Γλυπτά του Παρθενώνα: Οι Βρετανοί που θέλουν την επιστροφή τους, το δημοσίευμα των Times και η Μενδώνη
Υπάρχει ρίσκο;
Η Βαρώνη Θάνγκαμ Ντεμπονέρ και ο Λόρδος Ντέιβιντ Φροστ τεκμηριώνουν στους "Times" γιατί θεωρούν ότι είναι καιρός να επιστρέψουν τα γλυπτά του Παρθενώνα στην Αθήνα

Γλυπτά του Παρθενώνα: Τι αναφέρει δημοσίευμα των «Times»
Όπως αναφέρουν αρχικά χαρακτηριστικά: «Στο κοινοβούλιο, συνήθως δεν είμαστε πολιτικοί σύμμαχοι. Ο ένας από εμάς κάθεται στα έδρανα των Εργατικών, ο άλλος στην πλευρά της αντιπολίτευσης. Ο ένας από εμάς έκανε εκστρατεία για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, ο άλλος διαπραγματεύτηκε την αποχώρησή μας. Αλλά συμφωνούμε σε αυτό: είτε είμαστε μέρος της ΕΕ είτε όχι, η Βρετανία είναι πλήρως μέρος του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της κουλτούρας. Γι' αυτό και οι δύο πιστεύουμε ότι είναι καιρός να επιστρέψουν τα γλυπτά του Παρθενώνα στην Αθήνα».Υπενθυμίζουν ότι: «πριν από τέσσερα χρόνια, ξεκίνησαν συνομιλίες μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Τζορτζ Όσμπορν, του νέου προέδρου του Βρετανικού Μουσείου, αλλά η πρωτοβουλία παγιδεύτηκε στην προεκλογική εκστρατεία και σταμάτησε μετά από μια διπλωματική διαμάχη». Ωστόσο, τώρα φαίνεται πως είναι η κατάλληλη ευκαιρία, με τις συνομιλίες για μια συμφωνία να έχουν πλέον ξαναρχίσει, ενώ όπως επισημαίνουν η Βαρώνη Ντεμπονέρ και ο Λόρδος Φροστ: «Τα επιχειρήματα σχετικά με τα γλυπτά είναι καλά προετοιμασμένα. Διατυπώνονται με τη γλώσσα της νομιμότητας, της ιδιοκτησίας και της επίρριψης ευθυνών, και πολύ συχνά οδηγούν σε άγχος σχετικά με το εάν η αποδοχή οποιουδήποτε από αυτά τα επιχειρήματα θα μπορούσε να απειλήσει την ακεραιότητα των κορυφαίων συλλογών μας παγκοσμίως. Το Βρετανικό Μουσείο ξεκινά ένα πρόγραμμα ανακαίνισης και ανακαίνισης ύψους 1 δισεκατομμυρίου λιρών που επικεντρώνεται στις γκαλερί της Δυτικής Οροσειράς, όπου στεγάζονται τα γλυπτά. Αυτό μας δίνει μια μοναδική ευκαιρία να εφαρμόσουμε μια νέα σκέψη σε αυτή την παλιά συζήτηση».
