Αυτό τόνιζε το 2012, σε συνέντευξή του στη Βιέννη, ο Πιέρο Μπορντίν, ο σπουδαίος Ελληνοιταλός θεατράνθρωπος, εικαστικός, σκηνογράφος, σκηνοθέτης, ιδρυτής και διευθυντής έως τώρα, επί 32 χρόνια, του ξακουστού Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου Καρνούντουμ στην Αυστρία, την απώλεια του οποίου θρηνούν ο κόσμος του θεάτρου και ο Ελληνισμός της Βιέννης.

Το Φεστιβάλ, το οποίο ίδρυσε πριν 32 χρόνια και διεύθυνε μέχρι τον θάνατό του, την περασμένη Παρασκευή, 12 Μαρτίου, ο αποκαλούμενος «ακούραστος υπηρέτης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος» Πιέρο Μπορντίν, πραγματοποιείται κάθε Ιούλιο και Αύγουστο, στα ερείπια του αμφιθεάτρου της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης Καρνούντουμ, δίπλα στη σημερινή αυστριακή κωμόπολη Πετρονέλ, λίγες δεκάδες χιλιόμετρα ανατολικά της Βιέννης, στα σύνορα με τη Σλοβακία.

Όπως σημείωνε στη συνέντευξη του ο Πιέρο Μπορντίν, την επιτακτική ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού δράματος και στην αξιοποίησή της, είχε επισημάνει ήδη σε ομιλία του πριν πολλά χρόνια στο Συμπόσιο των Δελφών, «αλλά δυστυχώς αυτή η κληρονομιά έχει χαθεί, είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην Ευρώπη και ελάχιστοι εκτός Ελλάδας, ταυτίζουν πλέον το θέατρο με τη χώρα στην οποία γεννήθηκε και θριάμβευσε, ενώ αντί αυτού το συνδέουν με τον Σαίξπηρ ή κάποιον από τους Γερμανούς συγγραφείς».

Ο ίδιος, είχε προτείνει -αλλά δεν εισακούστηκε- πολύ πριν από την καθιέρωση του ευρώ, να προβλεφθεί απεικόνιση αρχαίου ελληνικού αμφιθεάτρου στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, διότι το θέατρο, όπως έλεγε, «ανήκει στις μεγαλύτερες κατακτήσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, από τη μεγάλη κληρονομιά του οποίου ζούμε σήμερα σε όλο τον κόσμο».

Και τον απασχολεί ιδιαίτερα το γεγονός πως, «ενώ για παράδειγμα στο Λονδίνο ο επισκέπτης έχει οποιαδήποτε στιγμή τη δυνατότητα να παρακολουθήσει έργο του Σαίξπηρ, στην Ελλάδα, πέρα από τις ελάχιστες παραστάσεις αρχαίου ελληνικού δράματος στην Επίδαυρο και ίσως κάποιες στο Ηρώδειο, η προσφορά περιορίζεται σε φολκλορικά προγράμματα».

«Θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη και ευρύτερη προσφορά σε παραστάσεις αρχαίου ελληνικού δράματος, που για τους ξένους θα πρέπει να γίνονται παραγωγές στη γλώσσα τους ή στην αγγλική, για να κατανοείται πλήρως το σημαντικό περιεχόμενο, με απλότητα, διότι το αρχαίο δράμα ήταν πάντα απλό και λιτό, με σεβασμό στο κείμενο και στον συγγραφέα», ανέφερε.

Σύμφωνα με τον Πιέρο Μπορντίν, στην τότε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «οι Έλληνες γνωρίζουν το περιεχόμενο, αλλά το ζήτημα είναι να το γνωρίσουν και οι άλλοι, σε μια γλώσσα που καταλαβαίνουν- και εκεί έγκειται η δική μου προσπάθεια, να μεταλαμπαδευτεί αυτή η ελληνική κληρονομιά σε σημερινό, διεθνές κοινό, και το έργο δεν χάνει καθόλου από το νόημά του παιζόμενο και σε άλλη, εκτός ελληνικής, γλώσσα».

«Προπαντός η τραγωδία δεν χάνει, γιατί η κωμωδία πρέπει να είναι στη γλώσσα του θεατή, γιατί όλα τα λογοπαίγνια της δεν μεταφέρονται όταν κάποιος δεν τα καταλαβαίνει, ενώ η τραγωδία είναι ευκολότερο να κατανοηθεί, λίγο πολύ είναι γνωστότερο το περιεχόμενό της».

