Ο Γιάννης Ζουγανέλης φέτος για πρώτη φορά στην καριέρα του ανεβαίνει μόνος στη σκηνή της Αθηναϊδας για να τραγουδήσει και να παίξει χωρίς κανένα πρόγραμμα, καμία σειρά, κανέναν έλεγχο από κανένα. Το είχε μεγάλη ανάγκη. Πριν λίγο καιρό τηλεφώνησε σε κάποιους μουσικούς που γνωρίζει χρόνια και τους ανακοίνωσε πως θέλει να κάνει μια παράσταση «απρογραμμάτιστη», χωρίς κείμενο, χωρίς σκηνοθεσία. Η ανάγκη του αυτή ξεχειλίζει στην παράσταση. Με την κιθάρα του αγκαλιά αρχίζει να μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, τότε τη δεκαετία του ’60 που ζούσε με τους κωφάλαλους γονείς του και τον αδελφό του στην οδό Αιακού στον Αγιο Νικόλαο Αχαρνών.

 Η παράσταση αυτήν τον μεταμορφώνει. Τον κάνει κάτι άλλο από αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Άλλωστε ποιος γνωρίζει σήμερα ότι ο Γιάννης Ζουγανέλης έχει σπουδάσει βυζαντινή μουσική, όπερα και ότι διδάσκει μουσική, Ελληνική Τέχνη και Απελευθέρωση των Εκφραστικών Μέσων στο πανεπιστήμιο του Μονάχου; Ότι έχει μελοποιήσει αμέτρητα ποιήματα του Κώστα Βάρναλη, του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιώργου Σουρή; Ότι όταν παίζει στην Επίδαυρο, τρέμει το φυλοκάρδι του από το άγχος, το δέος και την περηφάνια του Έλληνα που τιμά τους προγόνους του;



Φέτος βγαίνετε μόνος σας στη σκηνή και αναπολείτε μεγάλους σταθμούς της καριέρας σας, όπου κατά τη διάρκεια της παράστασης πολλές φορές συγκινήστε. Ποια ανάγκη σας ώθησε να κάνετε αυτήν την παράσταση;

Από τα 15 μου που εμφανίζομαι στη σκηνή έως τώρα που είμαι 60 χρόνων είναι η πρώτη φορά που βγαίνω μόνος μου στη σκηνή. Το έχω κάνει μόνο πειραματιζόμενος στην επαρχία. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη πάντοτε τραγουδώ με συνεργάτες. Η εικόνα του ηθοποιού λόγω της φύσης της δουλειάς του είναι αναγνωρίσιμη. Εγώ ασχολήθηκα με την κωμικότητα σε όλη μου τη ζωή, γιατί πιστεύω πως αυτή είναι ότι πιο σοβαρό υπάρχει. Η κωμικότητα όμως περνιέται από τους ανθρώπους σαν ένα πράγμα που έχει αφέλεια και χαβαλέ. Εμένα αν με ρωτήσεις ποια λέξη σιχαίνομαι πιο πολύ, θα σου πω τον χαβαλέ. Μόνο τα ανέκδοτα αγαπώ πολύ, επειδή είναι στοιχεία της παράδοσης. Από την άλλη σε δουλειές που εγώ οργάνωνα, ήθελα πάντα να έχω συνεργάτες που αγαπώ για να μοιραζόμαστε τη σκηνή. Οπότε δεν είχα τόσα χρόνια κάνει κάτι μόνος μου γιατί θεωρούσα πως αυτό είναι κάτι εγωιστικό. Σεβόμουν αυτόν που ερχόταν και πλήρωνε και έπρεπε να δει ένα πλήρες πρόγραμμα και όχι μόνο εμένα. Τώρα, έδωσα στην παράσταση αυτή τον τίτλο «Απρογραμμάτιστος» γιατί κάθε βράδυ κάνω άλλα πράγματα. Καμία παράσταση δεν είναι ίδια με την άλλη. Για μένα συγκίνηση σημαίνει εγώ κι εσύ κινούμαστε στον ίδιο χώρο, συντονιζόμαστε. Και επειδή το γέλιο είναι συγκινητικό, επικαλείσαι τη συγκίνηση για να γελάσει ο κόσμος. Και αν γελάσει κάποιος γίνεται καλύτερος άνθρωπος, πιο όμορφος.

Μήπως η σάτιρα σας κούρασε;

Όχι καθόλου, αντίθετα την επιδιώκω. Με έχει κουράσει που οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια είναι εγωιστές και πιο πολύ εγωιστές είναι οι καλλιτέχνες. Εγώ στις δουλειές που οργανώνω δεν αποσπώ από τους συναδέλφους μου τον χώρο που εγώ τους δίνω. Κάνω πάντα υποχωρήσεις για να μπορούν να αισθάνονται αυτοί καλύτερα. Αυτό με κούρασε. Και κάτι άλλο. Όλοι μιμούνται πράγματα που έχω κάνει εγώ πρώτος στην τηλεόραση και που έκανα με αθωότητα, χωρίς συμφέρον. Και όχι για να χαϊδέψω την εξουσία. Τώρα βλέπω πολύ ψέμα και θέλω να πάρω αποστάσεις από όλα αυτά. Γιαυτό θα επανέλθω και στη σάτιρα, επειδή δεν έχω καμία ματαιοδοξία. Αγαπώ και εκτιμώ αυτό που η κοινωνία μου έχει προσφέρει. Τώρα μπαίνω στη διαδικασία να εκφράζομαι πιο ολοκληρωμένα χωρίς να απολογούμαι σε συνεργάτες. Ο κάθε άνθρωπος έχει τρομερό εκτόπισμα.

Μιλήστε μας λίγο για τους τρεις μεγάλους ποιητές τον Βάρναλη, τον Ελύτη και τον Σουρή, και πως τους βρήκατε στο δρόμο σας;

Τον Σουρή τον γνώρισα μόνο μέσα από τα ποιήματά του που μελοποίησα στο παρελθόν και ετοιμάζω ένα νέο δίσκο τώρα μόνο με Σουρή. Ο πρώτος μεγάλος ποιητής που γνώρισα ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο σπίτι του Νίκου Μαμαγκάκη, του δάσκαλού μου, που του οφείλω τα πάντα. Έπαιζε τάβλι με τον Μαμαγκάκη και είχα χαρεί πάρα πολύ. Ήμουν ακόμα στο Γυμνάσιο. Και όταν άκουσε ένα τραγούδι μου και μου είπε «μπράβο Γιαννάκη» ανέβηκα πολύ συνειδησιακά. Μια άλλη μέρα σε μια γιορτή με σύστησε στην παρέα του λέγοντας «από δω ο Γιαννάκης Ζουγανέλης, που είναι εκολαπτόμενος συνθέτης». Μου έμεινε αυτό, γιατί είχα νιώσει πολύ μεγάλη χαρά. Για τη γνωριμία μου με τον Βάρναλη μεσολάβησε ο Αλέκος Πατσιφάς (ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρείας). Ήταν ένας απλός, ταπεινός και ταυτόχρονα μεγαλοπρεπής άνθρωπος. Συναντηθήκαμε στην Πλατεία Κολωνακίου και μου επέτρεψε να μελοποιήσω τα ποιήματά του. Ήταν ακόμα χούντα τότε, αλλά αυτή συλλογή «Λαική Ανθολογία Βάρναλη» εκδόθηκε μετά, στη μεταπολίτευση, όταν αυτός είχε φύγει από τη ζωή. Μετά γνώρισα τον Ελύτη. Έκανα τότε μια εκπομπή το «Τρίτη βράδυ με ποίηση» μαζί με την Μαρία Παξινού, όντες τότε και οι δύο υπάλληλοι της ερτ το 1978 και με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος Δήμου, ο οποίος μου είπε πως ο Ελύτης Θέλει να σε γνωρίσει, επειδή άκουσε στην εκπομπή το Μονόγραμμα με την Γαλάνη. Έτσι γνώρισα τον Ελύτη με τον οποίο είχα και μια πικρή στιγμή, με τον δίσκο που δεν εκδόθηκε. Με τον Ρίτσο γνωριστήκαμε επειδή μέναμε πολύ κοντά. Εγώ στην Αιακού και αυτός λίγο πιο κάτω, στη Μιχαήλ Κόρακα στον Αγιο Νικόλα Αχαρνών. Συναντιώμασταν στο δρόμο και πάντα υποκλινόμουν γιατί ήταν μια τρομερά δωρική φυσιογνωμία. Έχω μελοποιήσει αρκετά ποιήματα, άλλα έχουν γίνει γνωστά, αλλά τα περισσότερα είναι άγνωστα, γιατί δεν με παρουσιάζουν οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, τους οποίους δεν γουστάρω καθόλου. Με παίζουν μόνο σε play list, όπου αναμασούν συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Φανταστείτε έχω πάρει τηλέφωνο, πιεζόμενος από τη δισκογραφική μου για να παρουσιάσω το νέο μου δίσκο και με αντιμετωπίζανε σαν τον Μπαχ.

