Δεκαετία του ’60. Στιγμές ζωής μίας ασπρόμαυρης Αθήνας και μια ολόκληρη εποχή σε «στοπ καρέ». Ένα βιβλίο ντοκιμαντέρ για την πόλη, τους ανθρώπους της και την καθημερινότητά τους.

Ακρόπολη, Ιερός Βράχος, Πλάκα, Μοναστηράκι, Σύνταγμα, Βαρβάκειος, Πλατεία Ταχυδρομείου, Ομόνοια και Ζάππειο.

Κόσμος στο πήγαιν’ έλα. «Εδώ το φρέσκο ψάρι να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει», ηλικιωμένο φλερτάκι στους εύζωνες, λαθραίο ανάγνωσμα εφημερίδας στο περίπτερο, φτώχια στο πεζοδρόμιο και ένα κομμάτι πάγος κατ ευθείαν για το ψυγείο. Χαμόσπιτα, σκόνη, ζέστη και χώμα στο δρόμο.

Το φόρεμα «λίγο πιο κάτω από το γόνατο» και η ιδρωμένη περιέργεια για το φακό μόνιμη από τότε. Βόλτες, καλοκαιρινό ραχάτι και η συνηθισμένη σαμπρέλα/παιχνίδι συντροφιά των πιτσιρικιών.

Το καλοκαίρι του 1966 η Κατερίνα Ζωιτοπούλου επιστρέφει στην Αθήνα από το Βερολίνο, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της επάνω στη φωτογραφία.

Ανεβαίνει στην Ακρόπολη με μία φωτογραφική μηχανή στο χέρι και η περιπλάνησή της στην πόλη ξεκινάει. Πρόσωπα, κτίρια κι ένα μεγάλο ζουμ σε μία πόλη που αλλάζει κάθε μέρα.

Χωρίς να το υποψιάζεται η πολύ νέα τότε φωτογράφος – έχει καταφέρει να αποτυπώσει το πρόσωπο και την ταυτότητα μιας πόλης που κάθε μέρα αλλάζει.

Μία συλλογή πολύτιμη που τελικά αποφάσισε να κάνει γνωστή με αυτό το ιδιαίτερο λεύκωμα.



To βιβλίο (μπορείτε να το αποκτήσετε μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τον εκδότη) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Xρήστος Μαρίνης-εκδ Παρασκήνιο marinisb@gmail.com




Η φωτογράφος Κατερίνα Ζωιτοπούλου  μίλησε στο parapolitika.gr για το Φωτογραφικό Λεύκωμα της Αθήνας του ’60

«Το 1966, μετά από δέκα χρόνια σπουδών και εργασίας στο Βερολίνο, ήρθα μερικές μέρες για διακοπές στην Αθήνα. Μέσα από το λεωφορείο της Ολυμπιακής, που μας μετέφερε από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα, αντίκρισα μια διαφορετική, αλλαγμένη πόλη. Μετά από τα πρώτα καλωσορίσματα στο σπίτι, άρπαξα τη φωτογραφική μηχανή, μια Rolleiflex που είχα αγοράσει με μεγάλες θυσίες και ήμουν πολύ περήφανη γι’ αυτή, και ξεκίνησα το σεργιάνι μου στην πόλη.

Αυτό που αντίκρισα τότε με γοήτευσε με έναν παράξενο τρόπο: ήταν αλλαγμένη, ξένη αλλά ταυτόχρονα και πολύ γνώριμη. Με τον φακό μου προσπαθούσα να αιχμαλωτίσω αυτό το περίεργο συναίσθημα. Άρχισα να πηγαίνω στα γνωστά, νεανικά μου στέκια, όμως δεν αναγνώριζα σχεδόν τίποτα. Οι μπουλντόζες της αντιπαροχής είχαν αλλάξει τη μορφή της πόλης. Αισθανόμουν σαν μια ξένη που ψάχνει να βρει τον τόπο της, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο.



