Στη σφαίρα του μίσους: Το ψυχολογικό θρίλερ της Μαρίας Σούμπερτ που γράφτηκε στη διάρκεια της καραντίνας
Η γνωστή συγγραφέας μιλάει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ για το νέο της μυθιστόρημα
Tο νέο βιβλίο της Μαρίας Σούμπερτ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διάπλαση και δημιουργήθηκε την περίοδο της πρώτης καραντίνας, έχει τίτλο «Στη σφαίρα του μίσους» και είναι ένα κοινωνικό-ψυχολογικό θρίλερ με θέμα το μίσος ως εργαλείο εκδίκησης. Η ηρωϊδα του βιβλίου, Βασιλικούλα Λάμπρου γεννιέται σε μια οικογένεια που δεν θέλει κορίτσια, γιατί αυτά προορίζονται μόνο για σύζυγοι και μητέρες. Όταν στα οκτώ της χρόνια μια τσιγγάνα προτείνει να της πουλήσει το μυστικό που θα την κάνει εξυπνότερη απ’ όλους, η Βασιλικούλα θα βρεθεί με μια απρόσμενη δύναμη στα χέρια της, που ενεργοποιείται μόνο με το μίσος εναντίον όσων την υποτιμούν.
Στην απόλυτα συνηθισμένη, ασφυκτική καθημερινότητά της, η Βασιλικούλα δεν καταφέρνει ν’ αναπνεύσει παρά μόνο τις στιγμές που χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη εναντίον όσων την υποτιμούν και την αδικούν. Όταν όμως έχεις μάθει ν’ αφήνεις το μίσος σου να ξεχύνεται, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κρατήσεις τον έλεγχο. Και γρήγορα η Βασιλικούλα συνειδητοποιεί πως κάποιος την παρακολουθεί, πως κάποιος έχει καταγράψει όλες της τις κινήσεις. Και ο κλοιός γύρω της αρχίζει να στενεύει…
Η Μαρία Σούπερτ μιλώντας στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που την ενέπνευσε να γράψει αυτήν την ιστορία.
Πως αποφασίσατε το θέμα του βιβλίου σας;
Η ιστορία της Βασιλικούλας Λάμπρου είναι, νομίζω, από τις λίγες που δεν βασίζονται σε στοιχεία εμπνευσμένα από την πραγματικότητα, τουλάχιστον σε ένα συνειδητό επίπεδο. Σίγουρα οτιδήποτε δημιουργεί κανείς είναι διυλισμένο μέσα από την προσωπική εμπειρία, πιστεύω όμως πως η συγκεκριμένη αφήγηση είναι κατεξοχήν έργο της φαντασίας. Η ιστορία αναδύθηκε πριν την καραντίνα του Μαρτίου 2020 και αναπτύχθηκε τους τρεις εκείνους μήνες, όπου ο φόβος, η αγωνία, η έκπληξη και η δυσθυμία ήταν τα βασικά συναισθήματα της περιόδου. Ταυτόχρονα πιστεύω πως η επικαιρότητα, το ελληνικό me too, οι γυναικοκτονίες, αλλά και ο σεξισμός τουλάχιστον στους επαγγελματικούς χώρους, ήταν βασικά στοιχεία που συμπορεύτηκαν με την Βασιλικούλα Λάμπρου.
Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο στη συγγραφή αυτής της ιστορίας;
Δεν μπορώ να πω πως με δυσκόλεψε κάτι. Η αφήγηση αυτή λειτούργησε κυρίως εκτονωτικά για τα δικά μου άγχη και το αίσθημα κλειστοφοβίας που γέννησε η πανδημία. Η τηλεργασία άλλωστε, αλλά και η επιβεβλημένη απαγόρευση κυκλοφορίας μου έδωσαν τον απαραίτητο χώρο και χρόνο για να ταξιδέψω στην πλατεία Βικτωρίας της Βασιλικούλας Λάμπρου.