Υπάρχει ρίσκο;
Στο άρθρο τους στους Times, συνεχίζουν απαντώντας στο αν υπάρχει κάποιο ρίσκο σχετικά με την απόφαση για την επιστροφή των γλυπτών, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι η επιστροφή αυτών των γλυπτών θα άνοιγε την πόρτα σε ατελείωτες συζητήσεις και απαιτήσεις για την επιστροφή ιστορικών θησαυρών που αφαιρέθηκαν κατά την αποικιακή εποχή από δεκάδες μουσεία και γκαλερί. Απορρίπτουμε αυτό το ρίσκο. Η Αθήνα δεν ήταν ποτέ μέρος βρετανικής αποικίας. Η Βρετανία υποστήριξε και αγωνίστηκε για την ελληνική ελευθερία όποτε είχε την ευκαιρία. Οι συζητήσεις σχετικά με τα ελληνικά πολιτιστικά αγαθά είναι εντελώς διαφορετικές από το ευρύτερο επιχείρημα σχετικά με την αποκατάσταση».Και προσθέτουν: «Η επιστροφή των Μαρμάρων στην Ελλάδα αποτελεί μια ευκαιρία για τη δημιουργία μιας νέας, μακροπρόθεσμης πολιτιστικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών μας. Αυτή είναι η στιγμή για το Βρετανικό Μουσείο να αδράξει αυτή την ευκαιρία στο πλαίσιο της φιλοδοξίας του να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του για τον 21ο αιώνα. Το Έργο του Παρθενώνα προσφέρει έναν οδικό χάρτη για μια συμφωνία «win win», στο πλαίσιο του Νόμου περί Βρετανικών Μουσείων: μια πολιτιστική συνεργασία που ανοίγει το δρόμο για μια ευρύτερη και βαθύτερη σχέση που εξασφαλίζει χρηματοδότηση για έρευνα, συν-επιμέλεια, υποτροφίες και εκπαίδευση, και η οποία θα φέρει σπουδαία πολιτιστικά αντικείμενα από την Ελλάδα να προβληθούν στο Λονδίνο, από ένα διαφορετικό κοινό, για πρώτη φορά».
Καταλήγοντας, στο άρθρο τους, η Βαρώνη Ντεμπονέρ και ο Λόρδος Φροστ αναφέρουν ότι: «Η ενίσχυση των διμερών μας δεσμών με δημοκρατικούς συμμάχους είναι καλή διπλωματία. Μια πολιτιστική συνεργασία με αυτούς τους όρους θα ενίσχυε τη θέση της Βρετανίας, αντανακλώντας ένα έθνος που είναι ασφαλές στην ταυτότητά του και δεν φοβάται να προχωρήσει με αυτοπεποίθηση».
Η στάση του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου
Για την παραχώρηση των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα φέρεται να έχει συμφωνήσει ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του περιοδικού The Critic. Όπως σημειώνεται, το σχέδιο του Όσμπορν αφορά μακροχρόνιο δανεισμό, καθώς για να επιστραφούν μόνιμα τα Γλυπτά στην Αθήνα, θα απαιτούνταν τροποποίηση του νόμου περί Βρετανικών Μουσείων του 1963. Ο συγκεκριμένος νόμος απαγορεύει την απομάκρυνση αντικειμένων από τη συλλογή του μουσείου. «Δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνηση διεκδικεί νομικά την κυριότητα των Γλυπτών, θεωρείται εξαιρετικά απίθανο να επιστρέψουν στο Λονδίνο σε περίπτωση που μεταφερθούν στην Αθήνα», σημειώνει το βρετανικό περιοδικό, The Critic.
«Το νομικό τοπίο έχει αλλάξει» - Αισιόδοξος ο Χικς
Επίσης, στο ίδιο άρθρο σημειώνεται ότι «το νομικό τοπίο έχει αλλάξει από το 2022, όταν η κυβέρνηση των Συντηρητικών πέρασε νόμο (Charities Act) που επιτρέπει σε μουσεία να αποδεσμεύονται από αντικείμενα της συλλογής τους σε περιπτώσεις ηθικής υποχρέωσης». Αυτό θα μπορούσε να προσφέρει εναλλακτική νομική βάση σε περίπτωση που τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα της μη επιστροφής των Γλυπτών στο Λονδίνο, αναφέρει το The Critic.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου δήλωσε στο The Critic ότι η επίσημη θέση του ιδρύματος δεν έχει αλλάξει: «Οι συζητήσεις με την Ελλάδα συνεχίζονται και είναι εποικοδομητικές. Πιστεύουμε ότι μια μακροχρόνια συνεργασία επιτυγχάνει την ισορροπία ανάμεσα στην παγκόσμια διάδοση των σημαντικότερων εκθεμάτων μας και τη διατήρηση της ακεραιότητας της συλλογής του Μουσείου μας».