Από τη Βυζαντινή μουσική που ξεκινήσατε να μαθαίνετε στα παιδικά σας χρόνια, έως τώρα από ποια καλλιτεχνικά στάδια περάσατε;

Αγιος Νικόλαος Αχαρνών, Βυζαντινή Μουσική. Πρώτα διάβασα Πα γου Βα Δι, Ζο και μετά την αλφαβήτα. Ήμουν από πολύ μικρός στην παιδική βυζαντινή χορωδία αυτής εκκλησίας που στήριζε όσους είχαν την ανάγκη να βιώσουν αυτή τη λατρεία. Μετά πήγα στο Ελληνικό Ωδείο, όπου στάθηκε εξαιρετικά τυχερός γιατί είχα σπουδαίους δασκάλους. Στα θεωρητικά ξεχωρίζω τον Αντίοχο Ευαγγελάτο, ο οποίος με αγαπούσε πάρα πολύ. Μετά ασχολήθηκα με την αρμονία και το πιάνο με τον Νίκο Μαμαγκάκη. Πήγα στη Γερμανία και σπούδασα με υποτροφία. Η εξέλιξή μου ήταν ανθρώπινη. Η εικόνα είναι αυτή που μπερδεύει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι συχνά δεν ψάχνουν στην ψυχή παρά μόνο στην εικόνα. Σπούδασα όπερα και δραματική Τέχνη, είμαι μουσικός με κάταρτιση αλλά αυτό δεν λέει τίποτα. Υπάρχουν μεγάλοι, λαϊκοί μουσικοί που δεν έχουν κάνει μαθήματα.

Στο θέατρο πότε μεταπηδήσατε;

Παράλληλα τα έκανα και τα δύο πάντα. Συνεργάστηκα με τον Ποταμίτη, την Τζένη Καρέζη.

Ποιο αγαπήσατε πιο πολύ;

Και τα δυο τα αγαπώ το ίδιο. Η υποκριτική είναι η τέχνη που δεν έχει καθόλου ψέμα. Την ασκώ για να έχω επαφή με τους ανθρώπους. Και το τραγούδι είναι κοντά στην υποκριτική για αυτούς που καταλαβαίνουν. Η μουσική είναι μια μεγάλη τέχνη, η βασίλισσα των τεχνών. Είμαι ο μοναδικός συνθέτης της γενιάς μου που έχει εκδοθεί στην Ευρώπη, χωρίς να μεσολαβήσει τρίτος. Έχω εφτά cd που έχουν εκδοθεί στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο κι έχω αποσπάσει ένα από τα καλύτερα βραβεία στον κόσμο για τις πωλήσεις των δίσκων μου. Αυτά τα λέω πρώτη φορά.

Γιατί δεν τα λέγατε τόσα χρόνια;

Γιατί δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Με ενδιαφέρει η κοινωνία, η ιδεολογία και η πατρίδα. Πιστεύω πολύ στην πατρίδα και όχι στην παγκοσμιοποίηση. Μισώ τη Δύση. Αγαπώ την Ανατολή, αλλά όχι τους θρησκευτικούς φανατισμούς. Την Ανατολή του Πολιτισμού.