Αν κάτι με δυσκόλεψε, αυτό ήταν η είσοδος και έξοδος στον κόσμο της φανταστικής πραγματικότητας, που λόγω οικογενειακών συνθηκών απαιτούσε πολύ συχνές μετακινήσεις. Αυτό όμως είναι κάτι που με δυσκολεύει σε κάθε βιβλίο, αφού θα προτιμούσα να έχω περισσότερο χρόνο να περιπλανιέμαι σε αυτούς τους φανταστικούς κόσμους χωρίς να πρέπει συχνά πυκνά να επιστρέφω στην πραγματική πραγματικότητα.
Κάποια σημεία δημιουργούν μεγάλη συγκίνηση στον αναγνώστη. Είχατε κι εσείς την ίδια συγκίνηση όταν τα γράφατε;
Ήταν μια έντονη συναισθηματικά περίοδος εκείνη, και αυτό φαίνεται πως μεταφέρθηκε και στο κείμενο. Σε γενικές γραμμές συμπάσχω και συμπαθώ τους ήρωες που δημιουργώ, όσο καλοί ή κακοί κι είναι. Οπότε ναι, αρκετά συχνά κυκλοφορούσα εν εξάλλω μέσα στο σπίτι –και θα πρέπει να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην
οικογένειά μου που το άντεξε με το απαραίτητο χιούμορ που πάντα μας σώζει σε αυτές τις καταστάσεις.
Ο έρωτας τι ρόλο παίζει στην ιστορία;
Ο έρωτας στην συγκεκριμένη αφήγηση δεν ξέρω αν υπάρχει. Σίγουρα υπάρχει το σεξ, δεν ξέρω όμως αν η Βασιλικούλα μπορεί να ερωτευτεί –γιατί το να ερωτευτεί σημαίνει να αφεθεί και να δει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια του άλλου. Έχει την επιθυμία και πρόθεση να ερωτευτεί, αλλά δεν ξέρω αν είναι ικανή για κάτι τέτοιο. Απουσιάζουν όλες οι βάσεις της τρυφερότητας, της αγάπης, της φροντίδας, της ενσυναίσθησης που θα έπρεπε να της έχουν προσφέρει οι δικοί της γονείς για να μπορέσει να ερωτευτεί κι αυτή με τη σειρά της και να αγαπήσει. Ακόμα και την περίοδο εκείνη που θα ζήσει το κοντινότερο δυνατό στον έρωτα, στην ουσία θα βρεθεί πάλι να παίζει ένα παιχνίδι εξουσίας –γιατί για την Βασιλικούλα, το σεξ είναι τελικά εργαλείο και όπλο. Πιστεύω όμως πως για εκείνην αυτή η ψευδαίσθηση έρωτα που έζησε ήταν ίσως η πιο φωτεινή και καθαρή περίοδος της ζωής της.
Αναφορικά με τη θέση της γυναίκας μέσα στην ελληνική οικογένεια, ποιες παθογένειες πιστεύετε πως υπάρχουν στο μεγάλωμα των κοριτσιών και των αγοριών;
Η ελληνική κοινωνία είναι ακόμα αρκετά παραδοσιακή όσο αφορά την ανατροφή των παιδιών. Τα στερεότυπα των ρόλων είναι ακόμα πολύ ζωντανά, αν και υπάρχουν φυσικά και πολλά παραδείγματα που ανατρέπουν την θέση αυτή. Πρέπει όμως να έχουμε στο νου μας πως τις περισσότερες φορές επαναλαμβάνουμε μαθημένα μοτίβα που μας έχουν κληρονομηθεί από τις προηγούμενες γενιές –έστω και μεταμφιεσμένα. Οπότε στην ουσία οι παθογένειες μπορεί να έχουν αλλάξει λίγο μορφή, αλλά παραμένουν οι ίδιες. Αυτό είναι εμφανές και στις επιλογές των παιχνιδιών, των χρωμάτων, των ρούχων, των υποκοριστικών, αλλά και του τρόπου με τον οποίο απευθύνονται συχνά οι γονείς στους γιους και τις κόρες τους. Οι οικογένειες άλλωστε –ακόμα και οι πιο ευτυχισμένες- είναι πάντα λιγότερο ή περισσότερο δυσλειτουργικές. Δεν υπάρχει τέλεια οικογένεια.