Ο Νταν Χικς από τη μεριά του, καθηγητής σύγχρονης αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, κάνει λόγο για ένα «μπερδεμένο» δημοσίευμα το οποίο αναφέρει «λανθασμένα ότι ο Νόμος περί Φιλανθρωπικών Οργανώσεων θα υπερίσχυε του Νόμου περί Βρετανικών Μουσείων ή του Νόμου περί Εθνικής Κληρονομιάς για τα εθνικά μουσεία». Σύμφωνα με ανάρτησή του στα social media, άπαντες στον τομέα αναμένουν ότι η επιστροφή θα συμφωνηθεί σύντομα. «Έχω προβλέψει ότι τα Γλυπτά θα επιστρέψουν στην Αθήνα μέχρι το τέλος της δεκαετίας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και φαίνεται ότι είμαστε σε καλό δρόμο για αυτό το χρονοδιάγραμμα».
Τι δηλώνει η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη
Συγκρατηµένη αισιοδοξία παρουσιάζει από τη μεριά της η υπουργός Πολιτισµού, Λίνα Μενδώνη, για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, τονίζοντας στα Παραπολιτικά πως «αργά ή γρήγορα θα έχουµε αποτελέσµατα», που παρουσιάζει τη στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης στο µείζον αυτό ζήτηµα. Σε ερώτηση: «Πώς εξελίσσονται οι συζητήσεις µε το Βρετανικό Μουσείο για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα; Ποιο είναι ένα ικανό χρονικό διάστηµα στο εξής για να διαπιστώσετε αν όντως µπορούµε τελικά να φτάσουµε σε µια συµφωνία;» η υπουργός απάντησε: «Είναι γνωστό ότι διεξάγονται συζητήσεις µε τη βρετανική πλευρά, τις οποίες, ωστόσο, ορίζει -καθ’ ολοκληρίαν- η εθνική µας γραµµή περί της µη αναγνώρισης στο Βρετανικό Μουσείο οποιασδήποτε µορφής νοµής, κατοχής και κυριότητας των Γλυπτών. Μπορώ, µε βεβαιότητα, να προσθέσω ότι, αργά ή γρήγορα, θα έχουµε αποτελέσµατα. Τυχόν, όµως, πρόβλεψη συγκεκριµένου χρόνου δεν θα υπηρετούσε την ευόδωση του τελικού σκοπού. Πολλώ δε µάλλον όταν οι συζητήσεις, πάνω σε αυτά τα θέµατα, συνεπάγονται εξαιρετικά προσεκτικούς και λεπτούς χειρισµούς. Προθεσµίες, σαφείς ηµεροµηνίες και χρονοδιαγράµµατα µάλλον βλάπτουν παρά ωφελούν το εθνικό αίτηµα της οριστικής επανένωσης των Γλυπτών, στην Αθήνα».
