Η Ελλάδα τελεί υπό τη στενή παρακολούθηση του Βερολίνου, καθώς ενημερωτικές αναφορές (reports) για τα συμβαίνοντα «φεύγουν», συχνότατα, από τη γερμανική πρεσβεία, αλλά και από τους Γερμανούς επιτηρητές που βρίσκονται στη χώρα μας, στο πλαίσιο της παροχής τεχνογνωσίας, όπως έχει συμφωνηθεί με τα πρώτα Μνημόνια.

Πληροφορίες των «Παραπολιτικών» αναφέρουν ότι αυτά τα reports, αξιολογώντας τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και, κυρίως, τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη δραστηριότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχουν επιγραμματικά καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: Οτι κυρίαρχα στοιχεία της ελληνικής πολιτικής σήμερα είναι (α) ο λαϊκισμός της Αριστεράς και (β) μια ελιτίστικη Δεξιά.

Η κατηγοριοποίηση αυτή παραπέμπει ασφαλώς σε πολιτικές συνθήκες που κάθε άλλο παρά δημιουργούν ένα «εύκρατο» κλίμα για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, για θεμελίωση της ανάπτυξης και, τελικώς, για πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Στοιχεία που αποτελούν προϋποθέσεις για μια άλλη αντιμετώπιση της Ελλάδας από τους θεσμούς.

Στην ειδικότερη αξιολόγηση που κάνουν οι αναφορές αυτές, με τις οποίες φαίνεται να συμφωνεί απόλυτα και το Βερολίνο, διαπιστώνονται τα εξής:

Πρώτον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιμετωπίζει πρόβλημα να «τραβήξει» με το μέρος του την κοινωνία. Αυτή είναι μια παρατήρηση που έχει τη σημασία της, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η γερμανική πλευρά βλέπει συμπαθώς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς και ότι θα επιθυμούσε να είχε να κάνει με αυτόν και όχι με τον Αλέξη Τσίπρα. Ομως, είναι προφανές ότι, πέραν των αξιολογήσεων που κάνει η γερμανική πλευρά, ως αποτέλεσμα των δικών της πληροφοριών από τα δίκτυα ενημέρωσης που διαθέτει, δεν μπορεί να παραβλέψει και τις τάσεις της κοινής γνώμης, που αποτυπώνονται σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις.

Οι επιφυλάξεις. Δεύτερον, όσο και αν η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να μη συμπαθεί ιδιαίτερα τον Ελληνα πρωθυπουργό, εντούτοις αναγνωρίζει την ικανότητα του Αλέξη Τσίπρα να «μετατοπίζεται» κάθε φορά πολιτικά και ιδεολογικά και έτσι να διατηρεί κάποια επιρροή, ακόμη, στην ελληνική κοινωνία, παρά τη σημαντικότατη φθορά του, η οποία είναι πλέον αποτυπωμένη.

Προς το παρόν, το Βερολίνο θεωρεί ότι η διατήρηση της όποιας επιρροής του Αλ. Τσίπρα ευνοεί τα γερμανικά σχέδια οικονομικής διείσδυσης των Γερμανών στη χώρα, και μάλιστα με ευνοϊκούς όρους, λόγω της υποτίμησης της αξίας της εθνικής περιουσίας. Το βέβαιο είναι ότι, ενώ οι συνθήκες αυτές ευνοούν το Βερολίνο, η κ. Μέρκελ και οι Χριστιανοδημοκράτες της διατηρούν μεγάλη επιφυλακτικότητα απέναντι στον Ελληνα πρωθυπουργό. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, παρά τον συγχρωτισμό τόσων μηνών, εξ ανάγκης βεβαίως, με τους Ευρωπαίους και ειδικότερα με το κατευθύνον την ευρωπαϊκή οικονομία Βερολίνο, η ελληνική κυβέρνηση και προσωπικώς ο κ. Τσίπρας δεν έχουν κατορθώσει να πείσουν για την αξιοπιστία τους.