Πως μπορεί να εξαλειφθεί η σκέψη ότι ο άντρας είναι ανώτερο ον και η γυναίκα κατώτερη;
Νομίζω πως καταρχάς θα πρέπει να το εξαλείψουν ως μαθημένη συμπεριφορά οι ίδιες οι γυναίκες. Αν σκεφτούμε για πόσες εκατοντάδες χρόνια αυτή ήταν η κυρίαρχη θέση για τους ρόλους των δύο φύλων, δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει αυτή η αλλαγή. Ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός των γυναικοκτονιών της τελευταίας τριετίας είναι νομίζω αρκετά σαφές παράδειγμα. Αφαιρείς τη ζωή από κάτι που σου ανήκει, από κάτι που δεν σέβεσαι –και δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις ψυχικής ασθένειας, γιατί εκεί ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη φέρει το περιβάλλον που αδιαφορεί. Το κίνημα επίσης του metoo στην Ελλάδα, παρ’ ότι άργησε να έρθει και ίσως να βρήκε χώρο ανάμεσα στα κλειστά θέατρα της πανδημίας, επίσης ανέδειξε αυτή την παθογένεια στους χώρους εργασίας. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως στην ουσία πρόκειται για ένα παιχνίδι εξουσίας, για ρόλους θύτη – θύματος, και πως αν δεν αλλάξει αυτή η νοοτροπία –το βίωμα της σχέσης μέσα από ρόλους εξουσίας-, δεν θα σταματήσουμε να μιλάμε για ανώτερους και κατώτερες.
Πως μπορεί σήμερα μια γυναίκα να «σωθεί» ή να προφυλαχθεί από έναν κακοποιητικό άντρα;
Πιστεύω πως αν μια γυναίκα βρεθεί σε μια κακοποιητική σχέση δεν μπορεί να κάνει πολλά. Θεωρώ αστεία τα σχόλια που ακούω και διαβάζω πως «μπορούσε να φύγει», «μπορούσε να αντιδράσει», «αν δεν ήθελε δε θα το πάθαινε» κ.ο.κ., γιατί και πάλι ρίχνουν την ευθύνη στο θύμα. Το συναισθηματικό φορτίο όμως που κουβαλάει μια κακοποιητική σχέση είναι τόσο έντονο που συχνά καθηλώνει και συνεξαρτά το κακοποιημένο άτομο, οπότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εύκολες λύσεις και γρήγορες απαντήσεις.
Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να εκπαιδεύσουμε μια ολόκληρη γενιά, ώστε να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Γονείς να μεγαλώσουν παιδιά που να σέβονται το σώμα τους και το σώμα των άλλων, συντρόφους που να σέβονται οι μεν τους/τις δε, κοινότητες που να μπορούν να αγκαλιάσουν τα μέλη τους και όχι να τα αφήνουν να περιθωριοποιούνται στη μοναξιά και τη σιωπή. Τότε ίσως να έχει γίνει το πρώτο βήμα.
Η συγγραφέας
*Η Μαρία Σούμπερτ γεννήθηκε το 1979 στο Μόναχο της τότε Δυτικής Γερμανίας. Με-γάλωσε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε θεατρολογία και δραματοθεραπεία και έκανε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το μεταπτυχιακό της στην πολιτιστική πολιτική, διοίκηση και επικοινωνία. Εργάζεται ως δραματοθεραπεύτρια. Επίσης, μεταφράζει παιδικά πα-ραμύθια. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τα βιβλία Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια (Πόλις 1998), Club κυλικείο (Κέδρος 2002), Η Ρόζα στη μέση (Μελάνι 2008), Invitation to a Party, not Another Fairytale (θεατρικό, Μπαρτζουλιάνος 2009), Η συμμορία της Τήλας (Πάπυρος 2010) και Οι αποκλεισμένοι (Κριτική 2014). Από τις εκδόσεις Διάπλαση κυκλοφορούν τα παραμύθια της Του φεγγαριού η κόρη (2013) και Ο φούρναρης Πλατς (2016), και το μυθιστόρημα Πριν το πέρασμα (2018).
Στην απόλυτα συνηθισμένη, ασφυκτική καθημερινότητά της, η Βασιλικούλα δεν καταφέρνει ν’ αναπνεύσει παρά μόνο τις στιγμές που χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη εναντίον όσων την υποτιμούν και την αδικούν. Όταν όμως έχεις μάθει ν’ αφήνεις το μίσος σου να ξεχύνεται, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κρατήσεις τον έλεγχο. Και γρήγορα η Βασιλικούλα συνειδητοποιεί πως κάποιος την παρακολουθεί, πως κάποιος έχει καταγράψει όλες της τις κινήσεις. Και ο κλοιός γύρω της αρχίζει να στενεύει…
Η Μαρία Σούπερτ μιλώντας στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που την ενέπνευσε να γράψει αυτήν την ιστορία.
Πως αποφασίσατε το θέμα του βιβλίου σας;
Η ιστορία της Βασιλικούλας Λάμπρου είναι, νομίζω, από τις λίγες που δεν βασίζονται σε στοιχεία εμπνευσμένα από την πραγματικότητα, τουλάχιστον σε ένα συνειδητό επίπεδο. Σίγουρα οτιδήποτε δημιουργεί κανείς είναι διυλισμένο μέσα από την προσωπική εμπειρία, πιστεύω όμως πως η συγκεκριμένη αφήγηση είναι κατεξοχήν έργο της φαντασίας. Η ιστορία αναδύθηκε πριν την καραντίνα του Μαρτίου 2020 και αναπτύχθηκε τους τρεις εκείνους μήνες, όπου ο φόβος, η αγωνία, η έκπληξη και η δυσθυμία ήταν τα βασικά συναισθήματα της περιόδου. Ταυτόχρονα πιστεύω πως η επικαιρότητα, το ελληνικό me too, οι γυναικοκτονίες, αλλά και ο σεξισμός τουλάχιστον στους επαγγελματικούς χώρους, ήταν βασικά στοιχεία που συμπορεύτηκαν με την Βασιλικούλα Λάμπρου.
Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο στη συγγραφή αυτής της ιστορίας;
Δεν μπορώ να πω πως με δυσκόλεψε κάτι. Η αφήγηση αυτή λειτούργησε κυρίως εκτονωτικά για τα δικά μου άγχη και το αίσθημα κλειστοφοβίας που γέννησε η πανδημία. Η τηλεργασία άλλωστε, αλλά και η επιβεβλημένη απαγόρευση κυκλοφορίας μου έδωσαν τον απαραίτητο χώρο και χρόνο για να ταξιδέψω στην πλατεία Βικτωρίας της Βασιλικούλας Λάμπρου.
Αν κάτι με δυσκόλεψε, αυτό ήταν η είσοδος και έξοδος στον κόσμο της φανταστικής πραγματικότητας, που λόγω οικογενειακών συνθηκών απαιτούσε πολύ συχνές μετακινήσεις. Αυτό όμως είναι κάτι που με δυσκολεύει σε κάθε βιβλίο, αφού θα προτιμούσα να έχω περισσότερο χρόνο να περιπλανιέμαι σε αυτούς τους φανταστικούς κόσμους χωρίς να πρέπει συχνά πυκνά να επιστρέφω στην πραγματική πραγματικότητα.
