Άγνωστες λεπτομέρειες από την αποτυχημένη προσπάθεια του Νίκου Καζατζάκη να αποσπάσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1947, φέρνει το ιστορικό μυθιστόρημα «Το χαμένο Νόμπελ» του Κώστα Αρκουδέα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Πρόκειται για μια από άκρη σε άκρη αληθινή ιστορία εμπλουτισμένη με προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία και έγγραφα-ντοκουμέντα, που συνθέτουν ένα πολύχρωμο παζλ. Στο βιβλίο αυτό συναντάμε προσωπικότητες όπως ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, αλλά και διάσημους νομπελίστες όπως ο Έσσε, ο Ζιντ, ο Έλιοτ, ο Χέμινγουεϊ και ο Καμύ. Πάνω απ’ όλα, όμως, γινόμαστε μάρτυρες της οδύσσειας του πνευματικού και πολιτικού κόσμου της Ελλάδας στον 20ό αιώνα, που διήλθε μέσα από τις συμπληγάδες των αντιθέσεων και διαμόρφωσε τις συνθήκες των ημερών μας.

«Στο βιβλίο υπάρχουν αμιγώς ιστορικά κεφάλαια, προκειμένου να καταδειχθεί με σαφήνεια το πολιτικό κλίμα της εποχής, με συνέπεια να εμφανίζονται σε αυτό πρόσωπα όπως ο Τσώρτσιλ, ο Στάλιν, ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, και ούτω καθεξής. «Το χαμένο Νόμπελ» είναι στην πραγματικότητα πολλές ιστορίες σε μία» αναφέρει σήμερα στα "Π" ο Κώστας Αρκουδέας. «Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ένα άρθρο που διάβασα πριν από κάμποσα χρόνια, ότι ο Καζαντζάκης προσπαθούσε για μια ολόκληρη δεκαετία να κατακτήσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το άρθρο ανήκε στον Πάτροκλο Σταύρου, κληρονόμο των πνευματικών δικαιωμάτων του Καζαντζάκη, και αποκάλυπτε μέρος από το παρασκήνιο που είχε παιχτεί σε βάρος του Κρητικού συγγραφέα. Όσο κι αν προσπάθησα στη συνέχεια να το ξεχάσω, δεν τα κατάφερα. Το φυτίλι είχε ανάψει» λέει.

Και η έρευνα του διήρκησε απρόσκοπτα περίπου 10 χρόνια. Ήταν σαν ζούσε σε ένα παράλληλο σύμπαν. Κάποια στιγμή, πριν από περίπου τρία χρόνια διαπίστωσε ότι ο όγκος του πραγματολογικού υλικού ήταν τόσο μεγάλος που υπήρχε φόβος να χαθεί μέσα του. Αποφάσισε λοιπόν, να διακόψει την έρευνα και να ξεκινήσει τη συγγραφή του βιβλίου. Οι εκπλήξεις πολλές. Διαδέχονταν η μία την άλλη όσο η έρευνα βάθαινε. Όπως, για παράδειγμα, η ύπαρξη εγγράφου-ντοκουμέντου της ελληνικής κυβέρνησης τον Ιούνιο του ’46, στο οποίο δίδονταν οδηγίες σε κρατικούς φορείς να υπονομεύσουν την υποψηφιότητα Καζαντζάκη για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και να προωθήσουν συγγραφείς με «εθνικάς αντιλήψεις».

Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Ο ελληνιστής Μπέργε Κνες, σε γράμμα που έστειλε στον Καζαντζάκη το ’54, αποκάλυψε: «Τρέχει λόγος εδώ. Η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδική Ακαδημία ή στον βασιλιά για να συμβουλεύσει να μην δοθεί το βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Έλληνες, γιατί κάτι τέτοιο θα ’ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξόνων».

«Από το 1946 μέχρι το 1957 οι ελληνικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν τη βράβευση του Καζαντζάκη, τον οποίο θεωρούσαν ανατρεπτικό στοιχείο. Έντεκα χρόνια κράτησαν οι κινήσεις εναντίον του. Επιδίωξή τους ήταν να του καταστήσουν σαφές ότι ήταν ανεπιθύμητος, προκειμένου να τον εξαναγκάσουν να φύγει. Τα ελληνικά προξενεία τού έθεταν συνεχώς προσκόμματα στις μετακινήσεις του, αρνούμενα να του χορηγήσουν βίζα. Σε κάποια πρεσβεία μάλιστα, δεν του έδωσαν ούτε καρέκλα να καθίσει. Τον είχαν και περίμενε όρθιος στο διάδρομο με τις ώρες για μια θεώρηση διαβατηρίου, για μια απλή σφραγίδα» αναφέρει ο Κώστας Αρκουδέας.

Κάποια στιγμή, ο Καζαντζάκης έγραψε αγανακτισμένος στον Πρεβελάκη από το Παρίσι: «Όλα ήταν έτοιμα για να πάω στη Φλωρεντία και η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο. Έχω προξενικό διαβατήριο και αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε. Με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν».