Πρεμιέρα έκανε το βράδυ του Σαββάτου στο Βεάκειο Θέατρο του Πειραιά ο «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη. Το έργο από μόνο του είναι πολύ αγαπημένο στο κοινό, καθώς πρόκειται για μια θεραπευτική διεργασία, μια ωδή στον πιο αποτρόπαια αδικημένο άνθρωπο του Τρωικού Πολέμου, τον Φιλοκτήτη, που η κραυγή του φτάνει εκκοφαντική στα αυτιά μας ακόμα και σήμερα.
Ο "Φιλοκτήτης" του Σοφοκλή
Ο Φιλοκτήτης είχε εγκαταλειφθεί στην ερημική Λήμνο για δέκα ολόκληρα χρόνια από τους Έλληνες συντρόφους του, οι οποίοι μόλις ξεκινούσαν την εκστρατεια εναντίον των Τρώων. Στη Λήμνο, όπου έκαναν στάση, ο Φιλοκτήτης πλησίασε πολύ κοντά σε ένα ναό της Αθηνάς και μια ύδρα, δηλητηριώδες ερπετό, τον δαγκώνει στο πόδι. Η πληγή του δεν θεραπεύεται και ο ίδιος υποφέρει φοβίζοντας τον στρατό, οπότε με προτροπή του Οδυσσέα και των Ατρειδών τον εγκαταλείπουν στο νησί. Εκεί, παραμένει δέκα χρόνια, καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου που δεν έχει λήξει ακόμα. Ωστόσο, βγαίνει χρησμός ότι οι Αχαιοί δε θα κυριεύσουν το Ίλιον, αν δεν βοηθήσει το ανίκητο τόξο του Ηρακλή, ο οποίος πεθαίνοντας το είχε χαρίσει στον Φιλοκτήτη, που ήταν ο μόνος που τον λύτρωσε από την πυρά όπου είχε ριφθεί, επειδή δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τον δηλητηριώδη χιτώνα που κατέτρωγε τη σάρκα του. Στέλνονται, λοιπόν, ο Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος, ώστε να αποσπάσουν, ακόμα και με δόλο, το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Ο Φιλοκτήτης όμως αρνείται να τα δώσει, μη θέλοντας να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους που του είχαν δείξει σκληρότητα και τον είχαν εγκαταλείψει δέκα χρόνια νωρίτερα.
Ο Γιώργος Κιμούλης στον ρόλο του Φιλοκτήτη είναι σπαρακτικός. Ο γνωστός ηθοποιός συνδέεται με το κοινό από την πρώτη στιγμή που βγαίνει στη σκηνή. Στέκεται στο κέντρο ως ακραία ταλαιπωρημένος άνθρωπος, που ζει ολομόναχος και χτυπημένος από ανίατη, ανυπόφορη νόσο και «φωνάζει» την αδικία ως τα πέρατα της γης δείχνοντας τις πληγές του σωματικές και ψυχικές. Με τον Δημήτρη Γκοτσόπουλο που υποδύεται τον Νεοπτόλεμο δημιουργούν μαζί μια σταδιακή αλλαγή, μια σύμπραξη που στο τέλος θα λυτρώσει και τους δύο. Ο Φιλοκτήτης αν και εμφανισιακά είναι ένα ανθρώπινο κουρέλι, μέσα του είναι ακόμα ένα λιοντάρι με δυνατή, καθαρή ψυχή, ένας άνθρωπος με απείραχτες τις ηθικές αξίες του. Ο Κιμούλης με ένα υπέροχο ερμηνευτικό κρεσέντο, οδηγεί αριστοτεχνικά στην εξύψωχη του ήρωα που υποδύεται.
Η σκηνοθεσία, που έχει κάνει ο ίδιος, συμβαδίζει με το νόημα του έργου, δηλαδή με το ότι τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο των πάντων. Ο Γιώργος Κιμούλης αν και σέρνετε στο χώμα, καθότι άρρωστος, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της σκηνής. Εκεί πεσμένος και πονεμένος ξεδιπλώνει όλο το ιδεώδες της εποχής του Τρωικού Πολέμου εστιάζοντας στην αδικία που υπέστη από τους συντρόφους του. Πολύ έντονες υποκριτικά είναι οι στιγμές όπου αναδεικνύει τη φρικτή δοκιμασία του ήρωα που υποδύεται. Βγάζει, θα λέγαμε μια συμπόνοια προς αυτόν, ζητώντας από το σύμπαν ένα ψήγμα ελπίδας να γλυτώσει από το μαρτύριο του για να ξαναδεί τον πατέρα του και να ξαναπατήσει το χώμα της πατρίδας του.