Στην παράσταση έχετε εντάξει και ένα τραγούδι που λέτε μαζί με την κόρη σας. Φοβάστε τη σύγκριση με την κόρη σας, που κατά κοινή ομολογία είναι πάρα πολύ καλή;

Όχι. Καθόλου. Η σύγκριση είναι ότι πιο μαζικό υπάρχει στη ζωή. Από πολύ μικρός δεν μπορούσα να καταλάβω τον διαχωρισμό του καλού από τον καλύτερο γιατί πιστεύω στην μοναδικότητα. Τα παιδιά μας αν δεν καταφέρουμε να είναι η δικιά μας η εξέλιξη, τότε χάνουμε εμείς. Είναι τρομερά εγωιστικό. Η κόρη μου είναι ένα εξαιρετικό πλάσμα και έχει μια μητέρα – περίπτωση τραγουδίστριας. Χωρίς να μπει σε διαδικασία του lyfe style. Η Ισιδώρα είναι δίπλα της, αλλά η Ελεονώρα είναι ένα εξελιγμένο πλάσμα. Εγώ παίρνω απόσταση. Και κάποιο από αυτά τα κάταπτυστα site που γράφουν παιδαρέλια έγραψαν πως «ευτυχώς που παίρνω απόσταση από την κόρη μου, γιατί αλλιώς θα ήταν κακογουστιά». Αν τον συναντούσα αυτόν, θα τον έκανα μαύρο στο ξύλο. Γιατί εγώ είμαι υπέρ και της χειροδικίας όταν χρειάζεται. Το έχω κάνει κάποιες φορές όταν υπερασπίζομαι το δίκαιο. Μια φορά μεσολάβησα σε έναν ταξιτζή, που συμπεριφερόταν με χυδαίο τρόπο σε ένα κοριτσάκι αδύναμο, επειδή τον έκλεισε. Και κατέβηκα από το αυτοκίνητο και τον έδειρα.

Πάντα για τη γυναίκα σας και την κόρη σας μιλάτε με λατρεία. Είναι οι σταθερές της ζωής σας;

Βέβαια. Είναι αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μου. Αν δεν τις είχα, θα ήμουν ένας διαφορετικός άνθρωπος. Με την οικογένειά μου έχτισα τα πάντα τόσα χρόνια. Με την γυναίκα μου είμαστε μαζί 34 χρόνια και πάντα την θαύμαζα. Και η κόρη μου μας έδεσε για πάντα.

Ποιο είναι το μυστικό για μια δεμένη οικογένεια;

Ο σεβασμός και η αποδοχή της διαφορετικότητας.

Έχετε ψηλά το θεσμό της οικογένειας;

Πάρα πολύ ψηλά. Εκεί νιώθω θαλπωρή και εκεί πάντα επιστρέφω. Εκεί χτίζω, είναι το σπίτι μου. Αγαπώ την Ελλάδα που κρατάει την οικογένεια.

Από την κόρη σας τι περιμένετε; Τι θέλετε να συμβεί στο μέλλον;

Η κόρη μου είναι ένα πολύ συγκροτημένο άτομο. Βιώνω καθημερινά την εξέλιξή της. Ψάχνει τρομερά και σέβεται την αγάπη του κόσμου που εισπράττει. Βέβαια η γενιά της είναι άτυχη, γιατί παλεύει με πολύ σκληρό τρόπο το βιοπορισμό της. Κάνουν 40 μέρες πρόβες για να παίξουν μια ή δύο βραδιές.

Πιστεύετε στο Θεό; Προσεύχεστε;

Είμαι ένθεος. Δεν πιστεύω στον αθεϊσμό, ούτε στην αντιπαλότητα των θρησκειών. Ούτε στους νόμους των εκκλησιών, ούτε στο ψέμα. Μόνο στην αλήθεια. Κάνω τον σταυρό μου, γιατί δεν θέλω να ζω διαφορετικά από ότι ζει ο λαός μου. Παίρνω χάρη από τους θρησκευόμενους.

