Η συναρπαστική ζωή του Βασίλη Σκουλά στη βιογραφία "Στο μετερίζι τ’ ανθρωπιάς" και η αποκλειστική προδημοσίευση - Οι μπαλωθιές και ο σασμός
Ο λυράρης που κράτησε το μετερίζι της ανθρωπιάς
Πρώτο το parapolitika.gr παρουσιάζει ένα μεγάλο απόσπασμα από τη βιογραφία του Βασίλη Σκουλά, ενός καλλιτέχνη που έγινε η φωνή της ειρήνης και της παράδοσης στην Κρήτη.
Του Γιάννη Ξυνόπουλου, δημοσιογράφου και μουσικού παραγωγού
Η βιογραφία του Βασίλη Σκουλά, με τίτλο «Στο μετερίζι τ’ ανθρωπιάς», κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία και ήδη θεωρείται μια από τις σημαντικότερες εκδόσεις για την κρητική μουσική και τα μεγάλα της πρόσωπα. Γραμμένη από τον Κώστα Μπαλαχούτη, έναν από τους πιο σημαντικούς βιογράφους του ελληνικού τραγουδιού, φέρνει στο φως τη ζωή ενός καλλιτέχνη που δεν υπήρξε μόνο λυράρης, αλλά και άνθρωπος με βαθιά κατανόηση της παράδοσης, της ευθύνης και της συμφιλίωσης.
Διαβάστε: Βασίλης Σκουλάς στα Παραπολιτικά: "Η Κρήτη είναι η ρίζα μου, η αναπνοή μου" - Οι μνήμες, οι συνεργασίες, η βιογραφία και η συναυλία που έρχεται
Η δημοσίευση αυτή γίνεται σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη στιγμή για την Κρήτη και όλη τη χώρα. Τα τραγικά γεγονότα στα Βορίζια και η συζήτηση για το νέο πλαίσιο περί οπλοκατοχής κάνουν τη στάση ζωής του Σκουλά πιο επίκαιρη από ποτέ. Γιατί ο ίδιος υπήρξε για δεκαετίες φανατικός πολέμιος των μπαλωθιών και υπέρμαχος της ειρήνης, πάντα μακριά από τη βία, πάντα κοντά στους σασμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βασίλης Σκουλάς έχει ο ίδιος τραυματιστεί από μπαλωθιά, σε ένα περιστατικό που σημάδεψε ολόκληρη τη ζωή του. Η σφαίρα παρέμεινε μέσα στο σώμα του για πολλά χρόνια, ένας αθέατος μάρτυρας της βαρβαρότητας που πολεμούσε. Από τότε έγινε ακόμη πιο αμετακίνητος στην άποψή του πως «η μπαλοθιά δεν είναι παλικαριά αλλά βαρβαρότητα» και ότι «το αίμα φωνάζει εκατό χρόνια». Ο Σκουλάς ζητά σε κάθε χώρο που εμφανίζεται ζωντανά την πλήρη απουσία όπλων και αν ακουστεί έστω και μία σφαίρα, αποχωρεί αμέσως. Είναι η δική του στάση ζωής, μια μουσική ηθική που έγινε παράδειγμα.
Ο δημοσιογράφος και στέλεχος αθλητικών οργανισμών Κώστας Βερνίκος δήλωσε ότι «ο Βασίλης είναι η Κρήτη, φτιαγμένος από το χώμα, το θυμάρι και το αίμα της. Οι νότες του ανεβαίνουν στα ξωκλήσια των βουνών και κατεβαίνουν στα κατώγια της ψυχής».
Ο δημοσιογράφος και πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Πάνος Σόμπολος είπε ότι «εκτός από κορυφαίος λυράρης και καλλιτέχνης, είναι κι ένας υπέροχος άνθρωπος και άριστος οικογενειάρχης».
Ο καταξιωμένος στιχουργός και συντοπίτης του, Κώστας Φασουλάς, ανέφερε ότι «ο Σκουλάς αφουγκράζεται τον παλμό μιας αρχαίας πηγής και τον μεταφράζει στο σήμερα με τη φωνή του και τη λύρα του».
Ο γνωστός καρδιοχειρουργός Πέτρος Δημητρίου Σφυράκης, δήλωσε ότι «δεν είναι μόνο ο αγαπημένος λυράρης διεθνώς, έχει ανεκτίμητη προσφορά σαν άνθρωπος».
