράς και της Προόδου», από «Συνασπισµό της Αριστεράς και της Προόδου» σε «Συνασπισµό της Αριστεράς των Κινηµάτων και της Οικολογίας» και από «Συνασπισµό της Αριστεράς των Κινηµάτων και της Οικολογίας» σε «Συνασπισµό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Με τον τρόπο αυτόν ζήτησε για πρώτη φορά το 2016 να χορηγηθούν στον ΣΥΡΙΖΑ και τα σχετικά πιστοποιητικά ιδιοκτησίας, τα οποία είναι εξαιρετικά αµφίβολο αν τελικά έλαβε...


Συνεπώς, εύλογα προκύπτει το ερώτηµα αν ο κ. Τσίπρας παρείχε όλα αυτά τα χρόνια, για τη λήψη ή αποπληρωµή των δανείων του κόµµατός του, εµπράγµατη ασφάλεια επί του ακινήτου της Κουµουνδούρου