Στην Επίδαυρο που έχετε παίξει τρεις φορές, ήταν όνειρο για εσάς;

Ναι ήταν στόχος ζωής. Το επιθυμούσα πολύ. Μου το είχε προτείνει και ο Κούρκουλος με το εθνικό, αλλά έλειπα στο εξωτερικό. Σε αυτό το θέατρο όταν παίζω νιώθω Έλλην, περίφανος, συγκινημένος. Παίζω και τρέμει το φιλοκάρδι μου. Έχω τρομερό τρακ, αλλά νιώθω τρομερή περηφάνεια για την τέχνη που υπηρετώ.

Κάνετε και ακαδημαϊκή καριέρα;

Ναι είμαι τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Αλλά δεν έχω έδρα. Προσπαθώ χρόνια να δημιουργήσω έδρα ελληνικής Τέχνης μαζί με ομάδα ανθρώπων, που μου πρότειναν. Οι Βαβαροί είναι πεντάξιοι και τρομεροί φιλέλληνες. Καμία σχέση με τους βόρειους Γερμανούς, που φασιστίζουν. Διδάσκω μουσική, ελληνική τέχνη και απελευθέρωση των εκφραστικών μέσων με τηλεμαθήματα και πάω κι εκεί κάποιες φορές. Χαίρομαι να απαντώ σε ερωτήσεις των φοιτητών μου για τη διαχρονικότητα της ελληνικής τέχνης και για τον δυτικό πολιτισμό που έχει ρίζες απολύτως στον ελληνικό πολιτισμό.

Οι γονείς σας ήταν κωφοί;

Ναι, αλλά ήταν οι καλύτεροι γονείς του κόσμου. Γνώρισαν τον έρωτα μέσα από αυτήν διάσταση. Εμένα αυτό μου έκανε πολύ καλό. Από 5 χρόνων ένιωθα πως τους κηδεμονεύω. Έχασα τη μητέρα μου πριν 5 χρόνια και τον μπαμπά μου πριν 20. Ήταν εξαιρετικοί, τους σκέφτομαι κάθε μέρα.

Σας έχει προταθεί ποτέ να ασχοληθείτε με την πολιτική;

Πάρα πολλές φορές από το 1981 και μετά. Αλλά δεν μπορώ, είμαι ανένταχτος. Ως πολίτης είμαι πολύ πιο ισχυρός. Οι πολιτικοί περνούν και εξαφανίζονται. Εμείς υπάρχουμε ακόμα. Δεν μπορώ τα κόμματα, τα θεωρώ μπουρμπούσκουλα. Αυτό που ζούμε δεν είναι δημοκρατία.

Τα νυχτερινά μαγαζιά περνούν μεγάλη κρίση;

Όχι μην τα ακούτε αυτά. Δεν ισχύει. Υπάρχουν βέβαια κάποιες μέρες που δεν αμοιβόμαστε. Δεν έχουμε καθημερινό μεροκάματο, όπως παλιά. Δουλεύουμε μόνο Παρασκευή και Σάββατο.

Τι δεν προλάβατε να κάνετε με τον Σάκη Μπουλά;

Όσα πιο πολλά πράγματα κάνεις, τόσα πιο πολλά θέλεις. Τρόγωντας έρχεται η όρεξη. Έχω ζήσει πιο πολλά πράγματα Με τον Σάκη, παρά με τον αδελφό μου τον Αντώνη. Με τον Σάκη κάναμε τα πάντα μαζί, συνυπήρχαμε, διαφωνούσαμε, αλλά χωρίς να τσακωθούμε ποτέ. Είχαμε πίστη ο ένας για τον άλλο. Και θα μπορούσαμε να κάνουμε κι άλλα.

Σας λείπει;

Πάρα πολύ. Θέλαμε να παίξουμε μαζί τις Νεφέλες του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, αλλά δεν προλάβαμε. Ο Σάκης το ήθελε πολύ, αλλά δεν έκατσε.