Ο γνωστός ιδιωτικός ερευνητής Γιώργος Τσούκαλης είπε για τον Κρητικό καλλιτέχνη ότι «ο Βασίλης περνάει διαρκώς τα δικά του μηνύματα κατά της χρήσης όπλων και δεν πάει ποτέ σε εκδηλώσεις εάν δεν έχει συμφωνηθεί πλήρης απουσία όπλων».
Η ερμηνεύτρια Μελίνα Ασλανίδου δήλωσε ότι «οι συνεργασίες του είναι προσεγμένες και δημιουργικές, πάντα με μια ταλαντούχα ομάδα μουσικών και συχνά με την οικογένειά του».
«Είμαι αναγκασμένος να κατέβω από τη σκηνή. Μπαίνω στο καφενείο του πατέρα μου. Αρχίζει να διαδίδεται η είδηση, ο Βασίλης, σκοτώσαν τον Βασίλη», διηγείται στο βιβλίο. Εκείνη την ώρα, δεν έχει περιθώριο για φόβο για τον εαυτό του. Το ξέρει πως, αν δεν μιλήσει, αν δεν δράσει άμεσα, σε λίγα λεπτά θα έχει ανάψει φωτιά που δύσκολα θα σβήσει. Οι φωνές μαζεύονται έξω. Άντρες με οργή, με αγωνία, με την παλιά κρητική παρόρμηση που λέει πως «το αίμα ξεπλένεται μόνο με αίμα». Οι σκιές πλησιάζουν. Μερικά δευτερόλεπτα αρκούν για να ξεκινήσει βεντέτα που μπορεί να κρατήσει γενιές.
Ο Σκουλάς το γνωρίζει.
Το νιώθει στον αέρα.
«Λέω, δεν είναι τίποτα, τραυματισμένος είμαι, θα πάω στο Ηράκλειο να με δέσουν κι όλα καλά», θυμάται. Δεν το λέει για να παρηγορήσει τον εαυτό του. Το λέει για να κρατήσει την ψυχή του χωριού του όρθια. Ανεβαίνει σε ένα σημείο μέσα στο καφενείο, σκαρφαλώνει κυριολεκτικά πάνω από κεφάλια, για να φτάσει το μικρόφωνο. Η εικόνα αυτή είναι από τις ισχυρότερες του βιβλίου. Αιμόφυρτος, με τον πόνο να τον χτυπά, αλλά με το μυαλό καθαρό, παίρνει τον λόγο τη στιγμή που ξεκινά ο πανικός.
«Είμαι καλά, ένας τραυματισμός είναι, θα πάω στο Ηράκλειο και θα γυρίσω να συνεχίσουμε το γλέντι». Αυτή η φράση, γραμμένη λιτά, κουβαλά μια βαθιά κρητική αλήθεια. Ο Σκουλάς μιλά σαν να μην έχει τίποτα. Ηρεμεί τους δικούς του για να μη χυθεί άλλο αίμα.
Και το καταφέρνει. «Με ακούν όλοι και ηρεμούν», γράφει.
Η βιογραφία του Βασίλη Σκουλά, με τίτλο «Στο μετερίζι τ’ ανθρωπιάς», κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία και ήδη θεωρείται μια από τις σημαντικότερες εκδόσεις για την κρητική μουσική και τα μεγάλα της πρόσωπα. Γραμμένη από τον Κώστα Μπαλαχούτη, έναν από τους πιο σημαντικούς βιογράφους του ελληνικού τραγουδιού, φέρνει στο φως τη ζωή ενός καλλιτέχνη που δεν υπήρξε μόνο λυράρης, αλλά και άνθρωπος με βαθιά κατανόηση της παράδοσης, της ευθύνης και της συμφιλίωσης.
Διαβάστε: Βασίλης Σκουλάς στα Παραπολιτικά: "Η Κρήτη είναι η ρίζα μου, η αναπνοή μου" - Οι μνήμες, οι συνεργασίες, η βιογραφία και η συναυλία που έρχεται
Η δημοσίευση αυτή γίνεται σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη στιγμή για την Κρήτη και όλη τη χώρα. Τα τραγικά γεγονότα στα Βορίζια και η συζήτηση για το νέο πλαίσιο περί οπλοκατοχής κάνουν τη στάση ζωής του Σκουλά πιο επίκαιρη από ποτέ. Γιατί ο ίδιος υπήρξε για δεκαετίες φανατικός πολέμιος των μπαλωθιών και υπέρμαχος της ειρήνης, πάντα μακριά από τη βία, πάντα κοντά στους σασμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βασίλης Σκουλάς έχει ο ίδιος τραυματιστεί από μπαλωθιά, σε ένα περιστατικό που σημάδεψε ολόκληρη τη ζωή του. Η σφαίρα παρέμεινε μέσα στο σώμα του για πολλά χρόνια, ένας αθέατος μάρτυρας της βαρβαρότητας που πολεμούσε. Από τότε έγινε ακόμη πιο αμετακίνητος στην άποψή του πως «η μπαλοθιά δεν είναι παλικαριά αλλά βαρβαρότητα» και ότι «το αίμα φωνάζει εκατό χρόνια». Ο Σκουλάς ζητά σε κάθε χώρο που εμφανίζεται ζωντανά την πλήρη απουσία όπλων και αν ακουστεί έστω και μία σφαίρα, αποχωρεί αμέσως. Είναι η δική του στάση ζωής, μια μουσική ηθική που έγινε παράδειγμα.