Όμως όλα δεν είχαν αλλάξει: ακόμα έπαιζαν τα παιδιά με το τσέρκι στα δρομάκια της Πλάκας, τα ερωτευμένα ζευγαράκια ανηφόριζαν στον Λυκαβηττό ή στον λόφο του Στρέφη, η Βαρβάκειος ήταν πάντα γεμάτη κόσμο και στην πλατεία Αβησσυνίας, στο Γιουσουρούμ, μπορούσες να βρεις ό,τι ποθούσε η ψυχή σου! Όμως και τα πρόσωπα δεν είχαν αλλάξει: πρόσωπα ζωντανά, εκφραστικά, γεμάτα συναίσθημα, εντελώς διαφορετικά από τα ανέκφραστα πρόσωπα των Βερολινέζων.

Τώρα με αφορμή τον εγκλεισμό μας στο σπίτι λόγω της πανδημίας του κοροναϊού, άρχισα να τακτοποιώ το φωτογραφικό μου αρχείο. Εκεί βρήκα αυτές τις φωτογραφίες της Αθήνας που είχα φωτογραφήσει στα τέλη του 1966, μου άρεσαν, μου θύμισαν τα νεανικά μου χρόνια και αποφάσισα να κάνω την έκδοση αυτού του φωτογραφικού λευκώματος.



Γυρνώντας στην Αθήνα μετά από σχεδόν δέκα χρόνια ξενιτιάς, βρήκα μια διαφορετική πόλη. Περπατούσα στους δρόμους και αναζητούσα τα παλιά μου στέκια, τα παιδικά μου χρόνια, τις αναμνήσεις μου. Έτσι αυτές οι φωτογραφίες είναι μια κατάθεση ψυχής, μια κατάθεση νοσταλγίας και αγάπης για την Παλιά Αθήνα που χάθηκε και για τους ανθρώπους της. Και φυσικά, νοσταλγώ τα νεανικά μου χρόνια, με τις χαρές και τους ενθουσιασμούς, τους εφηβικούς έρωτες και τις απογοητεύσεις.

Αν μπορούσε να γυρίσει ο χρόνος πίσω, θα ήθελα να ξαναέβλεπα την Πλάκα όπως ήταν τότε, χωρίς τις ασχήμιες και το κιτς που δημιούργησε το εύκολο κέρδος και ο ξέφρενος, χωρίς σχεδιασμό τουρισμός. Θα ήθελα να περπατούσα στα δρομάκια της χωρίς την ανθρωποπλημμύρα και τη βαβούρα των ξένων γλωσσών, χωρίς τις βιτρίνες με την αμφιλεγόμενη λαϊκή τέχνη. Να μύριζα τις γαζίες και το αγιόκλημα και όχι την τσίκνα από τα σουβλάκια…



Η αγαπημένη μου γωνιά ήταν ένα μικρό λαϊκό καφενεδάκι κάτω από την Ακρόπολη, πνιγμένο μέσα στην πρασινάδα και στο αγιόκλημα, με τις ψάθινες καρέκλες του και τα τσίγκινα στρογγυλά τραπεζάκια του. Εκεί ήταν το στέκιμας, τα πρώτα ερωτικά ραντεβού και η τελευταία συνάντηση πριν από την αναχώρηση για το ταξίδι της ζωής...

Πράγματι ετοιμάζω το τρίτο λεύκωμα της σειράς με φωτογραφίες από τα ταξίδια μου με προσωρινό τίτλο εργασίας «Πρόσωπα και Τοπία». Η μεγάλη μου αγάπη ήταν τα ταξίδια και επειδή η δουλειά μου στο Βερολίνο μου το επέτρεπε (μοντάζ σε κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές), μόλις είχα ένα κενό, έκανα ένα μακρινό ή κοντινό ταξίδι. Πήγα σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Παρίσι και Γαλλία, Πράγα, Βουλγαρία), στη Βόρεια Αφρική και αργότερα στις Δαλματικές ακτές. Πάντα προσπαθούσα να αποτυπώσω με τον φακό μου, εκτός από τα τοπία, τους ανθρώπους και τις συνθήκες που ζούσαν».