Κάποια σημεία δημιουργούν μεγάλη συγκίνηση στον αναγνώστη. Είχατε κι εσείς την ίδια συγκίνηση όταν τα γράφατε;
Ήταν μια έντονη συναισθηματικά περίοδος εκείνη, και αυτό φαίνεται πως μεταφέρθηκε και στο κείμενο. Σε γενικές γραμμές συμπάσχω και συμπαθώ τους ήρωες που δημιουργώ, όσο καλοί ή κακοί κι είναι. Οπότε ναι, αρκετά συχνά κυκλοφορούσα εν εξάλλω μέσα στο σπίτι –και θα πρέπει να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην
οικογένειά μου που το άντεξε με το απαραίτητο χιούμορ που πάντα μας σώζει σε αυτές τις καταστάσεις.
Ο έρωτας τι ρόλο παίζει στην ιστορία;
Ο έρωτας στην συγκεκριμένη αφήγηση δεν ξέρω αν υπάρχει. Σίγουρα υπάρχει το σεξ, δεν ξέρω όμως αν η Βασιλικούλα μπορεί να ερωτευτεί –γιατί το να ερωτευτεί σημαίνει να αφεθεί και να δει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια του άλλου. Έχει την επιθυμία και πρόθεση να ερωτευτεί, αλλά δεν ξέρω αν είναι ικανή για κάτι τέτοιο. Απουσιάζουν όλες οι βάσεις της τρυφερότητας, της αγάπης, της φροντίδας, της ενσυναίσθησης που θα έπρεπε να της έχουν προσφέρει οι δικοί της γονείς για να μπορέσει να ερωτευτεί κι αυτή με τη σειρά της και να αγαπήσει. Ακόμα και την περίοδο εκείνη που θα ζήσει το κοντινότερο δυνατό στον έρωτα, στην ουσία θα βρεθεί πάλι να παίζει ένα παιχνίδι εξουσίας –γιατί για την Βασιλικούλα, το σεξ είναι τελικά εργαλείο και όπλο. Πιστεύω όμως πως για εκείνην αυτή η ψευδαίσθηση έρωτα που έζησε ήταν ίσως η πιο φωτεινή και καθαρή περίοδος της ζωής της.
Αναφορικά με τη θέση της γυναίκας μέσα στην ελληνική οικογένεια, ποιες παθογένειες πιστεύετε πως υπάρχουν στο μεγάλωμα των κοριτσιών και των αγοριών;
Η ελληνική κοινωνία είναι ακόμα αρκετά παραδοσιακή όσο αφορά την ανατροφή των παιδιών. Τα στερεότυπα των ρόλων είναι ακόμα πολύ ζωντανά, αν και υπάρχουν φυσικά και πολλά παραδείγματα που ανατρέπουν την θέση αυτή. Πρέπει όμως να έχουμε στο νου μας πως τις περισσότερες φορές επαναλαμβάνουμε μαθημένα μοτίβα που μας έχουν κληρονομηθεί από τις προηγούμενες γενιές –έστω και μεταμφιεσμένα. Οπότε στην ουσία οι παθογένειες μπορεί να έχουν αλλάξει λίγο μορφή, αλλά παραμένουν οι ίδιες. Αυτό είναι εμφανές και στις επιλογές των παιχνιδιών, των χρωμάτων, των ρούχων, των υποκοριστικών, αλλά και του τρόπου με τον οποίο απευθύνονται συχνά οι γονείς στους γιους και τις κόρες τους. Οι οικογένειες άλλωστε –ακόμα και οι πιο ευτυχισμένες- είναι πάντα λιγότερο ή περισσότερο δυσλειτουργικές. Δεν υπάρχει τέλεια οικογένεια.