Ο Κώστας Μπαλαχούτης, ένας βιογράφος που υπηρετεί το ελληνικό τραγούδι
Ο Κώστας Μπαλαχούτης έχει γράψει σημαντικές βιογραφίες, ανάμεσα στις οποίες αυτές του Στράτου Διονυσίου και του Στέλιου Καζαντζίδη, ενώ έχει επιμεληθεί εκδόσεις, δισκογραφικά έργα, ιστορικές μελέτες και ανθολογίες. Ξεχωριστή και η παρουσία του ως στιχουργός με τραγούδια που αγαπήθηκαν (Αρχιπέλαγος, Φίλα με, Το κόκκινο ποτάμι κ.α). Η βιογραφία του Σκουλά είναι αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας, δεκάδων συναντήσεων και ατελείωτων ωρών συνομιλιών στα Ανώγεια.
Τι λένε κορυφαίοι καλλιτέχνες για τον Βασίλη Σκουλά
Ο καταξιωμένος συνθέτης Χρήστος Νικολόπουλος τόνισε για τον Βασίλη Σκουλά ότι «σαν καλλιτέχνης είναι ξεχωριστός, και σαν σολίστας στη λύρα, και σαν δημιουργός και σαν ερμηνευτής. Δεν είναι μόνο η δεξιοτεχνία του αλλά τα συναισθήματα που εκφράζει. Ξεπέρασε με υπομονή και επιμονή πολλά εμπόδια και όταν έφτασε στην κορυφή δεν άλλαξε ούτε χαρακτήρα ούτε συνήθειες».Ο δημοσιογράφος και στέλεχος αθλητικών οργανισμών Κώστας Βερνίκος δήλωσε ότι «ο Βασίλης είναι η Κρήτη, φτιαγμένος από το χώμα, το θυμάρι και το αίμα της. Οι νότες του ανεβαίνουν στα ξωκλήσια των βουνών και κατεβαίνουν στα κατώγια της ψυχής».
Ο δημοσιογράφος και πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Πάνος Σόμπολος είπε ότι «εκτός από κορυφαίος λυράρης και καλλιτέχνης, είναι κι ένας υπέροχος άνθρωπος και άριστος οικογενειάρχης».
Ο καταξιωμένος στιχουργός και συντοπίτης του, Κώστας Φασουλάς, ανέφερε ότι «ο Σκουλάς αφουγκράζεται τον παλμό μιας αρχαίας πηγής και τον μεταφράζει στο σήμερα με τη φωνή του και τη λύρα του».
Ο γνωστός καρδιοχειρουργός Πέτρος Δημητρίου Σφυράκης, δήλωσε ότι «δεν είναι μόνο ο αγαπημένος λυράρης διεθνώς, έχει ανεκτίμητη προσφορά σαν άνθρωπος».
Ο γνωστός ιδιωτικός ερευνητής Γιώργος Τσούκαλης είπε για τον Κρητικό καλλιτέχνη ότι «ο Βασίλης περνάει διαρκώς τα δικά του μηνύματα κατά της χρήσης όπλων και δεν πάει ποτέ σε εκδηλώσεις εάν δεν έχει συμφωνηθεί πλήρης απουσία όπλων».
Η ερμηνεύτρια Μελίνα Ασλανίδου δήλωσε ότι «οι συνεργασίες του είναι προσεγμένες και δημιουργικές, πάντα με μια ταλαντούχα ομάδα μουσικών και συχνά με την οικογένειά του».