Οι σύµµαχοι και τα «δυνατά χαρτιά» της ελληνικής πλευράς
Στη συνέχεια, ερωτηθείσα: «Ποιοι είναι οι σύµµαχοι και τα «δυνατά χαρτιά» της ελληνικής πλευράς στην προσπάθεια για τον επαναπατρισµό των Γλυπτών; Ποια πιθανά ανταλλάγµατα θα µπορούσαµε να δώσουµε στο Βρετανικό Μουσείο;», η Λίνα Μενδώνη είπε: «Τα επιχειρήµατα του Βρετανικού Μουσείου, για τη συνέχιση της παρουσίας των Παρθενωνείων στο Λονδίνο, έχουν καταρριφθεί ένα προς ένα. Επί δεκαετίες, η εκτέλεση εργασιών συντήρησης προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζηµιές στα Γλυπτά. Ο ισχυρισµός περί µεγαλύτερης προβολής των Γλυπτών στο Λονδίνο είναι εντελώς αλυσιτελής, δεδοµένου ότι το Μουσείο της Ακρόπολης απολαµβάνει παγκόσµιας φήµης και επισκεψιµότητας. Τα πρόσφατα δεδοµένα για πληµµελή προστασία τους επιβαρύνουν, σε κάθε περίπτωση, απολύτως το Βρετανικό Μουσείο. Αλλά σύµµαχός µας είναι και η διεθνής κοινή γνώµη, αλλά και εκείνη του Ηνωµένου Βασιλείου, που τάσσεται, µε συντριπτική πλειοψηφία, υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών µε το µνηµείο, τον φυσικό τους φορέα. Παράλληλα, το διεθνές τοπίο αλλάζει άρδην υπέρ της επιστροφής των παρανόµως εξαχθέντων αγαθών στις φυσικές τους κοιτίδες. Τα τελευταία χρόνια έχουν επαναπατρισθεί στην Ελλάδα εκατοντάδες αρχαιότητες, χάρη στις σύντονες προσπάθειες του υπουργείου Πολιτισµού. Το µεγαλύτερο, όµως, επιχείρηµά µας είναι η απαίτηση του ίδιου του χάσκοντος µνηµείου για επανένωση των Γλυπτών µε αυτό, ώστε να αποκατασταθεί η οργανική του ενότητα. Όσο για τα πιθανά ανταλλάγµατα, έχουµε εκφράσει επανειληµµένως την ετοιµότητά µας να αναπληρώσουµε το κενό που θα δηµιουργηθεί στο Βρετανικό Μουσείο µε εκθέµατα που θα φιλοξενούνται εκεί, στο πλαίσιο περιοδικών εκθέσεων, πρακτική άλλωστε µε ευρύτατη διάδοση µεταξύ µουσείων ανά τον κόσµο».
Τέλος, η υπουργός απάντησε στην ερώτηση: «Το χορευτικό στα Παλαιά Ανάκτορα της Κέρκυρας ή το διαφηµιστικό εταιρείας παπουτσιών µε drone show που φαινόταν πάνω από την Ακρόπολη οδηγούν σε κάποια αναθεώρηση της κείµενης νοµοθεσίας;» λέγοντας: «Επιβάλλεται, πρωτίστως, να τονίσω ότι ο αρχαιολογικός νόµος και η νοµοθεσία, εν γένει, για την προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς συγκροτούν ένα από τα επαρκέστερα και λεπτοµερέστερα σχετικά νοµοθετικά πλέγµατα, διεθνώς. Η πρόοδος της τεχνολογίας δηµιουργεί νέες απαιτήσεις. Τόσο για τη διαχείριση του πολιτιστικού µας αποθέµατος, γεγονός που µας οδήγησε, το 2020, στη νοµοθετική πρόβλεψη απεικονίσεων µνηµείων µε χρήση laser, µε φωτογραµµετρικές µεθόδους, όσο και για συναφείς τεχνολογίες µε τη δηµιουργία τρισδιάστατου µοντέλου. Ηδη, µελετάµε τις δυνητικές επιπτώσεις της τεχνητής νοηµοσύνης στην προβολή και τη διαχείριση του µνηµειακού µας αποθέµατος. Ωστόσο, οι νέες τεχνολογίες δεν επιφυλάσσουν για τα µνηµεία µόνον σηµαντικές ευκαιρίες, εγκυµονούν και σοβαρές απειλές. Οπως σε όλα τα ανθρώπινα, το κλειδί είναι το µέτρο, η προσεκτική παρατήρηση των εξελίξεων και η εύρεση λύσεων που συµφιλιώνουν την επιταγή της προστασίας των µνηµείων µε το ζητούµενο της ήπιας, µε απόλυτο σεβασµό στη φυσιογνωµία τους, αξιοποίησης και προβολής τους».