Ο Νεοπτόλεμος, ένα νεαρός άντρας κοντά στα 18, γιός του Αχιλλέα, συμβολίζει την αγνότητα, αλλά και τη δύναμη. Ενώ στην αρχή δέχεται να εξαπατήσει τον Φιλοκτήτη, όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει το σχέδιο εξαπάτησης και να πει την αλήθεια, λυτρώνει τον θεατή αμέσως οδηγώντας τον σε ένα γαλήνιο συναίσθημα. Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος υποστηρίζει εξαιρετικά αυτή τη στροφή στη συμπεριφορά του παρουσιάζοντας μια σταδιακή αλλαγή κατά τη διάκεια του έργου πλέκοντας με τον Κιμούλη τη συνεξέλιξή τους.
Ο Θοδωρής Κατσαφάδος ως Οδυσσέας σηματοδοτεί στο έργο την πονηριά και την εξαπάτηση με σκοπό το συμφέρον. Παίρνει πάνω του τη σκληράδα και επιστρατεύει ως μεθόδους τον δόλο και τη βία. Άλωστε η αποστολή του είναι μαζί με τον Νεοπτόλεμο να κλέψουν το περίφημο τόξο του Φιλοκτήτη, γιατί χωρίς αυτό είναι αδύνατη η άλωση της Τροίας.
Οι έξι άντρες του χορού εμφανίζονται ντυμένοι με ρούχα αστυνομικών, σαν τα σημερινά ΜΑΤ. Είναι άνθρωποι συμπονετικοί, αλλά ταυτόχρονα και προστατευτικοί, αυστηροί όταν αισθάνονται απειλή. Χαρακτηριστική είναι η στιγμή που δέχονται να σώσουν τον άρρωστο Φιλοκτήτη παίρνοντας τον στο καράβι μαζί τους υπομένωντας την έντονη δυσωσμία του και τη βρωμιά του.
Η παράσταση αποτυπώνει την ουσία του έργου που δεν είναι άλλη από την σύγκρουση μεταξύ της ηθικής διάσταση του δόλου και της εξαπάτησης, σε αντιπαράθεση με την αλήθεια και την ειλικρίνεια. Το έργο που έχει διάρκεια περίπου μιάμισης ώρας έχει στέρεη αρχιτεκτονική. Στηρίζεται σε γερή ραχοκοκαλιά, έχει μέτρο και ισορροπία, γεγονός που αρέσει στο σημερινό θεατή, που κάποιες φορές κουράζεται από μεγάλες, πολύωρες παραστάσεις. Στο τέλος με την εμφάνιση του Από Μηχανής Θεού Ηρακλή δίνεται η λύση για όλους δίκαια με πρώτη την ίαση της πληγής του Φιλοκτήτη αφού δεχτεί να πάει στην Τροία για να σωθούν οι Έλληνες.
Η μουσική είναι πολύ ταιριαστή και το σκηνικό, που είναι μια μεγάλη σπηλιά μέσα σε έναν τεράστιο βράχο αποτυπώνει την αίσθηση ενός εντελώς έρημου νησιού. Μαζί με τους φωτισμούς δημιουργούν εξαρχής μια ατμόσφαιρα που δονείται.
Τέλος αξιοσημείωτη είναι η καλοδουλεμένη εκφορά του λόγου των ηθοποιών, ώστε να φτάνουν στο κοινό αυτούσιες όλες οι λέξεις ακόμα και των τραγουδιών.
Η παράσταση θα περιοδεύσει στην Ελλάδα και την Κύπρο από τις 28 Ιουνίου έως τις 8 Σεπτεμβρίου, σε παραγωγή της εταιρείας «Μέθεξις» και σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου.