O Γιάννης Ξανθούλης εντυπωσίασε το αναγνωστικό κοινό µε το νέο του βιβλίο, «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη», που θα µπορούσε κάλλιστα να είναι µια πραγµατική ιστορία, µε πρωταγωνιστή έναν Έλληνα µετανάστη πορνοστάρ. Για το νέο του βιβλίο ο συγγραφέας έδωσε όλες τις απαραίτητες... εξηγήσεις

Το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «∆ιόπτρα», είναι µια απίστευτη ιστορία. Μπορείτε να την περιγράψετε για τους αναγνώστες µας;

«Υπάρχει ένα χωριό. Άγονο, πέτρινο, µε σκορπιούς και χωρίς σκιά. Πετρόκαµπος λέγεται. Κάποτε ήταν κεφαλοχώρι, αλλά µε τις διοικητικές καινοτοµίες έχασε το κύρος του. Παλιά, σε κάθε ελληνικό χωριό, όπως ξέρετε, µε την κοινότητα και τον πρόεδρο υποστηριζόταν το ήθος της συλλογικότητας. Ο Πετρόκαµπος έχει ανύπαρκτη κοινωνική ζωή, διαιωνίζοντας την απελπισία του σε µια αδιάφορη καθηµερινότητα. Μέχρι που ως κεραυνός εν αιθρία φτάνει µια επιστολή από τη Γερµανία. Ένας πρώην γκασταρµπάιτερ, δηλαδή µετανάστης, χωρίς να έχει την παραµικρή ιδέα για το χωριό, πρόκοψε ως διεθνούς φήµης πορνοστάρ µε το όνοµα «Φικιφίκας». Η ανάµνησή του ως παιδί έχει σχεδόν σβηστεί από τον Πετρόκαµπο, αλλά η ευεργεσία που προσφέρει ζωντανεύει πολλές ανησυχίες, όπως τη θύµηση της όµορφης, ζωηρής µάνας του, που ήταν η µαµή του χωριού. Η ευεργεσία του πορνοστάρ, που στέλνει την επιστολή ετοιµοθάνατος, αφορά... δέκα εκατοµµύρια ευρώ, µε την προϋπόθεση να στηθεί στο χωριό µουσείο µε τα καλλιτεχνικά επιτεύγµατά του. Αποδέκτης της επιστολής και των λεπτοµερειών της δωρεάς µε τα συµπαροµαρτούντα είναι ένας µακρινός ξάδελφος, ο Πέτρος Μακκαβαίος, ο µοναδικός συγγενής του «Φικιφίκα».



Ένας άνθρωπος που πλησιάζει τα εβδοµήντα, συνταξιούχος λογιστής, ανύπαντρος και εξαιρετικά µοναχικός. Αυτός θα γίνει ο ενδιάµεσος, ως «συναισθηµατικός κρίκος» µεταξύ του ευεργέτη και των χωριανών... Από κει και πέρα ξεκινά η περιπέτεια του Πετρόκαµπου και των κατοίκων του...»

Ποια είναι η διαφορά αυτού του βιβλίου από τα υπόλοιπα έργα σας;

«∆εν θα έλεγα διαφορά, γιατί σε όλα µου τα έργα κάνω ένα, ας πούµε, γελαστικό σαµποτάζ. Το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» είναι σατιρικό και, πιστεύω, αστείο µες στη δραµατικότητα των διληµµάτων και των εξωφρενικών καταστάσεων που προκύπτουν».



Είστε υπέρ του «ακουστικού» βιβλίου;

«∆εν είµαι καθόλου της εικόνας, αν και είµαι παθιασµένος µε το σινεµά. Όμως, ως παιδί που µεγάλωσε µε το ραδιόφωνο, ακούγοντας µάλιστα συστηµατικά τη «Ραδιοφωνική βιβλιοθήκη», όπου ορθοφωνικοί ηθοποιοί διάβαζαν έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ναι, θα έλεγα πως είµαι και «ακουστικός αναγνώστης». Φυσικά, δεν συγκρίνεται η γοητεία της ανάγνωσης... Το ξεφύλλισµα των σελίδων και η µυρωδιά του χαρτιού».

Μήπως ο τίτλος του βιβλίου σας είναι λίγο παραπλανητικός;

«Παραπλανητικός δεν είναι. Έτσι πιστεύω. Όταν φτάσει ο αναγνώστης στην τελευταία σελίδα, βλέπει πως η «Σανγκάη» δεν είναι απλώς πυροτέχνημα. Πρέπει να τονίσω ότι στη «Σανγκάη» η ταινία του πορνοστάρ-ευεργέτη «Το τρίτο πόδι του Ρήνου» έκοψε περίπου εννέα εκατομμύρια εισιτήρια.



Πώς αρχίζετε να φαντάζεστε τις ιστορίες που κάθε φορά γίνονται βιβλίο;

«Όταν, μετά βασάνων και κόπων, αποφασίσω να γράψω, ξεκινώ από τις λεπτομέρειες του χώρου. Μετά προσπαθώ να φανταστώ τι είδους άνθρωποι θα πλαισιώσουν την ιστορία και αν μπορώ να συνεργαστώ μαζί τους. Είναι, ξέρετε, πολύ προσωπική διεργασία. Τελικά, με στοιχειώνει η ιστορία και μπαίνω δυναμικά μετά φόβου Θεού».

Χρονογραφήματα, εφημερίδα, τηλεόραση, θέατρο, συγγραφή... Ποια ιδιότητα αγαπήσατε περισσότερο;

«Αγάπησα ό,τι μου έκανε κέφι, ό,τι με ενθουσίαζε. Παλιά ήμουν πιο παρορμητικός. Σήμερα μάλλον έχω γίνει κλειστός. Όχι περίκλειστος. Πάντως, αν κάτι με αγχολύει πραγματικά είναι μόνο η ζωγραφική. Και στη «Σανγκάη» έχω κάνει τέσσερις ζωγραφιές, για να κατατοπίσω τον αναγνώστη».



Λάτρης του μαγικού;

«Λίγη μαγεία είναι απαραίτητη σε αυτή την απαίσια εποχή, για την οποία δεν έχω τον παραμικρό θαυμασμό. Πολιτικοί κάτω του μετρίου, συμφέροντα που καλύπτουν δολοφόνους, πετρελαιάδες που, για να δοξάσουν τη χυδαιότητά τους, υποδύονται τους φιλότεχνους υπερκαταναλωτές, που ανακυκλώνουν την αυταρέσκειά τους. Ένας υπέροχος κόσμος, πνιγμένος στη νομοτέλεια του βόθρου, και τυχοδιώκτες κουραδόμαγκες, που ποντάρουν στην ανάπηρη
μνήμη των Νεοελλήνων. Ωραία πράγματα. Αν σωθούμε ή ό,τι περισώσουμε θα είναι μόνο από την προστασία της ιδιωτικότητάς μας και από την επανεφεύρεση των θυμών μας.

Θα ήθελα να κλείσετε με ευχές για το κοινό μας...

«Εύχομαι υπομονή, αν υπάρχει ακόμη το είδος, και λίγες ασκήσεις χαμόγελου χωρίς φυσικοθεραπευτές. Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού...»