Πως μπορεί να εξαλειφθεί η σκέψη ότι ο άντρας είναι ανώτερο ον και η γυναίκα κατώτερη;
Νομίζω πως καταρχάς θα πρέπει να το εξαλείψουν ως μαθημένη συμπεριφορά οι ίδιες οι γυναίκες. Αν σκεφτούμε για πόσες εκατοντάδες χρόνια αυτή ήταν η κυρίαρχη θέση για τους ρόλους των δύο φύλων, δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει αυτή η αλλαγή. Ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός των γυναικοκτονιών της τελευταίας τριετίας είναι νομίζω αρκετά σαφές παράδειγμα. Αφαιρείς τη ζωή από κάτι που σου ανήκει, από κάτι που δεν σέβεσαι –και δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις ψυχικής ασθένειας, γιατί εκεί ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη φέρει το περιβάλλον που αδιαφορεί. Το κίνημα επίσης του metoo στην Ελλάδα, παρ’ ότι άργησε να έρθει και ίσως να βρήκε χώρο ανάμεσα στα κλειστά θέατρα της πανδημίας, επίσης ανέδειξε αυτή την παθογένεια στους χώρους εργασίας. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως στην ουσία πρόκειται για ένα παιχνίδι εξουσίας, για ρόλους θύτη – θύματος, και πως αν δεν αλλάξει αυτή η νοοτροπία –το βίωμα της σχέσης μέσα από ρόλους εξουσίας-, δεν θα σταματήσουμε να μιλάμε για ανώτερους και κατώτερες.
Πως μπορεί σήμερα μια γυναίκα να «σωθεί» ή να προφυλαχθεί από έναν κακοποιητικό άντρα;
Πιστεύω πως αν μια γυναίκα βρεθεί σε μια κακοποιητική σχέση δεν μπορεί να κάνει πολλά. Θεωρώ αστεία τα σχόλια που ακούω και διαβάζω πως «μπορούσε να φύγει», «μπορούσε να αντιδράσει», «αν δεν ήθελε δε θα το πάθαινε» κ.ο.κ., γιατί και πάλι ρίχνουν την ευθύνη στο θύμα. Το συναισθηματικό φορτίο όμως που κουβαλάει μια κακοποιητική σχέση είναι τόσο έντονο που συχνά καθηλώνει και συνεξαρτά το κακοποιημένο άτομο, οπότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εύκολες λύσεις και γρήγορες απαντήσεις.
Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να εκπαιδεύσουμε μια ολόκληρη γενιά, ώστε να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Γονείς να μεγαλώσουν παιδιά που να σέβονται το σώμα τους και το σώμα των άλλων, συντρόφους που να σέβονται οι μεν τους/τις δε, κοινότητες που να μπορούν να αγκαλιάσουν τα μέλη τους και όχι να τα αφήνουν να περιθωριοποιούνται στη μοναξιά και τη σιωπή. Τότε ίσως να έχει γίνει το πρώτο βήμα.
Η συγγραφέας
*Η Μαρία Σούμπερτ γεννήθηκε το 1979 στο Μόναχο της τότε Δυτικής Γερμανίας. Με-γάλωσε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε θεατρολογία και δραματοθεραπεία και έκανε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το μεταπτυχιακό της στην πολιτιστική πολιτική, διοίκηση και επικοινωνία. Εργάζεται ως δραματοθεραπεύτρια. Επίσης, μεταφράζει παιδικά πα-ραμύθια. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τα βιβλία Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια (Πόλις 1998), Club κυλικείο (Κέδρος 2002), Η Ρόζα στη μέση (Μελάνι 2008), Invitation to a Party, not Another Fairytale (θεατρικό, Μπαρτζουλιάνος 2009), Η συμμορία της Τήλας (Πάπυρος 2010) και Οι αποκλεισμένοι (Κριτική 2014). Από τις εκδόσεις Διάπλαση κυκλοφορούν τα παραμύθια της Του φεγγαριού η κόρη (2013) και Ο φούρναρης Πλατς (2016), και το μυθιστόρημα Πριν το πέρασμα (2018).