Η διαπίστωση αυτή έχει την ιδιαίτερη σημασία της για το μέλλον του κ. Τσίπρα, διότι έχουν προηγηθεί παραδείγματα αποδόμησης έξωθεν τόσο του Γιώργου Παπανδρέου όσο και του Αντώνη Σαμαρά, καθώς το ισχυρό όπλο των Ευρωπαίων και, κυρίως, των Γερμανών δεν είναι άλλο από την οικονομική ένδεια της Ελλάδας και τη συντήρησή της με δανεικά που εκείνοι εγκρίνουν. Αποδόμηση που μπορεί να προέλθει από μια εσκεμμένη καθυστέρηση είτε σε αξιολόγηση είτε σε εκταμίευση. Ευνοϊκή συνθήκη για το Βερολίνο για την επανάληψη τακτικών που είχε εφαρμόσει και στο παρελθόν, σε βάρος προηγούμενων πρωθυπουργών, αποτελεί αφενός η γνωστή τακτική της συνεχούς αναβολής από την ελληνική κυβέρνηση της άμεσης υλοποίησης όσων συμφωνούνται. Αφετέρου, το κλίμα στην ελληνική κοινωνία, που αποκαλύπτει μια σαφή πλέον δυσαρμονία μεταξύ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της συγκυβέρνησης και των διαθέσεων του εκλογικού σώματος απέναντι στη συγκυβέρνηση αυτή.

Η ΓΝΩΜΗ 

Το Βερολίνο και η καγκελάριος μπορεί όντως να έχουν αποδομήσει δύο προηγούμενους Ελληνες πρωθυπουργούς και να εκφράζουν την επιφυλακτικότητά τους απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα, θεωρώντας μάλιστα ότι έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν την ίδια τακτική, με το επιχείρημα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα. Ομως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι και η Α. Μέρκελ βρίσκεται σε δύσκολη θέση όχι μόνο λόγω των πιέσεων για το Προσφυγικό, αλλά και διότι έχει χάσει το ηθικό πλεονέκτημα του επιτιμητή. Η υπόθεση της Ντόιτσε Μπανκ όζει και μια επιπλέον αρνητική εξέλιξη σε σχέση με την τράπεζα μπορεί να προκαλέσει τεράστιο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό πρόβλημα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μεγαλύτερο ακόμη και από μια τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας.

Οι πιέσεις στη Μέρκελ

Με δεδομένη την αδυναμία της Ελλάδας και το γεγονός ότι το Βερολίνο εξακολουθεί να έχει το επάνω χέρι, για την αξιολόγηση της πορείας των πραγμάτων τους προσεχείς μήνες εξίσου σημαντική είναι η αδιαμφισβήτητη πλέον διαπίστωση ότι η Α. Μέρκελ -ενόψει μάλιστα και των γερμανικών εκλογών- πιέζεται πολύ στο εσωτερικό της. Στο οποίο είναι φυσικό να αποδίδει μεγαλύτερη σημασία από ό,τι στην Ελλάδα και στο ελληνικό πρόβλημα. Ειδικότερα στο οικονομικό κομμάτι ο Β. Σόιμπλε έχει πλήρη κυριαρχία επί της καγκελαρίου. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει εμμονή υπέρ της «εφαρμοσμένης πολιτικής», η οποία, κατά τη δική του αντίληψη, ταυτίζεται με τη λιτότητα και την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Εξού και η απόρριψη από τον Β. Σόιμπλε των προτάσεων του Μ. Ντράγκι για μείωση των επιτοκίων.

Επιπλέον, η Α. Μέρκελ πιέζεται και από τους Βαυαρούς, που έχουν τις ίδιες αντιλήψεις με τον Β. Σόιμπλε, καταγγέλλουν την καγκελάριο για τους χειρισμούς της στο Προσφυγικό (που έχει άμεση σχέση με την Ελλάδα) και έχουν συγκεντρώσει οικονομική δύναμη, καθώς στη Βαυαρία έχει συγκεντρωθεί ο πυρήνας της οικονομικής δομής της Γερμανίας.

Για όποια σημασία μπορεί να έχει, θα πρέπει να αναφερθεί, τέλος, ότι τις εξ Ελλάδος γερμανικές αναφορές προς το Βερολίνο έχουν πολλές φορές επιχειρήσει να αλλοιώσουν με λάθος πληροφορίες «δίκτυα χειραγώγησης» που κινούνται στον ελληνικό πολιτικό χώρο και έχουν κυρίως σχέση με τους πρώην «εκσυγχρονιστές», χωρίς να λείπει και νεοδημοκρατικός δάκτυλος.