«Από την άλλη πλευρά, και τα δύο σκέλη του αρχαίου δράματος μας διδάσκουν, η μεν τραγωδία να αντέχουμε το βάρος των γεγονότων, η δε κωμωδία μας δείχνει λύσεις για τις οποίες εμείς πρέπει να αναλάβουμε το πηδάλιο, να αλλάξουμε την πορεία, να πάρουμε τα πράγματα στα δικά μας χέρια».

«Προπάντων στον Αριστοφάνη, στον οποίο δεν είναι ούτε οι θεοί ούτε οι κυβερνώντες που αλλάζουν την πορεία, αλλά ο λαός, οι άνθρωποι του -η νοικοκυρά, η Πραξαγόρα, η Λυσιστράτη, ο Τρυγαίος- διότι η αλλαγή δεν έρχεται από τον ουρανό, ούτε χαρίζεται από κανένα και αυτό είναι το πνεύμα της αρχαίας κωμωδίας».

Όπως ανέφερε ο μεγάλος εκλιπών, «προσπαθούμε με το Φεστιβάλ στο Καρνούντουμ, που είναι η πλέον βορεινή έδρα του αρχαίου ελληνικού δράματος στην Ευρώπη -και μαζί με τις Συρακούσες και τη Μερίδα της Ισπανίας, αποτελούν τα τρία κέντρα Αρχαίου Ελληνικού Δράματος στο εξωτερικό- να επιτύχουμε μια διεθνή συνεργασία για την αξιοποίηση του αρχαίου ελληνικού δράματος, το Φεστιβάλ να καθιερωθεί και να αναγνωριστεί διεθνώς, όπως του αρμόζει και έχει ήδη πετύχει, τα τελευταία χρόνια».

«Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έχει φιλοξενήσει στο παρελθόν όλα τα μεγάλα "ονόματα" που ασχολούνται με το αρχαίο ελληνικό θέατρο, όπως Τόνι Χάρισον, Πίτερ Χολ, Ρόμπερτ Ουίλσον, Ταντάσι Σουτζούκι, Γιούργκεν Χέιμε, Πέτερ Χέιμε, Πέτερ Στάιν ή το θέατρο "Αττις" του Θεόδωρου Τερζόπουλου, όπως δεν είναι τυχαίο πως πολλές από τις παραγωγές όλων αυτών, είχαν την πρεμιέρα τους στο Καρνούντουμ και κατόπιν ανέβηκαν στην Επίδαυρο.

Επαφές και συνεργασία του Φεστιβάλ Καρνούντουμ υπάρχουν από χρόνια στην Ελλάδα με το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, του οποίοι η παραγωγή της Λυσιστράτης, με τη διάσημη Μάγια Μόργκενστρεν, παρουσιάστηκε με τεράστια επιτυχία πρώτα στο Καρνούντουμ και κατόπιν, την επόμενη χρονιά, στη Μικρή Επίδαυρο».

Το Καρνούντουμ, όπου για ένα διάστημα είχε την έδρα του ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, μαθητής του Ηρώδου του Αττικού, είχε γνωρίσει την άνθηση του τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, από τον οποίο χρονολογούνται και τα ερείπια των δύο ρωμαϊκών θεάτρων του, ήταν στο σύνορο του ρωμαϊκού-ελληνικού πολιτισμού και του τότε υπόλοιπου κόσμου.

Όπως τόνιζε ο Πιέρο Μπορντίν, «σήμερα, μια και αυτό συνορεύει με κεντρο-ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, μακριά από τη Μεσόγειο, αλλά που οι άνθρωποι τους θέλουν να έλθουν σε επαφή με την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά και με ένα από τα κυριότερα στοιχεία της, το θέατρο, το Καρνούντουμ μπορεί να παίξει σημαντικό πολιτιστικό και πολιτικό ρόλο, και αυτή η δυνατότητα, έχοντας αυτόν τον πυρήνα στην Κεντρική Ευρώπη, θα πρέπει να αξιοποιηθεί».

«Και αυτό πολλά μπορεί να αποδώσει και ήδη αποδίδει, όπως δείχνουν, στις πάνω από τρεις δεκαετίες από την ίδρυση του, οι εκατοντάδες θεατρόφιλοι από την Αυστρία και τις γύρω χώρες, αλλά και επιφανείς εκπρόσωποι της πολιτικής, της διπλωματίας, των γραμμάτων και τεχνών, που προσελκύει κάθε χρόνο, στις παραστάσεις του, μαζί με τα διθυραμβικά σχόλια των κριτικών», επισήμαινε ο εκλιπών Πιέρο Μπορντίν στη συνέντευξή του.