Αναφορά στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου κατέθεσε η Λίνα Νικολοπούλου-Στουρνάρα ζητώντας να αποδοθούν πειθαρχικές ευθύνες για την άδικη και παράνομη καταδίωξη της και την εισβολή στα γραφεία της εταιρείας της MINDWORK BUSINESS SOLUTIONS στις 15 Σεπτεμβρίου 2016 όπου, όπως τονίζει, «προέβησαν σε ΠΑΡΑΝΟΜΗ έρευνα και κατάσχεση βιβλίων και στοιχείων καθώς και ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ του ηλεκτρονικού αρχείου των οικονομικών στοιχείων της επιχειρήσεως».

Όπως υποστηρίζει η κυρία Νικολοπούλου-Στουρνάρα η έφοδος ήταν «παράνομη, καθόσον στην παραγγελία του Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών γίνεται λόγος για "ανακρινόμενη υπόθεση", χωρίς να προσδιορίζεται πουθενά στην έκθεση η υπόθεση αυτή, και μέχρι σήμερα ακόμη παραμένει άγνωστη».

Στην αναφορά γίνεται ακόμα λόγος για «σαφή υπέρβαση εξουσίας, δεδομένου ότι διενεργήθηκε πλήρης επιτόπιος φορολογικός έλεγχος χωρίς να συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλαδή, χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση σχετικής αποφάσεως της Φορολογικής Διοίκησης και χωρίς πράξη του Γενικού Γραμματέα».

Η εισβολή, σημειώνει στην αναφορά της η κυρία Νικολοπούλου-Στουρνάρα, είναι και «απολύτως άκυρη καθόσον η μη περιγραφή συγκεκριμένου εγκλήματος στην σχετική έκθεση ερεύνης και κατασχέσεως, καθώς και ο μη προσδιορισμός συγκεκριμένης δικονομικής διαδικασίας, την καθιστά απολύτως άκυρη».

«Έπρεπε να εξηγηθεί έστω και περιληπτικά αλλά με πληρότητα και με σαφήνεια το έγκλημα για το οποίο εθεωρούμην ύποπτη, εις τρόπον ώστε να ασκήσω τα νόμιμα δικαιώματά μου» αναφέρει στην αναφορά της η Λίνα Νικολοπούλου, «το οποίο δεν έγινε γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει κάποιο έγκλημα. Με εξέθεσαν δε σε ποινική καταδίωξη, με την μορφή της εφαρμογής εναντίον μου σοβαρών δικονομικών καταναγκαστικών μέτρων -ερεύνης και κυρίως κατασχέσεως απάντων των φορολογικών μου στοιχείων- ενώ τυγχάνω εντελώς αθώα (άρθρ. 239 ΠΚ)».

Κατά συνέπεια, οι διενεργήσαντες τις παραπάνω ανακριτικές πράξεις ενήργησαν ακύρως, ενήργησαν χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη για τέλεση οιουδήποτε ποινικού αδικήματος, προβλεπομένου υπό του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικος των ειδικών ποινικών νόμων, πλην ορισμένων κακόβουλων λιβελλογραφημάτων. Επιπλέον αναγράφεται «Η διαρροή της σχετικής πληροφορίας για τη διενεργεία της έρευνας, έγινε προφανώς ή από την αστυνομική ή από την εισαγγελική αρχή, δεδομένου ότι μόνον αυτές οι δύο αρχές εγνώριζαν και απεφάσισαν την διενέργεια του σχετικού εγχειρήματος. Η δε ενέργεια αυτή, πλην του ότι καθιστά απολύτως άκυρες τις σχετικές ανακριτικές πράξεις, είναι και παράνομος και συνιστά βαρεία παράβαση καθήκοντος των ανακριτικών υπαλλήλων ή του εισαγγελέως που, προ της διενεργείας της ερεύνης, γνωστοποίησαν ευρέως την μέλλουσα να διενεργηθεί έρευνα.»

Γίνεται επίσης αναφορά «…περί πλήρους επιτοπίου φορολογικού ελέγχου παρανόμου, περί ευτελισμού της εννοίας της μυστικότητος των ανακριτικών πράξεων, και περί διενεργείας σοβαρών ανακριτικών πράξεων χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη περί τελέσεως κάποιου εγκλήματος και επί τη βάσει και μόνον αηθών, κακοβούλων, ψευδών δημοσιευμάτων τα οποία αν μη τι άλλο δεν περιέγραφαν και κάποια συγκεκριμένη αξιόποινο πράξη ή παράβαση αλλά ήσαν εντελώς αόριστα, παραπλανητικά, συκοφαντικά, ο δε δράστης είχε καταμηνυθεί.»

Στην αναφορά παρατίθεται, επίσης, το ιστορικό της σύμβασης που σύναψε η εταιρία της Λίνας Νικολοπούλου με το ΚΕΕΛΠΝΟ και σύνδεση με τα κακόβουλα και συκοφαντικά δημοσιεύματα που επί μήνες επιχειρούν να βλάψουν την ίδια, την επιχείρησή της και την οικογένεια της.

Γίνεται σαφής αναφορά για κατάχρηση εξουσίας των αρμοδίων ανακριτικών υπαλλήλων και των επικεφαλής αυτών, για προσβολή προσωπικότητας ενώ έγιναν πολλές δικονομικές αλλά και ουσιαστικού δικαίου αταξίες που υποδηλώνουν μεροληψία και σκοπιμότητα και παραβιάσθηκαν θεμελιώδη ουσιαστικά δικονομικά δικαιώματα, παραβιάστηκε η αρχή της μυστικότητας της διαδικασίας:

Στην συνταχθείσα έκθεση για την παράνομο έρευνα-κατάσχεση, ουδαμού αναφέρεται ο ανακριτής πλημμελειοδικών, στην αρμοδιότητα του οποίου εκκρεμεί ήδη η ως άνω αναφερομένη ποινική-ανακριτική δικογραφία η οποία αφορά το ΚΕΕΛΠΝΟ, αλλά αναφέρεται πως οι διαδικαστικές αυτές πράξεις διενεργήθηκαν δυνάμει εισαγγελικής παραγγελίας ενώ είναι γνωστόν ότι την κυρία ανάκριση διενεργεί μόνον ο ανακριτής, ως ρητώς ορίζει η διάταξις του άρθρου 246 ΚΠΔ.
Φαίνεται ότι αντεισαγγελεύς πρωτοδικών, στις 14-9-2016, εκκρεμούσης ήδη ανακριτικής δικογραφίας για το ΚΕΕΛΠΝΟ, παραγγέλλει εν αγνοία του ανακριτού την διενέργεια ανακριτικών πράξεων στην έδρα της επιχειρήσεώς μου χωρίς ο αρμόδιος ανακριτής να του ανακοινώνει την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων σε βάρος μου σχετικά με τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης σχετιζομένης με το ΚΕΕΛΠΝΟ και την συναφθείσα σύμβαση.