Η οδός στην οποία βρίσκεται το νέο του σπίτι και μια βόλτα με την κοπέλα του στο Μεσολόγγι έκαναν τον συγγραφέα Αρή Σφακιανάκη να καταπιαστεί με την ιστορία του νέου του βιβλίου «Έξοδος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Η «Έξοδος» πραγματεύεται μια γνωστή ιστορική στιγμή της ελληνικής φυλής –και όχι μόνο- την περίοδο της πολιορκίας του Μεσολογγίου από τους Τούρκους και Αιγυπτίους το 1826, τις μέρες της πείνας και της κακουχίας και τις τελευταίες ώρες πριν αλλά και κατά την Έξοδο των αγωνιστών. Η ιδέα για την ζουμερή αυτή ιστορία του μπήκε στο μυαλό πριν από έξι χρόνια μετά την αγορά του νέου σπιτιού του στην οδό Κασομούλη στο Νέο Κόσμο, όταν, καθώς αγνοούσε παντελώς ποιος ήταν αυτός ο Κασομούλης, άρχισε να τον ψάχνει.

Έκπληκτος διαπίστωσε ότι ήταν ήρωας της Επανάστασης του ’21, συμμετείχε στην Έξοδο του Μεσολογγίου κι είχε γράψει ένα πόνημα πέντε τόμων με τίτλο Στρατιωτικά Ενθυμήματα όπου κατέγραφε όλα όσα είχε ζήσει εκείνη την περίοδο. Το αγόρασε αμέσως και το διάβασε απνευστί –περίπου 2.500 χιλιάδες σελίδες μεγάλου σχήματος. Την ίδια εποχή έκανε ένα ταξίδι στη Δυτική Ελλάδα με μια κοπέλα που οδηγούσε ένα θηριώδες τζιπ κι ενώ κοιμόταν στο πίσω κάθισμα, εκείνη πάλευε με τον δρόμο. Όταν έφτασαν στο Μεσολόγγι, βόλταραν στον Κήπο των Ηρώων όπου έχουν συλλέξει και θάψει τα οστά των αγωνιστών του Μεσολογγίου. Πρώτα ο Κασομούλης κι έπειτα το Μεσολόγγι.

Δεν μπόρεσε να αγνοήσει τόσες συμπτώσεις. Χώρισε με τη φίλη του και άρχισε να γράφει το βιβλίο. «Επί τρία περίπου χρόνια διάβαζα ό,τι μπορούσα να βρω για το συγκεκριμένο θέμα αλλά και για την εποχή της Επανάστασης. Βιβλία γραμμένα από ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα στο πετσί τους. Τα διάβαζα και ανατρίχιαζε το δικό μου το πετσί. Κυρίως το θέμα της διχόνοιας που σπάρασσε τότε –όπως και πάντοτε άλλωστε- την Ελλάδα και τους Έλληνες ήταν ανατριχιαστικό. Σούφρωνα τόσο συχνά τα χείλη μου από την απελπισία που νομίζω ότι μου έμεινε μόνιμο τικ. Τρία χρόνια διάβαζα βιβλία άλλων και δυο χρόνια έγραφα το δικό μου» λέει για τα χρόνια που έγραφε την «Έξοδο».

Ο Άρης Σφακιανάκης μετά από έντεκα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα που αφορούσαν τις σχέσεις των δυο φύλων, τον έρωτα, τον γάμο, το παιδί, καταπιάνεται για πρώτη φορά με τη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος. Και το γράφει με την ελπίδα ο σύγχρονος αναγνώστης να κοιτάξει λίγο πίσω, στα χρόνια που δημιουργούνταν το νέο ελληνικό κράτος και να αντλήσει τα συμπεράσματά του από τα λάθη και τις ολιγωρίες της εποχής εκείνης που οι Έλληνες προσπαθούσαν να βγούνε από τόσα χρόνια σκλαβιάς –κυρίως πνευματικής. Τα εμπόδια που συνάντησε ήταν η απόλαυσή του και τα προσκόμματα η μύχια ηδονή.

Με τους ήρωές του αναπόφευκτα κάποιες φορές ταυτίζεται. Αυτό, όπως μας λέει, συμβαίνει και στην Έξοδο, όπου στις σελίδες της ξεπηδά αρκετό χιούμορ και έρωτας. «Όσο κι αν προσπαθώ να απαγκιστρωθώ από τον εαυτό μου, δύσκολα τα καταφέρνω. Πάντα κάποια συνήθειά μου θα γλιστράει μες στις σελίδες, κάποιο βιβλίο που μου αρέσει να διαβάζω, κάποια κοπέλα που με συνάρπασε. Μιλώντας για τον εαυτό μου μπορώ να μιλήσω ειλικρινά γιατί μόνο αυτόν γνωρίζω πραγματικά –αν μπορώ να πω ότι τον γνωρίζω κι αυτόν. Ο έρωτας και το χιούμορ είναι δομικά στοιχεία του χαρακτήρα μου. Και αναπόφευκτα ξεπηδούν σε κάθε βιβλίο μου –δεν μπορώ να τα αποδιώξω. Μπορώ βέβαια να τα δικαιολογήσω: ο μεν έρωτας είναι ζωή, το δε χιούμορ είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τη ζωή –αυτό το πέρασμα ανάμεσα στους κόσμους, για άλλους δίχως νόημα, για άλλους οχληρό για άλλους ταξίδι εμπειριών και για άλλους βελτίωση του εαυτού. Πιστεύω ότι το χιούμορ βελτιώνει τον άνθρωπο» αναφέρει.