Αποκλειστική προδημοσίευση από τη βιογραφία «Στο μετερίζι τ’ ανθρωπιάς»
Το προζύμι και οι ρίζες της οικογένειας
«Το προζύμι μου έπαιξε μεγάλο ρόλο σε αυτό που έγινα. Η κληρονομικότητα δηλαδή, το γονίδιο. Ο προπάππους μου ήταν λυράρης. Κατά πως λένε φημίζονταν για τις Ανωγειανές κοντυλιές του. Το ίδιο και ο παππούς μου, ο Μιχάλης. Μάλιστα αυτός θεωρούνταν ένας τους πιο προικισμένους, ίσως και ο καλύτερος της εποχής του. Έφυγε από τη ζωή νέος το 1935, στα 55 του χρόνια. Δεν τον γνώρισα. Αλλά αργότερα όταν ξεκινούσα κι εγώ το σεργιάνι μου στο νησί και την καλλιτεχνία τον συναντούσα παντού μπροστά μου. Όπου και να πήγαινα μόλις μάθαιναν τη γενιά μου, μου μιλούσαν για εκείνον».Τα παρατσούκλια και το καλαθάκι
«Στα χωριά ο καθένας μας είναι γνωστός με το παρατσούκλι του. Πρώτα θαρρείς έρχεται αυτό και μετά το ονοματεπώνυμό μας. Οι χαρακτηρισμοί έχουν να κάνουν με τους τρόπους και τις συνήθειές μας. Όταν ήμουν κοπέλι κρατούσα ένα καλαθάκι και ακολουθούσα τους πλανόδιους πωλητές που έρχονταν στο χωριό και τους βοηθούσα. Βάζανε τις παραγγελίες των γυναικών σε αυτό και εγώ τις πήγαινα στα σπίτια τους. Ένας συγχωριανός μας, ανάπηρος πολέμου, βλέποντας με αναφώνησε, καλώς το καλαθάκι. Έτσι μου βγήκε το παρατσούκλι. Όταν με βλέπανε οι νοικοκυρές αμέσως λέγανε καλαθάκι, καλαθάκι. Μεγαλώνοντας όμως μεγάλωσε κι αυτό και έγινα καλαθάς».Η πρώτη λύρα και το πρώτο πεντάρικο
«Δεν ήταν οργανοποιός αλλά κάτεχε κάμποσα πράγματα. Πελέκησε ένα ξύλο και έφτιαξε ένα κουτσάφτικο όργανο χωρίς κεφαλή και αυτιά με ξύλινα στριφτάλια. Στο χωριό δεν υπήρχαν χορδές και έβαλε αντερένιες. Με αυτήν άρχισα να μαθαίνω τους πρώτους μου σκοπούς και να παίζω τις μελωδίες που μου άρεσαν. Άσχημα στην αρχή μα κάθε μέρα ολοένα και πιο καλά. Όταν ξεθάρεψα κάπως και τρέχανε τα χέρια μου αυτό μαθεύτηκε στην κοινωνία μας. Μια μέρα με άκουσε ο μπάρμπας μου ο Μανώλης Σκουλάς, ο Μάνωλας όπως τον λέγανε και ενθουσιάστηκε. Με κάλεσε κοντά του και μου είπε, αντράκι μου Βασιλειό, σου χαρίζω τουτονέ το πεντάρικο με την ευχή μου και μου έδωσε το χαρτονόμισμα των πέντε δραχμών. Τη στιγμή αυτή δεν την έχω ξεχάσει ποτέ».
Το καφενείο, το ωδείο και το πανεπιστήμιο της ζωής
«Το ωδείο μου ήταν το καφενείο του πατέρα μου και μαζί και το πανεπιστήμιό μου. Εκεί διδάχθηκα ιστορία, παγκόσμια, κρητική και ελληνική, τα ήθη και έθιμά μας, τις αρετές μα και τα ελαττώματα της ράτσας μας. Οι πρώτες ήταν πολλές και τις κράτησα. Τα δεύτερα φρόντισα να μην τα συναναστρέφομαι.»Οι μπαλωθιές, η βαρβαρότητα και η στάση ζωής
«Η μπαλοθιά δεν είναι παλικαριά αλλά βαρβαρότητα. Ακόμα και ο ήχος της σφαίρας με ενοχλεί. Όπλο μπορεί να είχαν στα σπίτια τα παλιά χρόνια και τα νεότερα ακόμη αλλά για μια ώρα ανάγκης. Οι σοβαροί άντρες ακόμα κι αν οπλοφορούσαν ούτε το έδειχναν ούτε το επιδείκνυαν. Ποτέ στο καφενείο από παιδί δεν είδα όπλο σε τραπέζι ή στη μέση των ανθρώπων».
Ο τραυματισμός, η ψυχραιμία και ο φόβος μιας νέας βεντέτας
Η πιο δραματική στιγμή της ζωής του Βασίλη Σκουλά, όπως την περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο, δεν είναι απλώς ένα περιστατικό βίας. Είναι μια σκηνή που αποτυπώνει τον χαρακτήρα του, την ψυχραιμία του, την ανθρωπιά του και το βάρος της ευθύνης που ένιωθε απέναντι στον τόπο του. Η αφήγησή του ξεκινά σχεδόν ήρεμα, με τον Σκουλά πάνω στη σκηνή, μέχρι τη στιγμή που η μπαλωθιά σκίζει την ατμόσφαιρα. Το σώμα του δέχεται τη σφαίρα, αλλά αυτό που καταγράφει πρώτα δεν είναι ο πόνος, αλλά ο φόβος για το τι θα ακολουθήσει. Ξέρει πως στην Κρήτη, όταν χύνεται αίμα, «τα πάθη ανάβουν σαν πεύκο στο καλοκαίρι».«Είμαι αναγκασμένος να κατέβω από τη σκηνή. Μπαίνω στο καφενείο του πατέρα μου. Αρχίζει να διαδίδεται η είδηση, ο Βασίλης, σκοτώσαν τον Βασίλη», διηγείται στο βιβλίο. Εκείνη την ώρα, δεν έχει περιθώριο για φόβο για τον εαυτό του. Το ξέρει πως, αν δεν μιλήσει, αν δεν δράσει άμεσα, σε λίγα λεπτά θα έχει ανάψει φωτιά που δύσκολα θα σβήσει. Οι φωνές μαζεύονται έξω. Άντρες με οργή, με αγωνία, με την παλιά κρητική παρόρμηση που λέει πως «το αίμα ξεπλένεται μόνο με αίμα». Οι σκιές πλησιάζουν. Μερικά δευτερόλεπτα αρκούν για να ξεκινήσει βεντέτα που μπορεί να κρατήσει γενιές.
Ο Σκουλάς το γνωρίζει.
Το νιώθει στον αέρα.
«Λέω, δεν είναι τίποτα, τραυματισμένος είμαι, θα πάω στο Ηράκλειο να με δέσουν κι όλα καλά», θυμάται. Δεν το λέει για να παρηγορήσει τον εαυτό του. Το λέει για να κρατήσει την ψυχή του χωριού του όρθια. Ανεβαίνει σε ένα σημείο μέσα στο καφενείο, σκαρφαλώνει κυριολεκτικά πάνω από κεφάλια, για να φτάσει το μικρόφωνο. Η εικόνα αυτή είναι από τις ισχυρότερες του βιβλίου. Αιμόφυρτος, με τον πόνο να τον χτυπά, αλλά με το μυαλό καθαρό, παίρνει τον λόγο τη στιγμή που ξεκινά ο πανικός.
«Είμαι καλά, ένας τραυματισμός είναι, θα πάω στο Ηράκλειο και θα γυρίσω να συνεχίσουμε το γλέντι». Αυτή η φράση, γραμμένη λιτά, κουβαλά μια βαθιά κρητική αλήθεια. Ο Σκουλάς μιλά σαν να μην έχει τίποτα. Ηρεμεί τους δικούς του για να μη χυθεί άλλο αίμα.
Και το καταφέρνει. «Με ακούν όλοι και ηρεμούν», γράφει.
Είναι η στιγμή όπου η φωνή του λυράρη γίνεται φωνή ειρήνης.
Η στιγμή όπου οι ρίζες, η παράδοση, η ψυχραιμία και η ανθρωπιά ενός ανθρώπου νικούν το σκοτάδι μιας πιθανής βεντέτας. Η σφαίρα θα μείνει μέσα του πολλά χρόνια, σαν υπενθύμιση της βίας που αντιμάχεται, σαν σημάδι του σώματος αλλά και της μνήμης. Και ίσως γι’ αυτό είναι τόσο αμετακίνητος σε όσα πιστεύει για τις μπαλωθιές. Γιατί τις έζησε, τις ένιωσε, τις πολέμησε με τον πιο ευθύ τρόπο. Και τις νίκησε, όχι με εκδίκηση, αλλά με φωνή. Αυτή η σκηνή, όπως περιγράφεται στη βιογραφία, είναι η στιγμή όπου ο Σκουλάς δεν είναι απλώς λυράρης. Είναι αυτό που πάντα ήθελε η Κρήτη από τους ανθρώπους της. Ένας φύλακας της ανθρωπιάς. Ένας άνθρωπος που κράτησε την παλιά τιμή, αλλά αρνήθηκε την παλιά βαρβαρότητα.
En